«Όλοι ξέρουμε ότι ο καπιταλισμός, όπως είπε και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, είναι ένα κακό σύστημα, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει καλύτερο», με την φράση αυτή ο υπουργός Οικονομίας Γιάννης Στουρνάρας, …«καθάρισε» με την κριτική που άσκησαν τα κόμματα της αριστεράς στο νομοσχέδιο για την εποπτεία των τραπεζών κατά την διάρκεια της συζήτησής του στην Ολομέλεια της Βουλής.
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Το νομοσχέδιο – μεταξύ άλλων- προβλέπει φωτογραφικές φοροαπαλλαγές για την Τράπεζα Πειραιώς και εκ των υστέρων νομιμοποίηση των μεταβιβάσεων της ΑΤΕ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
Στην συνέχεια ήρθε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ, Μάκης Βορίδης για να δηλώσει προς τα κόμματα της αριστεράς πως «αν θέλετε την Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ελλάδος, μία υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών αυτό δεν γίνεται μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση»!
Αν τέτοιου είδους τοποθετήσεις ήταν απλή παράθεση ιδεολογικών και πολιτικών απόψεων στο κοινοβούλιο, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όμως δεν είναι. Οι αφορισμοί κυριαρχούν πάνω στα επιχειρήματα. Πρόκειται – εμφανώς- για έναν ιδιότυπο αυταρχισμό που λέει πώς, κανείς δεν έχει δικαίωμα να αμφισβητεί όσα νομοθετούνται και πολύ περισσότερο να επιδιώξει να τα αλλάξει.
«Έτσι είναι πράγματα, δεχτείτε τα και μη μιλάτε» με αυτή την ιδεοληψία πορεύεται η κυβέρνηση και μάλιστα την μετουσιώνει και σε κοινοβουλευτική πρακτική. Επιδιώκει ένα γενικό σιωπητήριο που μόνο άσχετο δεν είναι με την πολιτική συγκυρία. Δηλαδή τις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου που απαιτεί «τσιμεντάρισμα» της κοινοβουλευτικής της ομάδας. Άλλωστε είναι γνωστό πως δεν αρνείται το δικαίωμα της αντίρρησης και της εναλλακτικής προσέγγισης μόνο στην αριστερά αλλά και στους ίδιους του βουλευτές της. Όπως και τα προηγούμενα «μεσοπρόθεσμα» και αυτό που έρχεται για να ψηφιστεί έως τις 5 Μαίου, θα είναι νομοσχέδιο ενός άρθρου και επιλογή τύπου «take it or leave it». Αλλιώς ..διαγράφεσαι.
Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τους κ.κ Στουρνάρα και Βορίδη ο Ευκλείδης Τσακαλώτος (του ΣΥΡΙΖΑ) δεν έπρεπε να πει στην Βουλή, πως «μιλούμε εμείς για μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση των τραπεζών, όπου θα υπάρχουν και επενδυτικές τράπεζες και τράπεζες ειδικού σκοπού, θα υπάρχουν και συνεταιριστικές τράπεζες».
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης (επίσης του ΣΥΡΙΖΑ) ήταν απαράδεκτος όταν δήλωσε πως «ζητάμε δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών. Έγκλημα είναι αυτό, δηλαδή να ζητάμε δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών;».
Το ίδιο και ο Νίκος Καραθανασόπουλος του ΚΚΕ όταν ανέφερε πως «η διέξοδος δεν βρίσκεται στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του καπιταλισμού, αλλά στην ανατροπή του».
Κι όταν αυτή είναι η αντιμετώπιση των κοινοβουλευτικών κομμάτων της αριστεράς, φαντάζεται κανείς τι γίνεται με τα αριστερά κόμματα εκτός Βουλής, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλα που τα αντιλαμβάνονται σχεδόν ως … «τρομοκρατικές οργανώσεις» χωρίς φυσικά δικαίωμα λόγου.
Όμως τόσο ο υπουργός Οικονομίας όσο και ο κοινοβουλευτικός εκπροσωπος της Ν.Δ, διατηρούν αλώβητο το δικό τους δικαίωμα να …οραματίζονται και να προσπαθούν να κάνουν πράξη τα όσα σκέφτονται.
Έτσι ο υπουργός Οικονομίας μιλά για «ελεύθερες αγορές χωρίς κρατική παρέμβαση» ή βαρίδια όπως το κράτος πρόνοιας καθώς και δομικές μεταρρυθμίσεις νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα.
Ο Μάκης Βορίδης επιχειρηματολογεί – ιδίως τώρα που η Ν.Δ άνοιξε θέμα συνταγματικής αναθεώρησης– υπέρ ενός προεδρικού μοντέλου διακυβέρνησης με έναν εκλεγμένο ηγέτη συγκεντρωτικών εξουσιών που θα ελέγχεται οριακά από νομοθετικά σώματα.
Τα πράγματα επιτρέπεται, φαίνεται, να αλλάζουν. Όμως μόνο προς μία κατεύθυνση.