Ήταν στο μπλόκο μπροστά στην οδό Ακαδημίας, χθες, γύρω στις έντεκα το πρωί. Μια ηλικιωμένη κυρία, μαντεύω την ηλικία της στα εβδομήντα πάνω κάτω, διέσχισε τη μικρή απόσταση ανάμεσα στους διαδηλωτές και στους παραταγμένους άνδρες των ΜΑΤ και στάθηκε εκεί, κρατώντας την τσάντα της.

«Τριακόσια σαράντα ευρώ σύνταξη» είπε στον αστυνομικό. Έδειξε προς τη Βουλή: «Κι εσύ φυλάς αυτούς; Ντροπή σου!»

Λίγο αργότερα, σε άλλο μπλόκο, λίγο πιο πάνω, ένας κύριος γύρω στα πενήντα, από τις φυσιογνωμίες που θα ταίριαζαν στο «παλιό» Κολωνάκι, εξηγούσε σε κάπως υψηλούς τόνους σε μια άλλη διμοιρία ΜΑΤ:

«Εγώ, ως ένας, έχω δικαίωμα να πάω όπου θέλω. Το Σύνταγμα μού το αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα. Λοιπόν, εγώ θέλω να πάω εκεί.» Έδειξε το απέναντι πεζοδρόμιο, της Βασιλίσσης Σοφίας, αυτό που ορίζει τη Βουλή. «Γιατί με εμποδίζετε; Χώρα μου δεν είναι; Γιατί μου απαγορεύετε να περπατήσω ελεύθερα στο έδαφός της; ΓΑΔΑ; Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Ποιος είναι αυτός ο Γαδάς; Δεν ξέρω κανέναν Γαδά. Εγώ θέλω να πάω απέναντι.»

Κανένας από τους δύο δεν ήταν αυτό που θα περίμεναν να δουν όσοι έχουν πείρα από πορείες και διαδηλώσεις. Πιο πολύ ανήκαν σε εκείνη τη νεφελώδη κατηγορία συνανθρώπων μας που όταν θέλουμε να την ορίσουμε, χρησιμοποιούμε ανακριβή επίθετα όπως «μέσος» ή «απλός».
 
Δεν ξέρω, φυσικά, τι σημαίνει «μέσοι», «απλοί» άνθρωποι. Είμαι βέβαιος, ωστόσο, για ακριβώς τούτο: είχαν αγανακτήσει με την αστυνομία που τους εμπόδιζε να κινηθούν, που τους θύμιζε πως οι εντολοδόχοι τους, οι εκπρόσωποί τους, έχουν ανάγκη προστασίας, μιας προστασίας που κοστίζει αμύθητα ποσά και απαιτεί χιλιάδες πάνοπλους άνδρες – και όχι από κάποιον μοναχικό τρελό που αποφάσισε ξαφνικά ότι μισεί κάποιον στην τηλεόραση αλλά από αυτούς τους ίδιους, τους πολίτες, τους ψηφοφόρους.

Λίγο αργότερα, τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ελεύθερα από την απεργία των δημοσιογράφων που ανεστάλη εκείνες τις ώρες περίπου, παρουσίαζαν μια μάλλον διαφορετική εικόνα: τα «άκρα» συγκρούονται, η Αθήνα καίγεται ξανά, βορά των «γνωστών-αγνώστων», που ανήκουν πλέον είτε στην άκρα Δεξιά είτε στην άκρα Αριστερά αλλά πάντως προκαλούν ταραχές, πρώτα μεταξύ τους κι ύστερα με την αστυνομία που δεν μπορεί, λογικά, να τους κοιτάζει άπραγη να σφάζονται και να καταστρέφουν. Το είπε και ο εκπρόσωπος Τύπου της αστυνομίας σε συμπαθή ραδιοφωνικό σταθμό: η ΕΛΑΣ προστάτευε τους ειρηνικούς διαδηλωτές από τα ακραία στοιχεία που για άλλη μια φορά είχαν παρεισφρήσει – μα τι ηλίθιοι αυτοί οι ειρηνικοί διαδηλωτές! – στις τάξεις τους.   

Δεν υπάρχει λόγος να αρνείται κανείς την ύπαρξη ακραίων – όσο ανοιχτός και δυσερμήνευτος κι αν είναι στην πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός. Ας πούμε, λόγου χάρη, πως υπάρχουν αυτοί που θεωρούν καλή ιδέα να ξεκινήσουν να κοπανάνε κάποια στιγμή ένα ΑΤΜ. (Μολοντούτο, κάθε φορά που κατεβαίνω σε διαδήλωση και περνώ έξω από το αστυνομικό τμήμα στη γωνία Ιπποκράτους και Καλλιδρομίου, θαυμάζω τους ευειδείς νέους με τα ατίθασα μαλλιά, τα σκουλαρίκια και τα μαύρα μπουφάν που πίνουν καφέ κάνοντας αστεία με τους ένστολους συναδέλφους τους…) Αλλά οι ακραίοι δεν είναι το θέμα. Μην συντηρούμε άλλο αυτή την πλάνη και μην αφήνουμε να μας εξαπατούν – οι ακραίοι δεν ήταν ποτέ το θέμα.

Το γεγονός είναι πως κάποιοι – είτε ασφαλίτες, γεγονός που έχει πλειστάκις προκύψει από καταγραφές και μαρτυρίες, είτε πράγματι «ακραίοι» (ας δεχτούμε, χάριν της συζήτησης, ότι και οι δύο ομάδες εκπροσωπούνται υγιώς) – ξεκίνησαν καυγά πρώτα μεταξύ τους, στο μπλόκο της οδού Κριεζώτου και μετά στη λεωφόρο Αμαλίας, και ύστερα με την αστυνομία, στην Αμαλίας, στην οδό Καραγιώργη Σερβίας και στην οδό Νίκης.

Κι ύστερα;

Ύστερα, άκουσα τη φωνή από το τηλέφωνο: «Είν’ εγκληματίες…» Σίγουρα δεν μπορώ να περιγράψω πώς είναι όταν ακούς κάποιον να υποφέρει έτσι. Φώναζα: «Είσαι καλά; Είσαι καλά;» Είχα πια αποκλειστεί, δεν μπορούσα να φτάσω εγκαίρως εκεί όπου ήταν η φωνή – δικού μου, αγαπημένου ανθρώπου – κι ας την άκουγα να πνίγεται, μια ασφυξία τρομερή, σαν να προσπαθούσε εκείνη την ώρα ένας εφιαλτικός βασανιστής με μια ράσπα να διορθώσει τον λάρυγγα της συνομιλήτριάς μου.

Η αστυνομία είχε επιτεθεί στην Πλατεία Συντάγματος. Οι συγκεντρωμένοι κάθονταν εκείνη την ώρα κάποιοι στο γρασίδι και τραγουδούσαν, άλλοι χόρευαν, όταν είδαν τα πρώτα δακρυγόνα να πέφτουν ανάμεσά τους. Ανάμεσά τους. Μέσα στο ειρηνικό πλήθος. Τα δακρυγόνα έμοιαζαν για ώρα να έρχονται από το πουθενά – ήταν τόσα πολλά – αλλά καθώς το δέρμα αρχίζει να καίει και δεν μπορεί κανείς πια να αναπνεύσει και πονάει, πολλοί από τους συγκεντρωμένους βρήκαν την απίστευτη δύναμη να καθίσουν εκεί, να μην φύγουν, να μην αφήσουν την Πλατεία.

Τους βομβάρδισαν κοντά δυο ώρες. Χωρίς λόγο. Χωρίς πρόκληση. Με μια ασύμμετρη, τερατώδη βία, με αέρια, με δηλητήρια, πάνοπλοι εναντίον άοπλων για άλλη μια φορά.

Κι αμέσως μετά έκαναν την εμφάνισή τους οι ομάδες ΔΙΑΣ. Τους είδα να κατεβαίνουν την οδό Σταδίου, όρθιοι πάνω στις μηχανές με τα γκλοπ υψωμένα, σαν να φαντασιώνονταν ότι έπαιζαν κάποιου είδους πόλο με τα κεφάλια των διαδηλωτών. Μπροστά μου μπήκαν στην οδό Χρήστου Λαδά και άρχισαν μανιασμένα να σπάνε ένα μαγαζί, σαν να αναζητούσαν κάποιον μανιακό δολοφόνο αλλά δεν ήταν κανένας εκεί, απλώς τα έσπασαν και ξαναέφυγαν με τις μοτοσυκλέτες τους. Φωνές από τη Σταδίου: «Γιατί μας χτυπάτε; Γιατί μας χτυπάτε;» Ξεκίνησα να τους ακολουθώ από μακριά, ήταν δύσκολο να τους φωτογραφίσω, δεν είμαι φωτογράφος, τελικά τα παράτησα και κοιτούσα. Έφερναν γύρω την Πλατεία Κλαυθμώνος και χτυπούσαν. Ο κόσμος απορούσε. Δεν είχε, φαίνεται, «ακραίους» εκεί.

Για να ξεκαθαρίζουμε, λοιπόν: οι «ακραίοι», είτε είναι ασφαλίτες είτε κρετίνοι με ιδεολογία, δεν είναι παρά πρόσχημα. Τα πολλά, τα συντριπτικά περισσότερα θύματα της βίας της ελληνικής αστυνομίας είναι οι άλλοι, αυτοί που τραγουδούσαν, που φώναζαν συνθήματα, που παίρνουν σύνταξη 340 ευρώ, που δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο κύριος Γαδάς.

Και το μόνο θετικό – αν μπορεί κανείς να επιστρατεύσει αυτή τη λέξη σε μια περίσταση τέτοιας αναίτιας βίας – είναι ότι εκείνοι οι άνθρωποι για τους οποίους επιστρατεύουμε τα ανακριβή επίθετα «μέσος» και «απλός», το συνειδητοποίησαν χθες αυτό το γεγονός σε όλη του την ειδεχθή έκταση. Σαν να το ήξεραν από πριν, άλλωστε: η ταραχή της ηλικιωμένης κυρίας και του μεσόκοπου κυρίου μπροστά στον απρόσωπο παραλογισμό των ΜΑΤ, μοιάζει να προμήνυε την ετυμηγορία του δρόμου: αφήστε μας πια με τους «ακραίους», ένοχη είναι η αστυνομία αλλά κυρίως οι πολιτικοί της εντολείς, αυτοί που πρόδηλα θέλησαν να ξεριζώσουν όσους διαμαρτύρονται από την Πλατεία Συντάγματος, τις ίδιες ώρες που ο Πρωθυπουργός μάς υπέβαλλε σε άλλον έναν εξευτελισμό.

Πώς ξέρουμε την ετυμηγορία; Ήταν κλεισμένη μέσα στη φωνή: «Είν’ εγκληματίες…» Μέσα στις κραυγές: «Γιατί μας χτυπάτε;»