Γνωρίζετε τον Han Van Meegeren ή τον Thomas Chatterton; Νομίζω η απάντηση των περισσοτέρων, συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος, είναι αρνητική. Στη βιογραφία αυτών των ελασσόνων καλλιτεχνών, κοινά διαπιστευτήρια μάς παραδίδονται ότι έζησαν ταραχώδεις βίους και έδρασαν ως διάσημοι καλλιτέχνες/πλαστογράφοι, ο Ολλανδός ζωγράφος πινάκων που κατόρθωσε να παραχαράξει πολλούς Βερμέερ και να ξεγελάσει τον Ναζί στρατηγό Γκαίρινγκ, ο Βρετανός ποιητής που έζησε μόλις 17 χρόνια, αλλά πρόλαβε στο μεταξύ να ‘’συγγράψει’’ ψευδο-μεσαιωνικά ποιήματα, υιοθετώντας την περσόνα κάποιου Τόμας Ρόουλυ, ενός φανταστικού καλόγερου του 15ου αιώνα. Το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας από τις υπέροχες εκδόσεις της Νεφέλης, Η Οδύσσεια του Πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, γραμμένο από τον Γερμανό δημοσιογράφο της Tagespiegel, Rüdiger Schaper, αποτελεί μιαν ευρηματική, εν πολλοίς βασιζόμενη σε αναδίφηση πηγών, άλλες φορές έντεχνα μυθιστορηματική, βιογραφία ενός συμπατριώτη μας ‘’ομότεχνου’’ των Van Meegeren και Chatterton, σε μιαν ενδελεχή μετάφραση της Νατάσας Σεχίδου.

 
Συγγραφέας: Rüdiger Schaper
Τίτλος: Η Οδύσσεια του πλαστο-
γράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη

Κατηγορία: Βιογραφίες-Απομνημο-
νεύματα-Μαρτυρίες

Μετάφραση: Νατάσα Σεχίδου
Εκδότης: Νεφέλη
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 259
Τιμή: 15,50€
Στο βιογραφικό του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη πολυπληθείς οι αμφισημίες. Γεννήθηκε μια χρονιά πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του ’21 στη Σύμη, κατ’ άλλους στην Ύδρα. Γιός επιφανούς μεγαλεμπόρου, βρέθηκε στα 16 του στο Άγιο ‘Ορος, εξαιτίας μιας υποκρυπτόμενης σεξουαλικής παρενόχλησης από τον θείο του Βενέδικτο και μιας απόπειρας δηλητηρίασης των γονιών του. Στον Άθω θα καταβροχθίσει βιβλιοθήκες απόκρυφες στους κοινούς θνητούς, θα αναδείξει το εξαίρετο ταλέντο του στην καλλιγραφία, την παλαιογραφία και την τεχνική αντιστροφής της κατασκευής παλίμψηστων χειρογράφων, επινοώντας μελάνες και κονδυλοφόρους, που θα ξεγελούσαν και επαγγελματίες φιλολόγους. Με εμμονή στη λεπτομέρεια κι έχοντας αποκτήσει μιαν πολύμορφη εγκυκλοπαιδική κατάρτιση, θα πλαστογραφήσει πλήθος νέων κειμένων πάνω σε αρχαίες περγαμηνές.
«Από τον Βενέδικτο θα μάθει πολλά, να χειρίζεται παλαιά χειρόγραφα, τις τεχνικές λεπτομέρειες της γραφής και του σχεδίου, κυρίως μαθαίνει το ψεύδος, την απαξία της κοσμικής ζωής. (…) Η εξορία, ωστόσο, τον φέρνει πολύ πιο κοντά στο πάθος του για τα βιβλία και τα σχέδια. (…) Από εκεί εξαπλώνεται και κατακλύζει τον κόσμο με πολύτιμα παλαιά χειρόγραφα. Την εποχή του Σιμωνίδη, οι άνθρωποι ερίζουν για τη γνησιότητα των χειρογράφων όπως για την ορθή πίστη, εμπιστευόμενοι πάντοτε την παλαιότητα αυτού που εμφανίζεται ως παλαιό».
 
Τη μαθητεία του νεαρού πλαστογράφου στην τέχνη της παραπλάνησης και της συνακόλουθης απαξίωσης των γνώσεων μεγαλόσχημων καθηγητών Φιλολογίας και Αρχαιολογίας ανά την Ευρώπη, θα διαδεχθούν …μεταπτυχιακές σπουδές στο Σινά, τη Βαβυλώνα, τη Δαμασκό, την Αλεξάνδρεια και την Κύπρο μεταξύ 1840 και 1848. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι κατέχει πτυχία φιλοσοφίας από τη Μόσχα και την Οδησσό –φευ, θυμίζοντας συγκαιρινούς μας- και πώς έλκει μακρινή καταγωγή από τον Αριστοτέλη. Κατέχοντας πλέον στιβαρό θεωρητικό υπόβαθρο, ο Σιμωνίδης αναμιγνύει γνήσια και πλαστά κείμενα του Αισχύλου, του Ομήρου, ακόμη και του Ζαρατούστρα, εφευρίσκει φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, δεν διστάζει ο αθεόφοβος να μεταφράσει από τα λατινικά την ‘’πρωτότυπη’’ γραφή του Ποιμένος του Ερμά. Παρουσιάζει την ‘’πραμάτειά’’ του στην Οξφόρδη, τη Λειψία, το Λονδίνο και το Παρίσι και ευρυμαθείς φιλόλογοι υποκύπτουν στην αληθοφάνεια των συγκεχυμένων λόγων και έργων του.
 
«Οι έννοιες “πρωτότυπο” και “αντίγραφο”, όπως τις καταλαβαίνουμε σήμερα, είναι σχετικά καινούργιες», λέει ο Σάπερ, «διαμορφώθηκαν την εποχή που έζησε ο Σιμωνίδης. Από την Αρχαιότητα ως τον 19ο αιώνα υπήρχε μια ελευθεριάζουσα ενασχόληση με τα αρχαία κείμενα και τις πηγές, τα ξανάγραφαν, τα συμπλήρωναν, τα μετέφραζαν ελεύθερα, υπήρχε τότε ακόμη ρευστότητα και φαντασία. Η έννοια του πρωτοτύπου με τη σημερινή έννοια διαμορφώνεται βαθμιαία τον 19ο αιώνα με τα πρώτα ψήγματα των πνευματικών δικαιωμάτων, τον συγγραφέα που εισπράττει αμοιβή, τους εκδοτικούς οίκους που ελέγχουν. Και σχετικοποιείται πάλι σήμερα, στην εποχή του Διαδικτύου και του copy and paste, όπου πάρα πολλοί χρήστες έχουν πια πρόσβαση στα ντοκουμέντα».
 
Ο ήρωάς μας προφυλακίζεται μάλιστα όταν αποκαλύπτεται η απάτη με ένα «παλίμψηστο 70 φύλλων του Ουρανίου με την ιστορία των αιγυπτίων βασιλέων», μα δεν τα παρατά. Στα 1859 κυκλοφορεί μια βιογραφία/ αγιογραφία του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, γραμμένη στα αγγλικά από κάποιον Τσαρλς Στιούαρτ. «Τσαρλς Στιούαρτ και Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, στα αγγλικά. Τα ίδια αρχικά: C.S. Το Biographical Memoir αποδεικνύεται αυτοβιογραφία». Δεν διστάζει να επισημάνει σφάλματα στον φανταστικό απολογητή του, που δημοσιεύονται στον… Guardian. Αμφίσημος στα πάντα, διαρκώς θέτωνερωτήματα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, που μοιάζει αδύναμη να παρακολουθήσει το μέγεθος της ευρηματικότητας και της παραγωγικότητας ενός νεόκοπου αναρχικού πνεύματος, ο Σιμωνίδης φαίνεται ότι πλαστογραφεί ακόμη και το θάνατό του. Εικάζεται πως πέθανε από λέπρα στην Αίγυπτο στα 1867. Μα οι Times του Λονδίνου δημοσιεύουν αναγγελία θανάτου του σε μια κωμόπολη της Αλβανίας στα 1890.
 
Αναρχικό πνεύμα ή μέγιστος απατεώνας του κοινού ποινικού δικαίου, ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, μέσα από μιαν ανεξάντλητη παραγωγή υβριδικών κειμένων, που για τα δεδομένα της εποχής, ισορροπούν επικίνδυνα μεταξύ αυθεντικού και κίβδηλου, έφθασε να αντιπαρατεθεί με έναν Ραγκαβή, έναν Τίσεντορφ και δι’ αυτού με έναν Αλεξάντερ Φον Χούμπολτ. Ακόμη και στις μέρες μας πυροδοτεί πληθώρα αντικρουόμενων επιστημονικών δημοσιευμάτων, αφού ο Ιταλός κλασσικιστής και ιστορικός Λουτσιάνο Κάνφορα έχει θέσει σκοπό της ζωής του να αποδείξει στην αρχαιολογική κοινότητα πως ο πάπυρος του Αρτεμίδωρου του Εφέσιου είναι ένα ακόμη …κλεψίτυπο του βιογραφούμενου από τον Rüdiger Schaper, Σιμωνίδη.
 
Έργο ζωής του τελευταίου, η «Συμαΐς, Ιστορία της Απολλωνιάδος Σχολής», προσφορά και φόρος τιμής στη γενέθλια γη, ένα κείμενο που παραπέμπει σε κάποιον Χιώτη μοναχό του 13ου αιώνα και αναδεικνύει την εφευρετικότητα μιας άγνωστης ομάδας Ελλήνων φιλοσόφων, μαθηματικών και μηχανικών της ύστερης αρχαιότητας. Έλληνες οι εφευρέτες του χαρτιού, της τυπογραφίας, του τηλεσκοπίου, ακόμη και των ταχύπλοων σκαφών, κατά τον Σιμωνίδη. Εξ’ αντικειμένου λοιπόν, ο διαβόητος απατεών(;) εφευρίσκει εκ νέου την Ιστορία, μια μυθολογία ενδεχομένως που αντικρούει την καθεστηκυία δομή του Δυτικού κόσμου.
 
Είτε ως πρόδρομος του cyberpunk ή του κινήματος του Dada, είτε ως καταστασιακός (situationiste) αναρχικός στην υπηρεσία ενός σκοπού, που περιέγραψε ο Γκυ Ντεμπόρ ως κάτι «καλύτερο από την ποίηση ή την τέχνη», ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης εισήγαγε το μικρόβιο του επαμφοτερισμού και της αμφιβολίας στην κανονικότητα του ακαδημαϊκού και κοινωνικού κατεστημένου ενός εξόχως κλασσικίζοντος, ‘’βικτωριανού’’ 19ου αιώνα. Διατύπωσε μια αιρετική νεωτερικότητα, με όρους απόκλισης αντί σύγκλισης, στη σχέση του καλλιτέχνη με τη φαντασία και την ανατροπή, στη διεκδίκηση του περιθωριακού έναντι της τάξης και του παραδεδεγμένου συστήματος.
 
Σε ένα παράλληλο επίπεδο, ο βιογραφούμενος εν είδει ρεπορτάζ από έναν Γερμανό σχολαστικό χειριστή του λόγου, συνέβαλε καθοριστικά στην ‘’επαναδιαπραγμάτευση του ελληνικού’’ με το οικουμενικό σε μία υπαρξιακά οριακή στιγμή του Ελληνισμού. Εκεί όπου το διαλυτικό παρόν έτεινε να καταβροχθίσει την γεννήτορα του Δυτικού πολιτισμού αρχαιότητα, ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης ανέσκαψε πρωτογενώς συλλημένους από την ιμπεριαλιστική ακαδημαϊκή Εσπερία τάφους, για να ανασυστήσει την παραγωγή του ιστορικού χρόνου από ένα Έθνος, που αναγεννάτο από τις στάχτες του.
 
«Ο Σιμωνίδης», μας λέγει ο Σάπερ, «υπηρετούσε την υπόθεση της αναγέννησης ενός έθνους με μεγάλο παρελθόν και δύσκολο παρόν. Στην ουσία οι Ελληνες έπρεπε να εφεύρουν από την αρχή τον εαυτό τους και το έκαναν μέσω του αρχαίου πολιτισμού και των κειμένων, αλλά και με τη βοήθεια των Αγγλων και των Γερμανών. Ο Σιμωνίδης πήρε μέρος σαν καλλιτέχνης σ΄ αυτή την εκ νέου ανακάλυψη. Μην ξεχνάμε ότι και οι Γερμανοί είναι ένα όψιμο έθνος που ανακάλυψε τον εαυτό του από την αρχή και καθόρισε το στίγμα του μέσα από μια σειρά αρχαίων γερμανικών μύθων».
 
Ορίζοντας τη σχετικότητα της απάτης ως βιωμένο κανόνα από την πρώτη ίσαμε την τελευταία έκφανση της διαδρομής του, η Οδύσσεια του Πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη μπορεί να ορισθεί ως ένα γοητευτικό ταξιδιωτικό κολλάζ και συνάμα μια εξ αντανακλάσεως πραγματεία πάνω στην τέχνη της μυθοπλασίας, που σφύζει ψυχογραφικών παρεκβάσεων εκ μέρους του συγγραφέα, με τον Σάπερ να προσεγγίζει τον φασματικό ρακένδυτο ‘’τυμβωρύχο’’ από τη μικροσκοπική συμιακή εσχατιά, με σεβασμό και χιούμορ.
 
Πίσω στα 1973, ο διάσημος ερευνητής της λογοτεχνικής πλαστογραφίας Τζον Γουάιτχεντ σημείωνε για την αινιγματική αν μη τι άλλο προσωπικότητα του Σιμωνίδη: «Του συνέβη αυτό που συμβαίνει στους περισσότερους πλαστογράφους. Τα πρωτότυπα έργα του απορρίφθηκαν, παρόλο που θα του είχαν εξασφαλίσει επάξια μια θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας». Η ουσία της προβληματικής του Rüdiger Schaper έγκειται στη θεώρηση πως είτε για τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους, είτε για την επίδειξη υψηλού πνεύματος και δεξιοτεχνίας από τη μεριά του πλαστογράφου, είτε ακόμη για την απόκτηση φήμης από τον ερευνητή που ‘’ανακαλύπτει’’ ένα κείμενο ή ένα έργο τέχνης και υποσκάπτει την αυθεντία των πνευματικών ταγών ως φορέων εξουσίας, η διακεκριμένη απάτη που τόσο πιστά υπηρέτησε ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης έδωσε σάρκα και οστά σε μια ρητορική, που προβάλλει καλλιτεχνικά αιτήματα έναντι της πολιτικής νομιμοποίησης ή της πολιτισμικής ανωτερότητας.

Γιώργος Στυλιανού