
Ακολουθώντας τη ροή και εντασσόμενος στη χορεία συγγραφέων, όπως η Αρουντάτι Ρόυ, ο Σάλμαν Ράσντι και η Κίραν Ντεσάι, ο (και ποιητής και μουσικός) Τζιτ Θαχίλ με το εναρκτήριο πεζό κείμενο του, Ναρκόπολις, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση της εξαίρετης συγγραφέως μας, της Αργυρώς Μαντόγλου, μας παραδίδει ένα εμπνευσμένο μυθιστόρημα, κατ’ άλλους ένα γραπτό που από μόνο του συγκροτεί αταξινόμητο κειμενικό είδος.
Διατρέχοντας τρείς δεκαετίες, η Ναρκόπολις δεν είναι άλλη από την επονομαζόμενη και alpha world πόλη –κόμβο για την ινδική οικονομία- Βομβάη, όπως επιμένει να θυμάται ο συγγραφέας , τη Μουμπάι για τη σύγχρονη ινδική πραγματικότητα των 20 εκατομμυρίων στοιβαγμένων σε παραγκουπόλεις ανθρώπων ενός (ή μάλλον δύο, αυτού των Ινδουιστών και αυτού των Μουσουλμάνων) κατώτερων Θεών. Με τη δυική πραγματικότητα να προεξάρχει, σε μια κοινότητα που θριαμβεύει σε ρυθμούς ανάπτυξης και βουλιάζει στον τριτοκοσμικό δυτικής επίφασης βούρκο της διαφθοράς, της εκμηδενισμένης αξίας της ανθρώπινης ζωής, των ναρκωτικών, παλιότερα του οπίου, στις μέρες μας της ηρωίνης, της πορνείας, των κοινοτικών αναταραχών, του εγκλήματος και της απίστευτης βρωμιάς, που κυριεύει κάθε τροπικό εκατοστό της Μουμπάι των 7 νησιών, με θέα στην Αραβική θάλασσα.
Τίτλος: Ναρκόπολις
Κατηγορία: Μυθιστόρημα
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Έτος Κυκλοφορίας: 2013
Σελίδες: 356
Τιμή: 14,50€
Την ιστορία μας αφηγείται ο εξόριστος από τις ΗΠΑ για κατοχή ναρκωτικών Ντομ Ούλις, που φτάνει στη Βομβάη του 1970 και αναζητά τον προσφιλή του κόσμο των παραισθήσεων στο φημισμένο τεκέ για χρήστες οπίου του Ρασίντ. Εκεί συναντά την Ντιμπλ, μιαν όμορφη και μυστηριώδη παρενδυσιακή πόρνη, μάστορα της τέχνης του καπνού, που προετοιμάζει τις διαβόητες πίπες του γαλάζιου αιθέρα για τους νεοφερμένους από τα πέρατα της υδρογείου πελάτες. Το βαθιά καταπιεσμένο οδυνηρό παρελθόν της Ντιμπλ επαναφέρεται μέσα από μνήμες παιδικής εγκατάλειψης από τη χήρα μητέρα, τη βίαια μεταμόρφωση σε ευνούχο και την προδοσία του Λι, ενός καταθλιπτικού Κινέζου παλαιού στρατηγού, που απέδρασε μ’ ένα κλεμμένο τζιπ από την τρομοκρατία της μαοϊκής επανάστασης για να βουτήξει στην κόλαση μιας σιχαμερά βρωμερής και χαοτικής νέας πραγματικότητας. Ο δυστυχής Λι αναζητά λίγη παρηγοριά στον άφατο πόνο καπνίζοντας τις περίτεχνες πίπες, που φέρει ως κληρονομιά του δικού του πατέρα και καταλείπει με το θάνατό του στην προστατευόμενή του εθισμένη ερμαφρόδιτη Ντιμπλ.
«…Εκείνη τη νύχτα αρρώστησε, έκανε εμετό γρήγορα και συνεχόμενα, τόσο γρήγορα, που ήταν σχεδόν ευχάριστο. Είδε πολλά όνειρα, όνειρα ξεχωριστά που έμοιαζαν να τη διαπερνούν ταυτοχρόνως, ή μήπως ήταν ένα και μοναδικό όνειρο που απλωνόταν σε όλες τις κατευθύνσεις για το μεγαλύτερο διάστημα της νύχτας; Ονειρεύτηκε ένα σπίτι στο οποίο δεν κατοίκησε ποτέ και μια οικογένεια που δε γνώρισε. Η γειτονιά ήταν άγνωστη, αλλά ήξερε πως ήταν κάπου στη Βομβάη, ίσως στο Μαλαμπάρ Χιλ, ή στο Μπριτς Κάντι, ή στο Μαρίν Ντράιβ, ή στην Καφ Παρέιντ, κάποια γειτονιά με πλούσιους κατοίκους, καθώς όλοι στα όνειρά της ήταν πλούσιοι…»
Για τον Ρασίντ και τη φιλοξενούμενη στο υπερώο του οπιοποτείου Ντιμπλ, οι κατακλυσμιαίες αλλαγές έρχονται με την εισαγωγή της θηριωδώς θανατερής ηρωίνης σε μια νέα τάξη πραγμάτων για τον κόσμο των ουσιών της Βομβάης. Η πολλαπλά εθιστική και καταδικαστική καινοφανής έξη κερδίζει όλο και περισσότερους υποστηρικτές. Καθώς η πόλη βυθίζεται στο ανείπωτο χάος εθνοτικών συγκρούσεων μεταξύ Ινδουιστών και Μουσουλμάνων, στη δεκαετία του ’90, οι παρίες του τεκέ του Ρασίντ, βαθιά χωμένοι στο δηλητήριο της ρυπαρής σύριγγας, βιώνουν τη δική τους ελεύθερη πτώση, σε μιαν επική τραγωδία την οποία καταγράφει ο άλλοτε εθισμένος Θαχίλ με εξαιρετική ευγένεια, ειλικρινές πάθος αλλά και συναισθηματική ταύτιση με τους φτωχοδιάβολους- αντιήρωες των λημεριών της πρέζας.
Πρώτιστη μέριμνα του Τζιτ Θαχίλ αποτελεί η χειρουργικής ακρίβειας αποκάλυψη των πολυπλοκοτήτων, των αντιθέσεων και της βαθιάς υποκρισίας της σύγχρονης ζωής αυτού του γίγαντα με τα πήλινα πόδια, που λέγεται Ινδία: ο καλός Μουσουλμάνος που πουλάει την ηρωίνη, ενώ ταυτόχρονα διαμαρτύρεται για την έκλυση των ηθών, ειδικά με την… επαπειλούμενη χειραφέτηση των γυναικών, η ζητιάνα που έχει το κακόφημο σοκάκι ως σπίτι, την ώρα που διαβιεί μες τον πλούτο, ο καθημαγμένος Ινδουιστής που προσεύχεται στο ναό για να γλυτώσει από το μανιασμένο όχλο, δεν θα ξεφύγει όμως από τη μοίρα του.
Η Ναρκόπολις εισάγει τον αναγνώστη στη μυθοπλασία με μια καταιγίδα οκτώ συναπτών σελίδων χωρίς τελεία, έναν παραληρηματικό αλλά κοφτερό λόγο, που εκφέρεται ως ένα μακροσκελές (επικό) ποίημα, γιατί ένα βιβλίο για τη ναρκωτική εμπειρία –μας εξηγεί ο συγγραφέας- πρέπει να έχει προτάσεις στερούμενες τελικής έκβασης και να εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο. «…Η Βομβάη, που έσβησε την ιστορία της αλλάζοντας το όνομά της και τροποποιώντας χειρουργικά το πρόσωπό της, είναι ο ήρωας ή η ηρωίδα αυτής της ιστορίας…». Πρωταγωνιστικός χαρακτήρας αναδεικνύεται η Βομβάη, μια πόλη ανελέητη, λερή και εξαχρειωμένη, αυτή μας αφηγείται τις ατέλειωτες ιστορίες των εθισμένων, των εθισμένων στην πείνα, των εθισμένων στις αγριότητες, των εθισμένων στη φτώχεια, των εθισμένων στην υποταγή στην εξουσία και των απλών εθισμένων, που είναι υποχείρια όχι των ουσιών, αλλά της λησμονιάς και της εγκατάλειψης, γι’ αυτό και αναζητούν λίγη τρυφερότητα σε τεχνητούς παραδείσους. Ο εθισμένος, υποστηρίζει ο Θαχίλ, μοιάζει μ’ έναν άγιο, που αποφεύγει εθελοντικά τη συνάφεια και τη βοή του πλήθους. Θα λέγαμε στη θέση του ένας ποιητής.
Τούτος ο ποιητής, το ηθικό και συναισθηματικό κέντρο του μυθιστορήματος, δεν είναι άλλος από την Ντιμπλ. Μήτε άνδρας, μήτε γυναίκα, παρά τις τραγικές εμπειρίες της, με ένα φύλο που δεν είναι / είναι ένα από τα δύο/ είναι και άνδρας και γυναίκα, προσιδιάζει στην αμφι/πολυσημία/ έλλειψη συνεκτικού νοήματος της πόλης και του ίδιου του βιβλίου. Η Ντιμπλ και μόνον, απ’ όλες τις άπληστες και ενδεείς συναισθημάτων φιγούρες της Ναρκόπολης, έχει γλυκύτητα κι απαντοχή, είναι αξιαγάπητη. Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην ικανότητα να προλέγει και την αφέλεια, δείχνει καμωμένη να επικοινωνεί, είναι εθισμένη να λέγει ιστορίες, στοιχειωμένη από την ανάγκη να αποκτήσει Λόγο. Μαθαίνει νέες γλώσσες – αυτοδίδακτη στα αγγλικά, μαθαίνει να βρίζει στα καντονέζικα από τον κύριο Λι- παρά το γεγονός πως η γραμματοσύνη δεν πρόκειται να της προσδώσει φύλο και φαμίλια.
Η Ντιμπλ μετακινείται μεταξύ θρησκειών, φύλων, ρούχων, ονομάτων, ρόλων, ακόμη και στο χρόνο. Ονειρεύεται πως είναι πλούσια, νομίζει πως είναι ο Χριστός, γιατί είναι φτωχή σαν Εκείνον. Σαν τη Βομβάη, δεν έχει ένα καθορισμένο όνομα. Μετονομάσθηκε Ντιμπλ, από την πρωταγωνίστρια του μπολυγουντιανού Bobby και ξανά πήρε το όνομα Ζενάτ και νέα ταυτότητα από τον πρωταγωνιστή της ταινίας Hare Rama. Είναι κατά βάθος αποκομμένη και εξόριστη από τη φυλή κι αυτή είναι η ετυμολογία της λέξης χίτζρα για τον ευνούχο. Σε μια ανοιχτά ανδροκρατούμενη και μισογυνική κοινωνία, η Ντιμπλ αναπτύσσει την υποβόσκουσα αρρενωπότητα και τον έμφυλο Λόγο ως έσχατη άμυνα απέναντι στις εξόφθαλμες ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, γιατί -όπως μας λέει ο συγγραφέας- το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορικό βιβλίο κι ως τέτοιο μπορεί να περηφανεύεται πως παραχωρεί βήμα στους περιθωριοποιημένους. Η Ναρκόπολις μας διηγείται τις ιστορίες των ευτελισμένων, των συντεθλιμμένων σε κοινωνικά γρανάζια, αυτών που οι φωνές δεν ακούγονται ή ξεχάστηκαν στο περιθώριο της Ιστορίας, αλλά είναι άξιες σεβασμού και κατανόησης. Και η Ντιμπλ είναι η προσωποποίησή τους στο έπακρο.
Η Ναρκόπολις αναμιγνύει φαντασία και πραγματικότητα σε ένα στιβαρό μίγμα μαγικού ρεαλισμού, που πραγματεύεται τις σκοτεινές εκφάνσεις της μητρόπολης, όπως είναι η Βομβάη, τις σχετιζόμενες με τους μη προνομιούχους και τους μη ορατούς. Μας αφηγείται μια ιστορία για τις ευκαιρίες και τις επιλογές, αυτών που τις έχουν κι αυτών που τις στερούνται. Ο Τζιτ Θαχίλ ανατέμνει τη Νότια Ασία με τις συγκρούσεις ταυτότητας, τους θρησκευτικούς φανατισμούς, τη μάχη για την οικονομική ανάπτυξη, τις κοινωνικές εντάσεις, τον πόνο των απόβλητων, τους φρικιαστικούς υποκόσμους, τα τραύματα και τα φαντάσματα του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης και το άπιαστο όνειρο ενός πιο δίκαιου και ίσου κόσμου. Τα διαδραματιζόμενα στις παραγκουπόλεις του Τρίτου Κόσμου θα μπορούσαν να επανέρχονται αυτούσια σε κάθε άναρχα γιγαντωμένη μεγαλούπολη, όπου η φτώχεια, η αγραμματοσύνη και η βαθιά ριζωμένη οικονομική ανισότητα υπαγορεύουν τις προκαθορισμένου ατυχούς τέλους ζωές της μείζονος πλειοψηφίας, αυτής που βίωσε την ορφάνεια των παιδικών χρόνων, τη μικρο-εγκληματικότητα της εφηβείας, τη βία και το αλκοόλ, περισσότερα εγκλήματα κι αρρώστια στη συνήθως σύντομη ενηλικίωση.
Εντέλει η Ναρκόπολις, υπηρετώντας πιστά το σχέδιο της μίξης των πολιτισμών, του νεωτερικού με τον αρχαίο και της Ανατολής με τη Δύση, είναι ένα μυθιστόρημα της φυγής και της δραπέτευσης. Και παρά το γεγονός ότι δύσκολα θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια πρωτοποριακή μεταφορά της ναρκωτικής κατάχρησης, ο Θαχίλ αναπαριστά θαυμαστά τη μοίρα εκείνων, που προορίζονται να επιστρέφουν ατέρμονα στον κόσμο των ουσιών, της Ντίμπλ, της τρανσέξουαλ πόρνης, του Λι, του Κινέζου στρατιωτικού, γιού ενός αντικαθεστωτικού συγγραφέα και μιας ζηλωτού κομμουνίστριας, του Ρασίντ, του έμπορου ναρκωτικών με τις εμμονές στις παλιές συνήθειες, που αγωνίζονται να επιβιώσουν, ονειρεύονται, (συν)θλίβονται και πεθαίνουν, αδαείς κι ανίδεοι για τις καταιγιστικές κοινωνικές αλλαγές, που συντελούνται γύρω τους, όμως κατορθώνουν να συγκροτήσουν –έστω και έμπλεη παραισθήσεων και υπέρμετρα απατηλή- την αίσθηση της κοινότητας, σε μιαν ελεγεία για την ειλικρινή αγάπη και τη βαθιά φιλία, παίζοντας κορώνα- γράμματα την ίδια τους τη ζωή, πάντα γελαστοί και γελασμένοι στις προσωπικές τους τραγωδίες.
Γιώργος Στυλιανού