
Ο Πλάτωνας, επειδή απώλεσε την ομορφιά, επινόησε την ανάμνηση, λέει ο Γκαίτε. «Εγώ θα απολέσω την ανάμνηση, επειδή ανακάλυψα την ομορφιά». Ομορφιά και νεανικό σφρίγος. Γηρατειά κι ανάμνηση της ομορφιάς. Η άνευ ελπίδας μάχη του φθαρτού με το άφθαρτο, που αγγίζει κάθε έναν από εμάς και στο μυθιστόρημα του Μάρτιν Βάλζερ, Ο άντρας που ήξερε ν’ αγαπάει, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, δονεί τη γήινη ύπαρξη ενός αιώνιου δια της τέχνης, του Γερμανού ποιητή του Φάουστ και του Βέρθερου, του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε.
«Από τότε που άρχισα να διαβάζω βιβλία σας, λέει στην πρώτη συνάντησή τους η Ουλρίκε, με βασανίζει η σκέψη ότι ούτε μια στιγμή δεν ξέρω ποιος είστε. Διαρκώς τούτη η ασύστολη μεγαλαυχία. Θαυμάσια λόγια, σκέψεις, συναισθήματα, αλλά ποιος είναι αυτός που τα γράφει; Τούτος ο συγγραφέας ασκεί τόσο μεγάλη επίδραση στον αναγνώστη του, ώστε να γεννιέται στην ψυχή του μια ενοχλητική, μια χυδαία περιέργεια να τον γνωρίσει, όπως είναι ο ίδιος, όπως είναι πραγματικά. Να τον πλησιάσει σε τόσο κοντινή απόσταση που να μπορεί, αν το θελήσει, να τον αγγίξει. Ναι, επιθυμεί να τον αγγίξει. Αλλά ποιος είναι αυτός που γράφει;»
Τίτλος: Ο άντρας που ήξερε
ν` αγαπάει
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Μετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάλης
Εκδότης: Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 289
Τιμή: 15,50€
Ο συμπατριώτης του κορυφαίου διαχρονικά Γερμανού δραματουργού, 85χρονος σήμερα Μάρτιν Βάλζερ, μας ταξιδεύει δύο αιώνες πίσω στο ειδυλλιακό Μαρίενμπαντ του Μέλανα Δρυμού, για να μας αφηγηθεί τον κατακλυσμιαίο αλλά και σκανδαλώδη για την εποχή έρωτα του 74χρονου Γκαίτε για τη 19χρονη καλλονή Ούλρικε φον Λέβετσβω, που έγινε η αφορμή της συγγραφής της περίφημης Ελεγείας του Μαρίενμπαντ. Το ρομαντικό ποίημα, που απαθανατίζει την αποδομητική της ύπαρξης του γέροντα Γκαίτε θλίψη από τον χωρίς αντίκρισμα έρωτά του για την πνευματώδη παιδίσκη, είναι το μοναδικό γραπτό κείμενο μιας υπαρκτής, μονοσήμαντης κατά τα φαινόμενα σχέσης, αφού δεν σώζονται επιστολές για προφανείς, εκτιμώ, λόγους. «Αποφάσισα να τις γράψω εγώ», λέγει κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα ο συγγραφέας, σε συνέντευξή του στον Πέτρο Μάρκαρη, σχολιάζοντας παράλληλα πως η διαδικασία της συγγραφής δεν μειώνει τον πόνο, όπως υποστήριζε ο Γκαίτε, «αλλά μπορεί από αυτήν να βγει κάτι όμορφο, ο γραμμένος πόνος είναι πιο όμορφος».
Μεταφερόμαστε στο χρόνο στα 1823, όπου ο ευνοούμενος της αυτοκρατορικής αυλής ‘’ροκοκό’’ Γκαίτε- ένα προσωνύμιο που αποδίδεται στο γιό του Αύγουστο, βιώνει ένα δαιμονικό συναίσθημα αντικρίζοντας τα μάτια της έφηβης ακόμη Ούλρικε. «Τα μάτια σας είναι ο μέγας κυρίαρχος!», αναφωνεί. Την παρασύρει σε ατέλειωτους –κατακριτέους- περιπάτους στην εξοχή, απολαμβάνει τα υποβολιμαία σχόλια της πρωσικής αριστοκρατίας, εξαρτά την ψυχική του διάθεση από ένα γνέψιμο, μιαν αυτάρεσκη σύσπαση των χειλιών ή την προκλητική ενδυματολογική απογύμνωση των σφριγηλών νεανικών ώμων της 18χρονης Ούλρικε, φθάνει ακόμη και να της κάνει πρόταση γάμου, έστω και δι’ αντιπροσώπου.
Ο ποιητής που, για το αναγεννησιακό εύρος της πνευματικής του έρευνας, ονομάστηκε «Ρακίνας της Γερμανίας» και «επί γης αντιβασιλέας της ποίησης», όταν καταλαμβάνεται από το μικρόβιο του ‘’γεροντικού’’ έρωτα, ‘’κρέμεται’’ από τα χείλη του φαντασιακού ερωτικού υποκειμένου του, καθώς αποζητά την κριτική για το έργο του. Ζηλεύει τους νεότερους άνδρες που περιτριγυρίζουν την Ούλρικε, καμώνεται τον νεανία σε χορευτικούς μαραθωνίους, επιζητά να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής των συνδαιτυμόνων της Αυλής, ακόμη –ακόμη απομονώνεται για να εξετάσει το γυμνό κορμί του αυτάρεσκα στον καθρέφτη. Ο γέρων- νάρκισσος ομολογεί στο τέλος πως η Λότε, η αγαπημένη του Βέρθερου στο γνωστό του μυθιστόρημα, «δεν υπήρξε, εκείνος ήταν η Λότε, όπως εκείνος ήταν και ο Βέρθερος, ήταν μια ιστορία αγάπης με τον ίδιο του τον εαυτό».
Τότε μόνο λυτρώνεται, όταν τεκμηριώνει απελευθερωτικά πως ένας τόσο αταίριαστος έρωτας δεν μπορεί να αποκτήσει και να διατηρήσει την ίδια του την υπόσταση. Μα τι ανόητος που είναι! Στα έργα του έχει καταγράψει αυτήν τη διαλυτική μα ανέσπερη αλήθεια ο ίδιος. Ο έρωτας προϋποθέτει τα νιάτα. «Σήμερα φαίνεσθε όμορφος», αντιτείνει η 18χρονη. Προφανώς ο 74χρονος ποιητής ‘’μοιάζει’’, αλλά δεν ‘’είναι’’ πλέον ερωτεύσιμος. Ο Μάρτιν Βάλζερ συνθέτει μιαν ελεγεία για την άσκηση στην απελπισία, που είναι ο εκφυλισμός της σωματικής ρώμης και η ματαιοδοξία –και συνάμα η σκληρότητα- ερώτων καταδικασμένων να αποτύχουν, αφού εξαιτίας της ασχήμιας του γήρατος «δεν σου επιτρέπεται να αγαπάς» ή, μάλλον, σου επιτρέπεται να αγαπάς, αλλά να ξέρεις ότι «δεν πρόκειται ποτέ πια ν’ αγαπηθείς». Ευδιάκριτες οι διακειμενικές συγγένειες με το Θάνατο στη Βενετία του Thomas Mann και λυτρωτικά τα λόγια του χαρακτήρα στην Ελεγεία του Έρωτα του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, που αναφωνεί: ‘’Είναι περίεργο, πράγματι, πως τα πράγματα αποκτούν νόημα, όταν η ιστορία φθάνει στο τέλος της’’, για να υπερθεματίσει: ‘’Σημασία έχει ν’ αγαπάς και να θυμάσαι’’.
O συγγραφέας αναζητά απαντήσεις σ’ ερωτήματα, που υποβάλλει η φθαρτή Ύλη στην αθανασία του Πνεύματος. Ο ίδιος ο Βάλζερ πιθανότατα ταυτίζεται με τον κολοσσιαίο Γερμανό δραματουργό και συνθέτει την προσωπική του, αλλά και τόσο πανανθρώπινη ελεγεία για το σωματικό –και συνάμα πνευματικό, άρα ολοκληρωτικό- έρωτα, που δύναται να μας υπόσχεται την αιωνιότητα της νιότης ενός Φάουστ. «Ο έρωτας μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Μην αποζητάτε απαραίτητα έναν σκοπό ή ένα νόημα σε αυτόν. Πολύ συχνά πρόκειται για ένα αμιγές, αμόλυντο συναίσθημα. Δεν πρόκειται για συνειδητή επιλογή. Ασχέτως αν η ηχώ του εγωισμού αντηχεί συχνά μέσα στον λαβύρινθο της επιθυμίας να αγαπηθείς. Ούτε, βέβαια, βοηθάει να γνωρίζεις ότι αν ενδώσεις στο συναίσθημα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να βρεθείς χαμένος. Ο έρωτας σε κάνει απρόσεκτο, διαλύει τις επιφυλάξεις σου. Και δεν υπάρχει όριο στις φορές που μπορεί να αγαπήσει κανείς. Είναι σίγουρα πολύ περισσότερες από όσες νομίζεις όταν τον πρωτοσυναντάς στη ζωή. Τότε που πιστεύεις στην αιώνια αγάπη και ορκίζεσαι με θέρμη σε αυτήν».
Το πυκνό κείμενο του μυθιστορήματος μετέρχεται διακριτά είδη γραφής, όπως η αφήγηση, οι έμμεσοι διάλογοι, η αλληλογραφία, ακόμη και η ποιητική απαγγελία. Το τρίτο και καταληκτικό μέρος του βιβλίου καθίσταται πιο εσωτερικό, μονωμένο, εκεί ο συγγραφέας καταθέτει το ψυχολογικό αποτύπωμα των ηρώων και αταίριαστων δυνητικών εραστών. Μέσα από την τέχνη του αφηγηματικού κολλάζ, χρησιμοποιώντας πολλές φορές γκρο πλαν κινηματογραφικά ή συνθέτοντας πινελιές σε πίνακες ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, με λόγο άλλοτε παραληρηματικό, άλλοτε στιβαρό και δωρικό, ο Μάρτιν Βάλζερ διαχειρίζεται τις μύχιες εναλλαγές της αντάρας και της γαλήνης της ανθρώπινης ψυχής, αναλλοίωτες απέναντι στον παντοδύναμο έρωτα, είτε πρόκειται για την ανεπαρκώς βιογραφούμενη 18χρονη καλλονή, είτε αφορά στον πρωτεϊκής καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας Γκαίτε. Υπεύθυνος για την έξοχη απόδοση μιας δύσκολης για τους παραπάνω λόγους μετάφρασης, ο Ηλίας Τσιριγκάκης ιχνηλατεί τον συγγραφέα στη μικροσκοπική καταβύθιση στην προσωπικότητα ενός άκρως χειροπιαστού πνευματικού γίγαντα.
Ο Μάρτιν Βάλζερ είναι ένας ειλικρινής θαυμαστής του πολιτισμού, που κληρονόμησε η ανθρωπότητα από τούτη εδώ τη γωνιά της γής. «Ο ποιητής που θαύμαζα περισσότερο όταν ήμουν νέος ήταν ο Χέλντερλιν. Με τον Φρίντριχ Χέλντερλιν η γερμανική λογοτεχνία έφτασε στη μέγιστη ακμή της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τον Χέλντερλιν η γερμανική γλώσσα βρήκε τον ρυθμό της, έμαθε πώς να χορεύει. Εμαθε όμως ό,τι γνώριζε από τους Ελληνες, καθώς είχε υιοθετήσει τα αρχαιοελληνικά στιχουργικά μέτρα του Αλκαίου και του Ασκληπιάδη. Το ίδιο ισχύει για την επική λογοτεχνία, αλλά και για τη δραματική τέχνη. Ακόμη και σήμερα, ο Ομηρος είναι το ιδανικό πρότυπο για κάθε αφηγητή όσον αφορά τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αναδείξει την ομορφιά μέσα από τη λεκτική ακρίβεια. Και χωρίς τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, το θέατρό μας δεν θα υπήρχε σήμερα». Το μυθιστόρημά του Ο άντρας που ήξερε ν’ αγαπάει συνιστά φόρο τιμής στη μεγαλοσύνη του πνεύματος, που διαδόθηκε στα πέρατα της υφηλίου και διά των αποδελτιωμένων στα λόγια του συγγραφέα Ελλήνων δασκάλων.
Γιώργος Στυλιανού