Ο τίτλος αμφίσημος και όντως παραπλανητικός. Η χημεία των δακρύων δεν αποτελεί σαφώς νέο κλάδο της –αγαπημένης μου, τολμώ να πω- θετικής επιστήμης. Στο βιβλίο αυτό που βρίθει πληροφοριών για την ωρολογοποιία, τη μηχανολογία, που υπεισέρχεται ακόμη και στο μυστικισμό και τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής υπάρχουν μόνον ψήγματα χημείας. Υπάρχει ίσως μια ανάγνωση του εισαγωγικού όρου, που μπορούμε να αναζητήσουμε στη ‘’χημεία’’ των πρωταγωνιστών, της Κάθριν και του Χένρι, αλλά αυτοί απέχουν ηλικιακά περί τα …150 χρόνια. Όπως συνέβη και στον περίφημο Παπαγάλο και τον Ολιβιέ στην Αμερική, ο βραβευμένος με δύο Booker Πήτερ Κάρεϊ διατρέχει δύο αιώνες στη δική του Χημεία των Δακρύων, που κυκλοφορεί από τις δυναμικές εκδόσεις Ψυχογιός, σε απολαυστική μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου.
Τίτλος: Η χημεία των δακρύων
Κατηγορία: Μυθιστόρημα
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδότης: Ψυχογιός
Έτος έκδοσης: 2013
Σελίδες: 297
Τιμή: 16,60€
Στα 1738 παραπέμπει ο μύθος μας. Ο Γάλλος εφευρέτης Ζακ Βοκανσόν δημιουργεί μια πάπια- ‘’αυτόματον’’ – λατινικός όρος για πρωτόλειο ρομπότ- που μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς και καλοκουρδισμένα γρανάζια, έχει τη δυνατότητα φυσικής αναπαράστασης κίνησης και μάλιστα, το αξιοθαύμαστο είναι ότι η Νήσσα του Βοκανσόν μοιάζει ικανή να τρώει και να αφοδεύει. Στο Παρίσι προκαλείται αίσθηση και πλήθη κόσμου συρρέουν για να θαυμάσουν το επίτευγμα της μηχανολογίας. Το μηχανικό πουλί εξαφανίζεται κάποια στιγμή στον 19ο αιώνα και μέχρι σήμερα κανείς δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τη λειτουργία του πρωτότυπου.
Το ‘’αυτόματον’’ στην ιστορία μας –αν και λιγότερο διάσημο- είναι ένας Ασημένιος Κύκνος, που μπορούμε να θαυμάσουμε να εκτίθεται στο Μουσείο Bowes στη Βόρεια Αγγλία. Για την οικονομία της αφήγησης, το αντίγραφο της Νήσσας του Βοκανσόν φθάνει στα 2010, αποσυναρμολογημένο στο φανταστικό Λονδρέζικο Νομισματικό Μουσείο του Σουίνμπερν. Ο επικεφαλής έφορος Ωρολογοποιίας Έρικ Κροφτ αποφασίζει να αναθέσει την ανασύνθεση του πολυσυζητημένου εκθέματος στη 40χρονη -γερμανικής καταγωγής- συντηρήτρια Κάθριν Γκέρινγκ, για να απαλύνει δια της εργασιοθεραπείας το πένθος από το χαμό του επί 13 έτη κρυφού εραστή και συνεργάτη της στο Μουσείο Μάθιου Τίνταλ, που έχει προδοθεί από την καρδιά του,μια μόλις ημέρα μετά την περιβαλλοντική καταστροφή από διαρροή πετρελαίου σε εξέδρα άντλησης της BP στον Κόλπο του Μεξικό.
Η Κάθριν βιώνει την κατάθλιψη με γιατρικό μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και ηρεμιστικών, μέχρις ότου ανακαλύπτει μέσα στις κούτες τσαγιού, που περιέχουν τα σπαράγματα της μηχανικής πάπιας τα ημερολόγια του κατά ενάμιση αιώνα προγενέστερου αυθεντικού ιδιοκτήτη, Χένρι Μπράντλινγκ, ενός ομοιοπαθούς επιχειρηματία των σιδηροδρόμων, που θρηνεί ήδη το χαμό της κόρης του, Άλις από φυματίωση. Ο Χένρι αποπειράται ένα παράτολμο εγχείρημα – την κατασκευή του ‘’αυτόματου’’- ελπίζοντας μέσα από την προσφορά του ως δώρου στη ‘’μαγνητική κινητοποίηση’’ και την αποκατάσταση της υγείας του επίσης ασθενή γιού του Πέρσι.
Η μεσήλικας συντηρήτρια ‘’υποκλέπτει’’ τα τετράδια και από την ανάγνωσή τους οδηγούμαστε, μέσω εναλλασσόμενων αφηγήσεων, στο μαγικό ταξίδι του Μπράντλινγκ στην κοιτίδα των διαπρεπών κατασκευαστών των ρολογιών κούκων, το Φουρτβάνγκεν, ένα γερμανικό χωριουδάκι κοντά στην Καρλσρούη. Το έργο ανατίθεται από το δυστυχή πατέρα σε ένα μισότρελο’’ τραμπούκο’’, τον θηριώδη Χάινριχ Σάμπερ, ο οποίος διατείνεται ότι έχει συμμετάσχει σε μεγαλειώδη επιστημονικά επιτεύγματα πίσω στη Γηραιά Αλβιόνα και αποφασίζει να κατασκευάσει ένα ‘’αυτόματον’’ πολύ ανώτερο της παραγγελίας. Μέσα από αφήγηση μέσα στην αφήγηση του σαλού Σάμπερ-ένα παραμύθι αντίστοιχο των αδελφών Γκριμ- πληροφορούμαστε ότι μέντοράς του υπήρξε κάποιος σερ Άλμπερτ Κρούκσανκ, αλλά τα στοιχεία συγκλίνουν πως πρόκειται για τον Τσαρλς Μπάμπατζ, που θεωρείται ο «γενάρχης» των σύγχρονων υπολογιστών. Συμμέτοχος στο παραισθητικό ταξίδι του Χένρι Μπράντλινγκ στα αλαφροΐσκιωτα δάση του Μέλανα Δρυμού, ο μικρός Καρλ, ένα παιδί-θαύμα, που δεν είναι άλλος από τον Καρλ Μπεντζ, κατοπινό εφευρέτη του αυτοκινήτου με κινητήρα εσωτερικής καύσεως.
Συνεργάτης της Κάθριν Γκέρινγκ ορίζεται μια νεαρή φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, η Αμάντα Σνάιντ, που συνδυάζει τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, παρακολουθώντας μετά μανίας τηλεοπτικά πλάνα από την αγωνιώδη προσπάθεια περιστολής του οικολογικού ολέθρου στον Κόλπο του Μεξικό σε ζωντανό χρόνο και τη μελέτη θεωριών του αποκρυφισμού, που την ταξιδεύουν νοερά στον αιώνα του Μπράντλινγκ, του Σάμπερ και των υπέροχων οραματιστών- μάγων. Ή μήπως παραμυθάδων;
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο CBC News, ο Αυστραλός συγγραφέας που έχει επιλέξει εδώ και μια εικοσαετία να μετοικήσει στο Μεγάλο Μήλο, εξηγεί την εμμονική ενασχόλησή του με ιστορίες του 19ου αιώνα και της βιομηχανικής επανάστασης: «Η ηδονή της συγγραφής του μυθιστορήματος έγκειται στη σύνθεση στο μυαλό ιδεών που δεν κατοικούσαν πρότερα εκεί, πραγμάτων που ανακαλύπτεις πως πριν εγκατασταθούν εκεί ξεπερνούσαν εσένα και τις εμπειρίες σου. Αν με ρωτάτε γιατί μ’ ενδιαφέρει ο 19ος αιώνας, είναι γιατί ζούμε σ’ αυτόν. Ζούμε με τις συνέπειες αυτού. Διαπληκτιζόμαστε με τους καπιταλιστές του 19ου αιώνα, υποστηρίζουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι συμφέρουσα. Την ίδια στιγμή η υλική ευημερία μας σκοτώνει. Την ίδια στιγμή, γνωρίζουμε ότι ζούμε σε βάρος των πλουτοπαραγωγικών πηγών ενός και μισού πλανήτη. Το σύστημα είναι προορισμένο να καταρρεύσει με την καταστροφή που του επιδαψιλεύει ο άνθρωπος. Συνεπώς και στις δύο περιπτώσεις συνεχίζουμε να ζούμε τον 19ο αιώνα της ανθρωπότητας, με τον παρανοϊκό τεχνολογικό οπτιμισμό του. Έχουμε την ιδέα ότι γινόμαστε πλουσιότεροι κατασκευάζοντας τεχνολογικές επινοήσεις, τις οποίες στη συνέχεια απλά πετάμε στα σκουπίδια».
Υπάρχουν όπως προείπαμε βίοι παράλληλοι στη Χημεία των Δακρύων, που συγκλίνουν προοδευτικά, καθώς οι ασύμβατες αφηγήσεις διαπλέκονται ως μοίρα κοινή περί τα ανθρώπινα. Η Κάθριν του 21ου και ο Χένρι του 19ου αιώνα είναι και οι δύο αντικομφορμιστές, οραματιστές και συνάμα πραγματιστές. Έχουν χάσει ήδη έναν αγαπημένο τους, ο Χένρι ξορκίζει με το παραισθητικό ταξίδι στη Βαυαρία τον επικείμενο χαμό του γιού του. Βρίσκουν το μέτρο του κατευνασμού του πάθους τους στην (ανα)δημιουργία του θαυμαστού ‘’αυτόματου’’ πουλιού του Βοκανσόν. Η Αμάντα και οι Γερμανοί που φιλοξενούν τον Χένρι, ενόσω αυτός περιμένει την κατασκευή της ‘’νήσσας’’ μοιράζονται την ίδια μυστική ποιότητα και υπερβολή μιας φύσης άγριας και απόκοσμης.
Από την άλλη, ο συγγραφέας δεν μας επιτρέπει να μάθουμε ποια είναι πραγματικά η Αμάντα. Ούτε πρόκειται να αποκαλυφθεί εάν οι ιστορίες του Σάμπερ είναι πραγματικές ή επινοήματα μιας ατίθασης φαντασίας. Η σχέση της Αμάντα και του Άνγκους, γιού του νεκρού εραστή της Κάθριν δεν αποσαφηνίζεται. Μήτε πρόκειται να πληροφορηθούμε εάν ο μικρός Πέρσι θα αναρρώσει από την ασθένεια. Ο μάστορας της αμφισημίας Πήτερ Κάρεϊ εξηγεί ότι τίποτε από όλα αυτά δεν είναι σημαντικό, καθώς ‘’χωρίς το αμφιλεγόμενο θα έχετε απλά μιαν Αγκάθα Κρίστι, μια μορφή αισθητικής αντίστοιχης των ιστοριών μυστηρίου. Κοιτάξτε όμως έναν Ρόθκο (τον μετρ του αφηρημένου εξπρεσιονισμού). Μπορείτε να κοιτάτε ξανά και ξανά τους πίνακές του, μα ποτέ δεν θα αποκτήσετε προσπέλαση στις διαφορετικές αναγνώσεις και τις αβεβαιότητες των χρωμάτων, της φόρμας και του καμβά’’.
Την υπαρξιακή αμφισημία, που γεννά ο άφατος πόνος της απώλειας, βιώνουν σε κάθε κύτταρο της ύπαρξής τους οι ήρωες του Κάρεϊ. Αμφιταλαντεύονται επικίνδυνα μεταξύ ελπίδας και αδιεξόδου, παρουσίας και απουσίας, επιστήμης και μεταφυσικής. Οι πρωταγωνιστές της Χημείας των Δακρύων ισορροπούν μεταξύ ενός πεπρωμένου θλίψης και της σύγχυσης που γεννά το μηχανικό ‘’πουλί’’ – που μοιάζει να παρατείνει τη θνητή ύπαρξη- «για το τι είναι έμψυχο και τι ζωντανό». Την τάξη στο χαοτικό σύμπαν της Κάθριν και του Χένρι προσπαθεί να ανασυνθέσει η Νήσσα του Βοκανσόν, ενέχοντας τον κίνδυνο οι εμπνευστές του οράματος να αποδειχθούν απλά εκκεντρικοί ή παρανοϊκοί. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το εγχείρημά τους έχει ευγενή κίνητρα.
Ο Κάρεϊ αναζητά υπόγεια ρεύματα ανάμεσα στη στέρεη δομή των Φυσικών Επιστημών και της Μηχανικής και μια μυστικ(ιστικ)ή, στα όρια του αποκρυφισμού, φιλοσοφική σύλληψη του Σύμπαντος. Ένα σύνθετο μηχανικό παιχνίδι, για το οποίο η Κάθριν αρχικά νομίζει ότι πρόκειται για πίθηκο, μετά αποφασίζει ότι είναι πάπια, στο τέλος αποδεικνύεται κύκνος: η μεταμόρφωση της ασχήμιας σε ομορφιά είναι ένα από τα θέματα που διατρέχουν την πλοκή. Δια της αντικειμενικότητας της ομορφιάς, με όχημα τo Mysterium Tremendum του εξωτερικού φύλλου της ύπαρξης, του υλικού σώματος, οι απομακρυσμένοι χρονικά ήρωες προσεγγίζουν το θαύμα της ζωής και τα μυστήρια της δημιουργίας και της καταστροφής της. O Χένρι και η Κάθριν αντιλαμβάνονται τη Μαγεία της Χημείας του ανθρώπινου Πνεύματος ή αλλιώς της άφθαρτης, μη μηχανιστικής Ψυχής και τότε μόνον λυτρώνονται από την εσωτερική μοναξιά και την υπαρξιακή αγωνία. Κατακτούν το απελευθερωτικό προϊόν της χημικής αντίδρασης σώματος και πνεύματος σε αγαπητική, οριακή ένωση, που φέρει τη μορφή και την υφή των δακρύων.
Σε παράλληλο επίπεδο, χέρι- χέρι με το ‘’μηχανικό’’ πουλί, μια ακόμη παράξενη, ανθρώπινη δημιουργία αποκτά σάρκα και οστά. Έχει κι αυτή μηχανικά
συναπαρτήματα και εφευρέτη και προσπαθεί να εξομοιώσει τη ζωή τόσο ρεαλιστικά, ώστε πραγματικότητα και φαντασία να μοιάζουν αξεχώριστες και δεν είναι άλλη, από τούτο εδώ το μυθιστόρημα. Μπορεί κάποτε να αντηχεί ψυχρά μεταλλική, αλλά στη δομή της Χημείας των Δακρύων διακρίνουμε την ευφυή λεπτοδουλειά ενός ‘’αυτόματου’’, στην κορύφωση της πλοκής ανακαλύπτουμε τόσο λεπτές επιστρώσεις, όπως αυτές του ανθρώπινου δέρματος. Διαβάζουμε την Κάθριν και μέσα από εκείνην τον Χένρι, που πληρώνει για να δημιουργήσει μιαν αφήγηση, η οποία με τη σειρά της προσπαθεί να δραστηριοποιήσει μιαν άλλη αφήγηση: αυτήν της ζωής του Πέρσι.
Αναμφισβήτητα, μας λέει ο Κάρεϊ, τούτο είναι το καθοριστικό αξίωμα του μυθιστορήματος: η ανθρώπινη διάνοια αναπλάθει την πραγματικότητα. Όπως τα ημερολόγια του Μπράντλινγκ έχουν πολλαπλούς αναγνώστες, η Νήσσα έχει ευάριθμους δημιουργούς, από τον Βοκανσόν στον Κάρεϊ, τον Σάμπερ και την Κάθριν. Η τελευταία ερευνά εξονυχιστικά τόσο τα τετράδια όσο και το μηχανικό κουφάρι του ‘’αυτόματου’’, αναζητώντας την αλήθεια. Την ίδια στιγμή καταστρέφει αγωνιωδώς το ψηφιακό ταχυδρομείο του Μάθιου, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι κάθε ανάγνωση υπόκειται αναπόδραστα στις διαδικασίες της διόρθωσης, της διαγραφής και ενός νέου σχεδιάσματος.
Ακόμη κι ο χρόνος του μυθιστορήματος είναι πολυεπίπεδος, φασματικός. Δεν υπάρχει αμφιβολία οι χαρακτήρες αντιμετωπίζουν προβλήματα να ξεδιακρίνουν τι είναι αυτό που βλέπουν μπροστά τους, μερικές φορές βλέπουν πράγματα που απλά δεν υπάρχουν. Η αλήθεια και η μυθοπλασία βαδίζουν αντάμα ή μάλλον κυλούν σαν τα ανθρώπινα δάκρυα. Διατρέχοντας τη Χημεία των Δακρύων, εντοπίζουμε την πολυπλοκότητα των αντιθέσεων: ψευδαίσθηση σε αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, τέχνη που μιμείται τη ζωή, μηχανικές μεταφράσεις του οργανικού. Το όποιο χάσμα υπάρχει, ανάμεσα σε εκείνο που αναπαριστά τη ζωή και σ’ αυτό που είναι η ζωή, σε όλο το μεγαλείο της, αγωνιούν να γεφυρώσουν τόσο ο επιστήμονας όσο κι ο συγγραφέας. Η γέφυρα τούτη όταν οικοδομείται λέγεται Ψυχή!
Ο Πήτερ Κάρεϊ μας παραδίδει ένα κομψοτέχνημα γραφής πάνω στο ταλέντο, τη μαστοριά και την ολόψυχη δέσμευση όλων των δημιουργών που ζουν μέσα στο βιβλίο στη σχηματοποίηση της αγάπης, στη χημεία των δακρύων, που απευθύνεται και κατευθύνεται πνευματικά και οργανικά προς το Υποκείμενο του Συναισθήματός τους. Ο Δάσκαλος του Σάμπερ, κάποιος Άλμπερτ Κρούκσανκ, το μοντέλο ενός Τσαρλς Μπάμπατζ, κινητοποιείται από τον παραλογισμό, που γεννά το πένθος για το χαμό της οικογένειάς του σε ναυάγιο, για να αναπτύξει έναν υπολογιστή, που θα καταγράφει το θαλάσσιο βυθό και θα επιλύει σφάλματα στους ναυτικούς χάρτες.
Η Χημεία των Δακρύων είναι μια αφήγηση για την απώλεια, τη μοναξιά και τη μαγεία της φαντασίας και της έμπνευσης. Υπενθυμίζει αλλά και προειδοποιεί ότι οι μηχανές μπορούν να μας διδάξουν πως θα γίνουμε πιο ανθρώπινοι, όχι μέσα από μια κενή αντιπαράθεση, μα προκαλώντας μας να συναισθανθούμε τι σημαίνει να είσαι ζωντανός και να δημιουργείς. Είναι ένα μυθιστόρημα που υπερθεματίζει το μεγαλείο του αθροίσματος των συναπαρτημάτων έναντι του όλου και ταυτόχρονα μια ελεγεία που καταδικάζει την άψυχη πίστη του ανθρώπινου γένους στην τελειότητα των αποκυημάτων του νού μας. Μάλλον ο Πήτερ Κάρεϊ επινόησε την κεφαλίδα του βιβλίου, παρατηρώντας πως όλοι γύρω του δακρύζουμε χημικά. Ίσως γιατί είμαστε από χημικά διαλυτική και δηλητηριώδη φτιαξιά.
Γιώργος Στυλιανού