Ο χειμώνας του 1963 ήταν ένας από τους πιο παγωμένους που έχουν καταγραφεί στην Αγγλία. Λίγο πριν τα ξημερώματα στις 11 Φεβρουαρίου, σ’ ένα φτωχικά θερμαινόμενο διαμέρισμα μιας ‘’μοδάτης’’ γειτονιάς του Λονδίνου, η Σύλβια Πλάθ άνοιξε την παροχή του υγραερίου και έβαλε το κεφάλι της μέσα στο φούρνο, πάνω σε μια προσεκτικά διπλωμένη πετσέτα.

Αν μάλιστα κρίνουμε από το πλήθος των μεταφράσεων- μόνο στη χώρα μας επτά διακεκριμένοι φιλόλογοι έχουν αναλάβει το έργο- τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Thomas Sterns Eliot, που συνάντησαν τύχη καλή στα χέρια του διακεκριμένου ποιητή μας Χάρη Βλαβιανού και των τολμησάντων τη δίγλωσση αναβίωση -συνοδεία CD- εκδόσεων Πατάκη, αποτελούν την πλέον επιδραστική μεταπολεμική δημιουργία της ευρωπαϊκής Ποιητικής.


“Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο. Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα μόνο σ' έναν κόσμο από εικασίες. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη δείχνουν σ' ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν.”
το διάβα μας από τα θνητά, η μυστικιστική θέωση και θέαση του Λόγου.

 

Συγγραφέας: Σύλβια Πλαθ
Τίτλος: Άριελ 
Κατηγορία: Ξένη ποίηση
Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου
–  Ελένη Ηλιοπούλου

Εκδότης: Μελάνι
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 232
Τιμή: 15,00€
Όταν μετά από λίγες ώρες το ζεστό κορμί της βρέθηκε να κείτεται άψυχο, η δίχρονη Φρίντα και ο μόλις εννέα μηνών Νίκολας συνέχιζαν να κοιμούνται ασφαλείς στο υπνοδωμάτιο του επάνω ορόφου. Η Σύλβια είχε ‘’φράξει’’ με πετσέτες την πόρτα και το παράθυρο ήταν διάπλατα ανοικτό. Στο τραπεζάκι, δίπλα στα κρεβάτια των ανίδεων μωρών, υπήρχαν δύο ποτήρια με γάλα και ψωμί.
Ο πρώτος που κατηγορήθηκε για την κατάληξη της διαγνωσμένης ως ψυχικά διαταραγμένης και σε διάσταση συζύγου του, ήταν ο ποιητής Τέντ Χιούζ, από τον οποίο η Πλάθ είχε χωρίσει πριν πέντε μήνες, όταν ανακάλυψε πως την απατούσε. Εκείνος ανέλαβε τη μεταθανάτια συλλογή, επιλογή και έκδοση της τελευταίας ποιητικής συλλογής της μέγιστης confessionalist των αμερικανικών γραμμάτων με τον τίτλο Άριελ, που κυκλοφορεί αποκαταστημένη από τις εκδόσεις Μελάνι, σε μια κοπιώδη μετάφραση των Ελένης και Κατερίνας Ηλιοπούλου. Την υπέροχα προσεγμένη συλλογή, προλογίζει η Φρίντα Χιούζ.    

«…Δεν θέλω σπουδαία δώρα φέτος, έτσι κι αλλιώς.
Στο κάτω- κάτω μόνο κατά τύχη είμαι ακόμα ζωντανή…»

Από το ποίημα Δώρο Γενεθλίων

 
Τέτοιες μέρες τον Οκτώβριο του 1962, στα τριακοστά γενέθλιά της, η Σύλβια συγκροτεί ένα ντοσιέ από 40 ποιήματα, εν μέσω της ψυχικής τρικυμίας που επιφέρει η διάλυση του γάμου της, σχεδιάζοντας ένα ρηξικέλευθης δομής αφηγηματικό σύμπαν. Ξεκινά με τη γέννηση της Φρίντα στο Πρωινό τραγούδι. Βιώνει τον πρόωρο χαμό του φιλοναζιστή και μέγιστου ερωμένου, του ‘’νεκρού μπάσταρδου’’ πατέρα της, κατ’ άλλους δοκιμάζει τα όρια μιας υποτελούς σχέσης στη μητέρα της, στo Μπαμπάς. Αποπειράται δύο φορές να αυτοκτονήσει, σε τόσο τρυφερή ηλικία όσο αυτήν των δέκα χρόνων και της έφηβης γυναίκας στο Κυρία Λάζαρος. Περνά μέσα από τις Συμπληγάδες της ψυχικής ασθένειας και των ηλεκτροσόκ για τους νευρικά κλονισμένους στη δεκαετία του ’60 στο Δεσμοφύλακα και την Φτελιά. Συντρίβεται στην απιστία του συζύγου για την Άλλη, για να τελειωθεί με τον τελετουργικό θάνατο και την αναγέννηση των μελισσοκομικών ποιημάτων μιας πορείας γεμάτης ανασφάλεια, μοναξιά, πόνο, όλα οργανικά υλικά εκείνου του μέγιστου σχεδίου, που αποκαλούμε θνητότητα. Η Σύλβια Πλαθ με το μεγαλειώδες όσο και σύντομο έργο της, αλλά και ο καθένας μας, καλείται να υπερβεί το φθαρτό ακόμη κι αν λυγίσει. Τότε μόνο αξίζει να ζεί.  

Τα θεμελιώδη ζητήματα που πραγματεύεται η μανιέρα της Πλαθ αφορούν στο θάνατο, τη θυματοποίηση της γυναίκας, την πατριαρχική δομή της κοινωνίας, τα ζητήματα της σεξουαλικότητας, της μητρότητας, της ψυχικής ασθένειας, του σώματος, της φύσης και του εαυτού. Ο θάνατος είναι πανταχού παρών, συντριπτικός είτε μέσω του κενού που καταλείπει ο φεύγων πατέρας είτε δηλούμενος με την ύστατη αυτο-αναίρεση της αυτοκτονίας. Η Πλαθ αναλαμβάνει το ρόλο του θύματος πότε προς τους άνδρες της ζωής της, πότε προς την ανδροκρατούμενη φιλολογική κοινότητα. Ζει και δημιουργεί στην Αμερική του ‘50 και του ‘60 σε συνθήκες έντονα έμφυλες, υποκείμενη σε απαξίωση και περιθωριοποίηση από τις ασφυκτικές κοινωνικές δομές.

Η οικογενειακή εστία και η μητρότητα εντείνουν την αμφιθυμία της ποιήτριας για τους καταστατικούς γυναικείους ρόλους. Διέξοδο στη δημιουργική στάση προσδίδει αυτός ο κραταιός και απρόβλεπτος ταραχοποιός, η πανεπόπτις στο έργο της Πλάθ Φύση. Με αρματωσιά την ασυγκράτητη ενέργεια της Φύσης, η δημιουργός δημιουργεί και δημιουργείται από την τέχνη της, γνωρίζει το σώμα και τον εσώτερο εαυτό μέσω της γραφής. Με το έργο της, η Πλάθ παλεύει να συμφιλιωθεί με τους προσωπικούς δαίμονες και τον ταραγμένο ψυχισμό της. Εξερευνώντας την ίδια, το κορμί, τη μητρότητα, τα τραύματα, τις προβληματικές της σχέσεις, τον πόνο και το θάνατο, διεισδύει στην ίδια την ιδέα του εαυτού, που αντιπαρατίθεται –για να μην συντριβεί- με την κοινωνία ως σύνολο και τους ανθρώπους ως ενδελεχείς οντότητες.      

Τα ποιήματα του Άριελ συγκροτούν ένα φεγγοβόλο όραμα αυτο-μεταμόρφωσης της Πλαθ σε μείζονα δημιουργό. Μας παραδίδεται η ιστορία μιας γυναίκας, που θριαμβεύει λαμβάνοντας μεγάλο ρίσκο προσωπικό, για να υποκύψει κατόπιν σε μια φλεγόμενη εκδοχή του αυτο-κατακτημένου εαυτού. Η ίδια δεν μπορούσε να προβλέψει την ψυχολογική φόρτιση και το δραματικό μεγαλείο της συλλογής, όταν εκκινούσε το διάβημα. Το Άριελ συγκροτείται εμφατικά αισιόδοξο, χαράζοντας λυτρωτικά ένα μονοπάτι που συνδέει την αγάπη με την άνοιξη (πρώτη και τελευταία λέξη του βιβλίου). Ο εαυτός που υπερνικά τις φυσικές δυνάμεις που τον απειλούν, μια συνεκτική αλληγορία μέσω των περίφημων επιλογικών ποιημάτων των μελισσών για την αναγέννηση.

Πολύ εύστοχα η ομότεχνή της Μαρία Τοπάλη σημειώνει: ‘’Ως νέα ποιήτρια υφίσταται τη σκληρότητα μιας διπλής, αντιφατικής αντιμετώπισης: και αναγνώριση και απόρριψη· και υποτροφία για σπουδές και περιφρονητική αντιμετώπιση από την καθιερωμένη Μάριαν Μουρ· και θέση πανεπιστημιακής δασκάλας και υποβιβασμός σε δακτυλογράφο για τα προς το ζην· και ενθουσιώδης δημιουργός και μητέρα μικρών παιδιών· και όμορφη σαν μοντέλο και απατημένη από τον ιδανικό σύζυγο/ομότεχνο – αυτός όμως προχωρά ανεμπόδιστα και απολαμβάνει αναγνώρισης. Αυτή, είναι ποιήτρια ριζοσπαστική, δίνει φωνή στο σώμα, στην παραφορά, στα ιδιωτικά αδιέξοδα. Δηλητηριάζει και υπονομεύει ένα καθεστώς από το οποίο απεγνωσμένα ποθεί να αναγνωριστεί. Δεν είναι στρατευμένη. Είναι, απλά, εκρηκτική.’’

Η ζωή και το έργο της Σύλβια Πλάθ σηματοδοτούν για πολλούς την πιο στέρεα έκφραση του συνθήματος- προμετωπίδας του φεμινιστικού κινήματος πως το προσωπικό είναι πολιτικό. Οι ανανεωτικοί πειραματισμοί της φόρμας επέτρεψαν στη φωνή της Πλάθ να διατρήσει συμβατικούς ποιητικούς δρόμους και να εμπνεύσει το μέλλον. Η ποίησή της παραμένει από τις πλέον καταξιωμένες και αγαπημένες του 20ου,  όσο προκλητική σε αλληγορίες, μεταφορές και εικόνες, άλλο τόσο ενοχλητική και εκθαμβωτική με τη δύναμη της ψυχολογικής ενδοσκόπησης, της κατάκτησης της αυτογνωσίας. 

Η αίσθηση πως το Άριελ αποτελεί στην πράξη μιαν Αποκάλυψη δεν έχει ξεθωριάσει μέχρι σήμερα. Είναι το μεγάλο βιβλίο του λυκαυγούς, το ‘’ανυπόστατο μπλε’’ της ανέσπερης αυγής, καθώς το συσσωρευόμενο φως αναδεικνύει έναν κόσμο έμπλεο νοήματος και ανασύρει ένα περιεχόμενο πρότερα απόκρυφο. Το σήμα στο κοιμητήριο του Heptonstall στο Γιορκσάιρ, μάλλον ένα αμάλγαμα της Μπαγκαβάτ Γκίτα και του βουδιστικού κειμένου ‘’Monkey’’ για τον ανυπότακτο νου, αποδίδει την επιτομή της γυναίκας Σύλβια Πλάθ, που προϋπήρξε ποιήτρια: ‘’’Ακόμη και ανάμεσα στις μανιασμένες γλώσσες της φωτιάς, ο χρυσός λωτός μπορεί να ανθίσει’’.