Στην ακίνδυνη δια της μελάνης εκδοχή της, ακόμη δεν έχει καταλαγιάσει η σφοδρή πολεμική που ακολούθησε την ιλιγγιώδη εμπορική επιτυχία (στον αγγλοσαξωνικό κόσμο αλλά και στην πολύ μικρότερη εγχώρια αναγνωστική πραγματικότητα) η τριλογία της E. L. James Πενήντα αποχρώσεις του γκρι (μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη, εκδόσεις Πατάκη). Τροφοδοτώντας το ουσιαστικό δίλημμα πνευματική ώσμωση ή ολοκληρωτικός πόλεμος μέχρι εξόντωσης, ο κατά πρώτον θεατράνθρωπος Ανδρέας Στάικος, μετά τις Επικίνδυνες Μαγειρικές, συμβάλλει εποικοδομητικά στο διάλογο με τη νουβέλα Βηθσαβέ, που κυκλοφορεί από τις πάντα ρηξικέλευθες εκδόσεις της Άγρας.

 
Συγγραφέας: Ανδρέας Στάικος
Τίτλος: Βηθσαβέ
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
Εκδότης: ΑΓΡΑ
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 176
Τιμή: 13,50€

«… —Kύριε Επαμεινώνδα, είστε πολύ καλός άνθρωπος, είπε η Βηθσαβέ γλείφοντας στα χείλη της το ζεστό και λευκόχρυσο μέλι που τα είχε πλημμυρίσει. Στις τελευταίες συναντήσεις, προς χάριν ποικιλίας, όπως η ίδια έλεγε, καθοδηγούσε το γλυκό αφανισμό του ιατρού, πότε στον ουρανίσκο της και πότε κατάμουτρα, εκθειάζοντας τη γεύση του μέλιτος που της θύμιζε κάτι μεταξύ θάλασσας και ακακίας. Έπειτα, πάντα με το τσιγάρο στα χείλη, καθρεφτιζόταν στον καθρέφτη και θαύμαζε κάθε φορά τη νέα ζωγραφική σύνθεση που προέκυπτε στο πασαλειμμένο από τις μπογιές και το σπέρμα πρόσωπό της…» 

 
Σε πρωταγωνιστικό ρόλο τούτης της έντονα κλειστοφοβικής αλλά και εξαίσια θεατρικής αναπαράστασης η ‘’βιβλική’’ δεκατριάχρονη Βηθσαβέ, μία σύγχρονη Σαλώμη ή Μεσαλίνα, μια άλλη Δαλιδά του Εβραϊκού ή Ελένη του Τρωικού κύκλου, που παραμένει αινιγματικά άφαντη στις πρώτες σελίδες και συντριπτικά παρούσα και εξοντωτική, καθώς το πυκνό ερωτογράφημα πλησιάζει στη δραματική κορύφωση. Ανίδεος του τι πρόκειται να ακολουθήσει, ο ‘’βολεμένος’’ παιδοψυχολόγος Επαμεινώνδας Κωνσταντακόπουλος δέχεται στο ιατρείο του την ηφαιστειώδη θηλυκή παρουσία της Λεϊλά, μητέρας της παιδίσκης, σε μια εξ επαγωγής θεραπευτική διαδικασία για την πάσχουσα από ‘’αρνησενηλικίωση’’ Βηθσαβέ και …ξεμυαλίζεται εγκαταλείποντας καριέρα, οικογένεια, πολλώ μάλλον τον πρότερα φουσκωμένο τραπεζικό του λογαριασμό στο ηδονικό ξεφάντωμα με τη μητέρα και στη συνέχεια την προσποιητά άμαθη κόρη. Η υποτιθέμενη παλιμπαιδίζουσα έφηβη και η διαβολική εκπάγλου καλλονής ώριμη γυναίκα εξευτελίζουν προοδευτικά τον παραδομένο στις ορέξεις τους Επαμεινώνδα μέσα από τα ανείπωτα σεξουαλικά παιχνίδια, κατ’ ουσίαν εξουσιαστικές δοκιμασίες στις οποίες τον υποβάλλουν. Το σκοτεινό ένστικτο των δύο εκπροσώπων του καθόλου αδύναμου φύλου επιβάλλεται καταστροφικά στην ευτελή υπόσταση του άρρενος ερωτικού σκλάβου, σε μια παρωδία ανομολόγητου πάθους και μια κλιμάκωση χωρίς βιολογικά όρια.
«…Ηδονή και αγωνία σφιχταγκαλιασμένες, πριν ηχήσει το μέταλλο της σκανδάλης, λίγο πριν εκπυρσοκροτήσει το όπλο, πριν εκραγούν τα σωθικά μου! Κι εγώ μέσα σε μια δίνη πόνου, δακρύων και έρωτα, έβλεπα όπως σε όνειρο, έβλεπα ό,τι ακόμη δεν είχε συμβεί, έβλεπα ό, τι δεν θα μπορούσα να δω αν συνέβαινε, έβλεπα πέραν του χρόνου, έβλεπα τη Βηθσαβέ, έβλεπα τη Βηθσθαβέ να σπαράζει πάνω στο άψυχο σώμα μου, έβλεπα τη Βηθσαβέ ανάμεσα σε ένα πλήθος ανδρών και γυναικών, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα πίσω από τα μαύρα γυαλιά τους να δακρύζουν ήρεμα και διακριτικά ανάμεσα σ’ ένα πλήθος μαυροντυμένων ανδρών και γυναικών που με συνόδευαν στην τελευταία μου κατοικία, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα, τη Βηθσαβέ…»
 
Τα προαναφερθέντα επιλεκτικά παραδείγματα από την παγκόσμια Ιστορία παρακολουθούν το πρότυπο της ανείπωτα διψασμένης για δύναμη γυναίκας, που εφευρίσκει και εφαρμόζει τη σαγήνη του ωραίου φύλου στο βωμό της υποκρυπτόμενης, ασίγαστης πάλης για εξουσία. Η αντιστροφή των παραδοσιακών και εξίσου τυραννικών ρόλων της επιβολής του αρσενικού στο θηλυκό. Το διαχρονικά εναλλασσόμενο μοτίβο ανδροκρατούμενης –γυναικοκρατούμενης κοινωνίας. Όπου την πυρηνική θέση δεν καταλαμβάνει η κοινωνία του ουσιαστικού, μα η κατίσχυση του κράτους του επιθετικού προσδιορισμού επί του άφυλου/ άφιλου υποκειμένου της. Τα στάδια που μετέρχεται το θανατηφόρο και εκ τούτου θνησιγενές παιχνίδι της σαγήνης ξεκινούν από το σκανδαλισμό της φαντασίας των ανδρών με την επίδειξη ή επιλεκτικά την απόκρυψη ‘’επίμαχων’’ σημείων ενός εξαιρετικά θελκτικού κορμιού, όπως αυτό της σατανικής Λεϊλά, που φουντώνουν τον αισθησιασμό και την ερωτική επιθυμία για το φαντασιακό γυναικείο πρότυπο. Τον αρχικό ενθουσιασμό του αφελούς αρσενικού, του μαθημένου στα brutal ένστικτα του πολέμου και της πολιτικής, του ανίδεου όμως στην ονειρική ουτοπία των εκλεπτυσμένων απολαύσεων, που υπόσχεται η σαγηνεύτρα οδαλίσκη Βηθσαβέ, διαδέχεται η αγωνία μήπως τα κεκτημένα αγαθά απολεσθούν και τη φλόγα φουντώνει μια αλλαγή στάσης του θηλυκού, μια υπαινικτική ψυχρότητα ή αδιαφορία. Και τότε το αντικείμενο της γυναικείας επιβολής γίνεται υποχείριο της βούλησης και των επιθυμιών της σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου.

Η πεμπτουσία της γοητείας, η σαγήνη ως εκλεπτυσμένη τέχνη, που διδάσκεται ακόμη και στις μέρες μας στις απωανατολίτισσες γκέισες, αναδεικνύεται σε τεχνική υπέρτατης δύναμης και εξουσίας, μιας δύναμης που χρησιμοποιεί βέβαια το όπλο του σώματος, αλλά δεν επιβάλλεται με τη ρώμη και την αρρενωπή βία. Αντίθετα κατισχύει μέσω μιας ‘’ενδόθερμης’’ ψυχολογικής αντίδρασης, ενός βουβού κύματος ικανού να καταπιεί τον ευάλωτο στα παιχνίδια του μυαλού ανδρικό ψυχισμό. Άνισος ο αγώνας όπου το παθητικό σεξουαλικά φύλο ενδύεται τον ανδρικό εγωισμό και την έπαρση του Υπερεγώ και στοχεύει στην καταρράκωση του αντιπάλου.
 

Μιλώντας πρόσφατα σε διάλογο που προκάλεσαν οι εκδόσεις Άγρα για το ερωτικό μυθιστόρημα, ο Ανδρέας Στάικος αναφέρει: “Τα ερωτογραφήματα μπορεί να περιέχουν αισθήματα αλλά το πραγματικό τους θέμα είναι πολύ διαφορετικό. Εκείνο που πρωτίστως ενδιαφέρει τον ερωτογράφο είναι το απώτατο κίνητρο του έρωτα, δηλαδή η αδήριτη ανάγκη για έλεγχο και εξουσία. Πρόκειται για μιαν αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στον δυνατό και τον αδύναμο, για ένα παιχνίδι στο οποίο μπορεί να κυριαρχήσει ο άνδρας ή η γυναίκα χωρίς τίποτε να είναι προκαθορισμένο. Τα στάδια από τα οποία περνάει ένα τέτοιο παιχνίδι είναι τρία: πρώτα πειθώ, ύστερα μύηση και στο τέλος επιβολή’’.
 
Ο ατυχής εξανδραποδισμένος γιατρός εν γνώσει του εγκαταλείπει όποιο προπύργιο ελεύθερης σκέψης και συνειδητότητας. Είναι πλέον το άβουλο άθυρμα της πλέον γελοίας επιβολής του ‘’φαίνεσθαι’’, που αντιπροσωπεύουν οι αβυσσαλέα εκφυλισμένες dominatrixes, άλλως μαιτρέσσες του, στο ‘’είναι’’. Ο ακραίος προβληματισμός των επιπτώσεων της κυριαρχίας του ανθρώπινου Υπερεγώ, αντί της συγγραφής ενός ακόμη γλυκερού αναγνώσματος πάνω στην επιφανειακή σεξουαλική εκζήτηση που μπορεί να δοκιμάζουν δύο (ή περισσότεροι) εραστές είναι προφανής στις προθέσεις του συγγραφέα. Για τούτο η Βηθσαβέ είναι μια νουβέλα για το φασισμό. Έλκει μεν την καταγωγή από το ερωτικό μυθιστόρημα του 18ου αιώνα–ενδεικτικά τις Επικίνδυνες Σχέσεις του Λακλό- αλλά κάνει ένα βήμα πιο πέρα παραπέμποντας στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, τις 120 Μέρες στα Σόδομα και τη φασιστική κρατική οντότητα του Σαλό. Το πνεύμα που εξαφανίζεται στην επέλαση των μεραρχιών της σάρκας, ευθέως αντίστοιχης με τις αποτρόπαιες εκφάνσεις της φασιστικής ιδεοληψίας του Υπεράνθρωπου, που κερδίζει έδαφος σε εποχές εξαίσια παρακμιακές σαν τη συγκαιρινή μας είναι ο πυρήνας της προβληματικής του Ανδρέα Στάικου και η ανησυχία του που μοιράζεται με τον αναγνώστη εκκωφαντική.