Mπορεί να αναπολούμε τα παιδικά χρόνια σαν να είναι η μόνη μας πατρίδα, δεν είναι όμως πάντα μια φιλόξενη πατρίδα . «Το παρελθόν είναι το παρόν, είναι το μέλλον. Όλοι προσπαθούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτό, αλλά η ζωή δεν μας αφήνει», λέει σε κάποια στιγμή η Μαίρη Τερόν, η μητέρα στο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ το  «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα».  Το τραύμα της ψυχής της παιδικής μας ηλικίας –γιατί μας αφορά όλους- που κουβαλάμε στην ενήλικη ζωή, πραγματεύεται περίτεχνα η πρωτοεμφανιζόμενη σε ελληνικό κείμενο Ιταλίδα Κιάρα Γκαμπεράλε με  «Τα φώτα στα σπίτια των άλλων»  που μετέφρασε αισθαντικά για τις εκδόσεις Μελάνι η Λούλα Καραγιαννάκη.


«… ‘’Ο μόνος δυνατός τρόπος να συγχωρήσουμε τη μητέρα και τον πατέρα μας είναι να τους αφήσουμε στην ησυχία τους κάποια στιγμή. Να συνεχίσουμε να τους αγαπάμε, αν νομίζουμε ότι το αξίζουν. Αλλά να σταματήσουμε να να εξαρτάμε τη μοίρα μας από εκείνους. Αλλιώς θα έχουμε απλώς μια καλή δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα στη ζωή μας. Δεν νομίζεις;’’…»
 
Συγγραφέας: Chiara Gamberale
Τίτλος: Τα φώτα στα σπίτια των άλλων
Κατηγορία: Ξένη πεζογραφία
Εκδότης: Μέλανι
Μεταφραστή: Λούλα Καραγιαννάκη
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 498
Τιμή: 16,50

Οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας στη Ρώμη χρησιμοποιούν το πλυσταριό του 6ου ορόφου ως χώρο συνελεύσεων. Όμως το πλυσταριό της πολυκατοικίας της οδού Γκρότα Περφέτα 315 κρύβει και ένα φοβερό μυστικό: τη βιολογική σύλληψη ενός παιδιού, της Μάντορλα, από την άγαμη Μαρία, που χάνει τη ζωή της σε δυστύχημα, έτσι απλά «… όπως πεθαίνει κανείς εκεί που δεν το περιμένει και την ώρα που σκέφτεται αύριο στις πέντε και σαράντα πέντε έχω οδοντίατρο…», πριν καλά- καλά η άτυχη ‘’ορφανή’’ πλέον από πατέρα και μητέρα κόρη της ξεκινήσει το δημοτικό σχολείο. Η Μάντορλα είναι θέσει μα όχι φύσει ορφανή γιατί απλά ο πατέρας της, που όλοι υποπτεύονται ότι είναι ένας εκ των ανδρών της πολυκατοικίας δεν εμφανίζεται να αναγνωρίσει την πατρότητά της. Και τότε οι ώριμοι ενήλικοι επιλέγουν να κρατήσουν καλά κρυμμένο το μυστικό εκείνου του Μάρτη στο πλυσταριό του τελευταίου ορόφου, αρνούμενοι να υποβληθούν σε τεστ DNA, αποποιούμενοι τις ευθύνες τους, μέσω της εναλλαγής μιας άτυπης αναδοχής και της περιοδικής φιλοξενίας της Μάντορλα στους πέντε υποκείμενους ορόφους.

Ο Πάολο και ο Μικελάντζελο, το gay ζευγάρι του 3ου, που διέρχονται κι εκείνοι την κρίση της πολύχρονης σχέσης τους. Η μονήρης συνταξιούχος δασκάλα Τίνα Πολιντόρο του 1ου, που βρίσκει συνομιλητή στη συντροφιά του βραδύγλωσσου παλιού μαθητή της του Τζανπιέτρο. Ο καταξιωμένος μηχανικός Τσέζαρε Μπαρίλα και η νοσοκόμα της ανεμοβλογιάς και μετέπειτα συνοδοιπόρος της ζωής του Καρμέλα και τα καταλυτικά για την εξέλιξη της Μάντορλα παιδιά τους, την επαναστατημένη Τζούλια και τον ‘’κούκλο’’ αλλά δειλό να αποκαλύψει το υποκείμενο του οριακού του έρωτα Ματέο του 5ου ορόφου. Τα αλληλοσπαραζόμενα ζευγάρια του 2ου και του 4ου , ο αιώνια ‘’πολλά υποσχόμενος’’ σκηνοθέτης Σαμουέλε και η δικηγορίνα Κατρίνα Γκρό και ο μόνιμα φιλοσοφών blogger- συγγραφέας σε αναζήτηση του μαγικού duende Λορέντσο Φέρι με τη ραδιοφωνική παραγωγό Λίντια Φρετζάνι. Όλοι ετούτοι συνθέτουν το πάνθεον της παιδικής ηλικίας, όπου η Μάντορλα αναζητά μάταια τη μονιμότητα της στέγης και το πρόσωπο του γονιού, που θα κατευθύνει τα βήματα της σε έναν κόσμο εχθρικό.

 
«…Τι θα πει ‘’υπάρχει παντού και το καλό και το κακό; ’’Μήπως εννοείς ακριβώς ότι, παρόλο που ο Παλόμο Καρνεβάλε συμπεριφέρθηκε έτσι όπως συμπεριφέρθηκε, δεν θα πει ότι δεν πέρασα και πολύ όμορφα μαζί του; Έλα μαμά, απάντησέ μου; Και τι θα πει μη ζηλεύεις ‘’την ευτυχία των άλλων, την τύχη τους, τις επιτυχίες τους, τις σιγουριές τους, τα επιτεύγματά τους, τα αναμμένα φώτα στα σπίτια τους;’’ Μήπως θα πεί ότι θα πρέπει να κάνω αυτό που σκέφτομαι; Μαμά; Ντιντίνισε τα βραχιόλια που γεμίζουν τα χέρια σου. Μαμά!…»
 
Η μικρή Μάντορλα χάνει τη μητέρα της λόγω του δυστυχήματος, που της στερεί την τρυφερή παιδικότητα. Το δράμα της επιτείνεται από την έλλειψη ευαισθησίας του βιολογικού πατέρα της. Τα φώτα στο σπίτι της Μάντορλα είναι σβησμένα, γιατί ο πατέρας- ένοικος της πολυκατοικίας, καρπός του φευγαλέου έρωτα του οποίου με τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας της οδού Γκρότα Περφέτα είναι η περιπλανώμενη κορασίδα, διστάζει να εμφανιστεί και να διεκδικήσει τη γονική του ιδιότητα, αρνείται να ανάψει τα φώτα της ψυχής της δικής του και του παιδιού του.
 
Μια ελεγεία για τη χαμένη παιδικότητα και την οδύνη του αποχωρισμού των πρώτων αγαπημένων μας ανθρώπων, που πλείστες φορές συνδιαλεγόμαστε ως δυνάμει δεδομένων και μια ημέρα φεύγουν από τη ζωή μας- και είναι ευτυχίας συγκυρία να τηρείται η χρονολογία της γενεαλογίας – και δεν έχουμε προλάβει να πούμε όσα θέλαμε να πούμε, να αγαπήσουμε τόσο όσο μας λείπει το υπέρτατο συναίσθημα, να διδαχθούμε από τη σοφία και να συγχωρήσουμε τα λάθη τους, για να γαληνέψει η τρικυμισμένη ψυχή μας.
 
Η άφατα δυστυχισμένη Μάντορλα, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας της, μετατρέπεται κι εκείνη σε ένα αδέσποτο, που αναζητά την αγάπη ή /και τον έρωτα, στην πολυκατοικία που την υιοθετεί, όμως για λίγους μόνο μήνες κάθε φορά και με περιοδικότητα ωσάν να είναι ενοχλητικός ιός χειμωνιάτικης γρίππης ή στο υποχρεωτικό καταθλιπτικό περιβάλλον του σχολείου αλλά και το καταφύγιο του εγκαταλειμένου λούνα πάρκ, παρέα με την ανυπόληπτη αδελφή ψυχή, τον Παλόμο Καρνεβάλε, που έρχεται να την προστατέψει από το Κακό, το οποίο προσωποποιεί ο φασματικός Κερατακόσμε.
 
Τα φώτα στα σπίτια των άλλων χαμηλώνουν κάθε τόσο στην πολυκατοικία της οδού Γκρότα Περφέτα 315 για την ορφανή Μάντορλα και εκείνη θα πρέπει με την αγγελική προστασία της Μαρίας να κατανικήσει τους φόβους της και να αντικρίσει κατάματα τη ζωή, να μην φοβηθεί να ερωτευθεί, να νιώσει την ευτυχία και να πονέσει ακόμη, γιατί αυτό είναι το παιχνίδι της ζωής κι ίσως –πού ξέρεις; -ο έρωτας κι ο θάνατος, τα σταυροδρόμια που αφήνουν το σημάδι τους σε κάθε άνθρωπο – πώς θα μπορούσε να εξαιρεθεί η γλυκιά Μάντορλα- να αποτελούν ταυτοπροσωπία και να είναι ο απεχθής Κερατακόσμε.
 
Ένα τρυφερό μυθιστόρημα ενηλικίωσης και μνήμης, μια διεισδυτική ματιά στη ψυχοσύνθεση του άστεγου και του αδέσποτου, που συνεπάγεται η δραματική συνειδητοποίηση του τέλους της παιδικότητας, οι κοινωνικές συμβάσεις και το σε -καμία περίπτωση ‘’λευκό’’- ψέμμα των μεγάλων. Τα φώτα στα σπίτια των άλλων είναι ταυτόχρονα και μια ωδή στη διαφορετικότητα, στην αντισυμβατικότητα ή σε έναν καινούριο θαυμαστό κόσμο που ξεπροβάλλει και ο παλιός ο κόσμος αρνείται να συμβιβαστεί πως ήλθε για να μείνει.
 
‘’…Θέλω να μεγαλώσεις και να γίνεις σπάνια όσο η καμηλοπάρδαλη στην πόλη, αλλά να’ χεις ένστικτο κατοικίδιου ζώου…’’. Με την προτροπή της Μαρίας να επαναλαμβάνει φρονώ το όνειρο κάθε γονιού για την οριακή αγάπη της πολυκύμαντης ζωής του, ο φύλακας άγγελός μας καταλείπει παρακαταθήκη και ευχή αιώνια και μας συνοδεύει νοερά, κι όταν ακόμα σβήνουν τα φώτα στο σπίτι της παιδικής μας ψυχής, γιατί πρέπει να αναζητήσουμε το δρόμο προς εκείνα τα Κεριά, που ανάβουν στα σπίτια των άλλων και είναι το αποτύπωμα που θα αφήσουμε μοναδικοί κι ανεπανάληπτοι εμείς οι ίδιοι στο πρόσωπο του Κερατακόσμε.
 
Η Κιάρα Γκαμπεράλε διαθέτει ιδιαίτερη ευαισθησία και ξεχωριστή αφηγηματική ικανότητα συμπλέκοντας σε έναν καλά υφασμένο ιστό ένα πολυπρόσωπο θίασο ερασιτεχνών ηθοποιών σε ένα νουάρ μυθιστόρημα –ντοκυμαντέρ της ίδιας της ζωής, με απροσδόκητη κορύφωση αλλά και την αισιόδοξη προοπτική πώς το ταξίδι μας στη γη αξίζει να το περπατήσουμε σπάνιοι και συνάμα αδέσποτοι.
——————

Φωτογραφία εξωφύλλου:  Nasrin Tabatabai & Babak Afrassiabi, “Seep” (still), 2012.