του Κωνσταντίνου Πουλή
Πρόκειται όμως για τη μόνη φροντίδα του σύγχρονου ανθρώπου, το βαθύτερο πιστεύω του. Είναι ικανός να αδικήσει και να ποδοπατήσει, καθημερινά. Και σε αυτή τη θρησκεία είναι εντελώς μόνος, είναι μια μάχη όλων εναντίον όλων. Όταν βλέπουμε πρόσωπα μέσα στην αγωνία να αντιμάχονται αγνώστους αγκαλιασμένοι με μια τηλεόραση, αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μιας στρεβλής γιορτής: είναι ριζική εξαχρείωση. Προφανώς κανείς ευκατάστατος δεν θα καταδεχθεί να ποδοπατηθεί για να ψωνίσει. Θα το κάνουν όλοι εκείνοι που παρακολουθούν ξελιγωμένοι το διαφημιστικό όνειρο της αέναης κατανάλωσης και βασανίζονται γιατί δεν είναι αυτοί που νομίζουν ότι είναι. Γιατί η κατανάλωση βασίζεται σε αυτό το παράδοξο: ότι είναι και δεν είναι λαϊκή. Είναι για όλους χωρίς να είναι.
Η κατανάλωση θέλει να δημιουργεί σπανιότητα, αλλά πρέπει να αφορά τους πάντες, για να αποφέρει επαρκή κέρδη. Αυτή ήταν η μεγάλη ανακάλυψη της βιομηχανικής εποχής. Η Φορντ λανσάρει ένα χειροποίητο αμάξι το 1896. Το 1927, χάρη στο σύστημα της γραμμής παραγωγής, κατασκευάζει ένα αυτοκίνητο κάθε 24 δευτερόλεπτα, που κόστιζε 300 δολάρια, δηλαδή ήταν για πρώτη φορά προσιτό στους εργάτες που το έφτιαχναν. Η γραμμή παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά να μπορεί να φτιάξει δύο εκατομμύρια κομμάτια τον χρόνο, και φτάνουμε μεταπολεμικά από το 1 αυτοκίνητο ανά 201 άτομα, στο 1:5. Ταυτοχρόνως, πρόκειται για μια πυραμίδα αποκλεισμών, όπου ο καθένας οφείλει να κοιτάζει ταπεινωμένος το αυτοκίνητο που δεν μπορεί να έχει.
Η σύνδεση της Black Friday με την έναρξη της χριστουγεννιάτικης καταναλωτικής περιόδου ανάγεται στις ΗΠΑ στη δεκαετία του ’50. Ακούμε συχνά φίλους να κοροϊδεύουν χρησιμοποιώντας το επιχείρημα «είχες και στο χωριό σου;», αλλά η αλήθεια είναι πως το ερώτημα είναι αφελές. Ήδη από τη δεκαετία του ’50 η χώρα μας αντέγραφε αμερικανικά χριστουγεννιάτικα έθιμα και καταναλωτικές συνήθειες, οπότε το να επιλέξεις ένα στοιχείο από τα εκατοντάδες για να στηλιτεύσεις την ξενομανία σε μια χώρα στην οποία θεωρείται παράλογο να ερωτευτείς ακούγοντας ελληνική μουσική, είναι κάπως υποκριτικό. Η Τζένη Τσιροπούλου είχε καταγράψει σε ρεπορτάζ της στο ThePressProject ιστορίες φτωχών καταναλωτών, εργαζομένων των 400 ευρώ που λιγουρεύονταν iPhone και στήνονταν στην ουρά για να τιμήσουν τη μόνη επίσημη γιορτή του καταναλωτισμού, τη Black Friday.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιστορία μιας γυναίκας που συλλαμβάνεται στις ΗΠΑ επειδή απείλησε να πυροβολήσει προκειμένου να μπορέσει να μπει μπροστά στην ουρά μάς φαίνεται κάπως τραβηγμένη. Εκπροσωπεί όμως αυθεντικά το πνεύμα αυτής της γιορτής, που είναι ο αγώνας να μπορέσεις να φτάσεις πρώτος εκεί που όλοι θέλουν να φτάσουν πρώτοι. Δείτε εδώ μια καταγραφή των θανάτων και τραυματισμών που συνδέονται με αυτή τη μέρα. Και σκεφτείτε την εύγλωττη λεπτομέρεια ότι όταν ποδοπατήθηκε υπάλληλος των Wal-Mart και πέθανε, το πλήθος που εφόρμησε στο κλειστό μαγαζί δεν αποθαρρύνθηκε, δεν διέκοψε τα ψώνια του. Είναι σαν ταινία φρίκης με θέμα τον καπιταλισμό, αν αναλογιστεί κανείς πόσο ανάγλυφα συμπυκνώνεται ο πυρήνας της ηθικής μας σε ένα τέτοιο περιστατικό.
Παράλληλα,η ίδια η έννοια της κατανάλωσης ακαδημαϊκά έχει αλλάξει. Τον παλιό καιρό έπρεπε να γράφουμε στις εκθέσεις ότι ο καταναλωτικός άνθρωπος είναι ο αντίποδας του βαθέος ανθρώπου, ή κάπως έτσι. Η περιδιάβαση στο αντικείμενο των σπουδών κατανάλωσης με αφορμή το βιβλίο που έχω γράψει για την ιστορία της καθημερινότητας του πατέρα μου, μου έδειξε ότι η άποψη αυτή είναι μάλλον εκτός μόδας. Κοινωνικοί επιστήμονες αγωνιούν πολύ περισσότερο για να απενοχοποιήσουν την κατανάλωση, να μας απαλλάξουν από τον «παρωχημένο ηθικισμό της σχολής της Φρανκφούρτης», όπως λένε. Συζητούν πώς η ελεύθερη επιλογή προϊόντων αποτελεί κατάφαση της ελευθερίας, μετατρέπει το άτομο σε υποκείμενο που παίρνει αποφάσεις. Αν επιστρέψουμε στον εξίσου παρωχημένο ηθικισμό του Κορνήλιου Καστοριάδη, η ελευθερία του καταναλωτή να επιλέγει μουστάρδες είναι παρωδία της πολιτικής ελευθερίας.
Δεν υποτιμώ τις «πλαστές» ανάγκες. Οτιδήποτε ξεπερνά τις 2.500 θερμίδες την ημέρα είναι πλαστή ανάγκη. Το αν κανείς θέλει μετά να περνάει τον χρόνο του αναζητώντας τον θεό, την αλήθεια, σπίτια με καλύτερη μόνωση, τις πολυτελείς διακοπές, ένα καλό, ζεστό ρούχο ή έναν πίνακα, τη δόξα, το τελευταίο iphone ή το ποδαράκι της Ανακτορίας, είναι όλα επιδιώξεις που κρίνονται κατά τις αξίες μας. Θυμίζω ότι το τρεχούμενο νερό στο σπίτι ανάγεται ιστορικά μόλις στη γενιά του πατέρα μου για τον πολύ κόσμο, πόσο μάλλον το ζεστό νερό. Ζούσαν όμως έτσι, δεν πέθαιναν. Ανθρωπολογικά είναι δύσκολο να πούμε αν ο άνθρωπος πρώτα ντύθηκε ή στολίστηκε, η διάκριση δεν είναι τόσο σαφής όσο θα φανταζόμασταν. Και βέβαια αντιλαμβάνομαι ότι ένα φορητό ψυγείο ειδικά για το καρπούζι ή ένα κινητό για σκύλους δεν είναι είδη πρώτης ανάγκης, αλλά αυτό δεν αρκεί. Ό,τι κι αν θα ήθελε να ισχυριστεί ο καθένας ότι κάνει ψωνίζοντας στην αρένα του Black Friday, στατιστικά φαίνεται ότι οι καταναλωτές ψωνίζουν κυρίως πράγματα που δεν χρειάζονται, όταν ψωνίζουν σε τέτοιες συνθήκες. Δεν είναι όμως αξιοκατάκριτο αυτό. Το ζήτημα είναι τα ίδια τα ψώνια ως άθλημα, όχι η κριτική στα προϊόντα. Το ίδιο ισχύει για το ζήτημα των ψευδών, πλασματικών εκπτώσεων. Η εξαπάτηση φωλιάζει στο μεδούλι του ποιος νομίζει ότι είναι και τι θέλει ο καταναλωτής, το να είναι τσιμπημένες οι τιμές είναι πταίσμα. Αν σε αυτά προσθέσουμε ότι οι εργαζόμενοι ξεθεώνονται και κινδυνεύουν για να κάνουν τους «θηριοδαμαστές στην καταναλωτική αρένα», όπως γράφουν στην ανακοίνωσή τους εργαζόμενοι στον χώρο του βιβλίου, συμπληρώνεται μία εικόνα πλήρης.
Υπήρχε στα σχολικά μου χρόνια ένα κλισέ με το οποίο ισορροπούσαμε τις διαφωνίες. Νιώθαμε υποχρεωμένοι να πούμε ότι υπάρχουν δύο απόψεις, αλλά κατά βάθος η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Αυτή η μόδα κάπως είχε εδραιωθεί και σε αρκετά πανεπιστημιακά εγχειρίδια. Τώρα νομίζω ότι υπάρχουν περιπτώσεις που η αλήθεια δεν βρίσκεται καθόλου στη μέση: ο Δρακουμέλ είναι όντως κακός και το φαινόμενο της Black Friday είναι πίκρα και καημός.