του Κωνσταντίνου Πουλή
Κάπως έτσι μου φαίνεται η άνεση με την οποία ο σημερινός άνθρωπος ξεχνάει τη χθεσινή βία. Για την ακρίβεια δεν πρόκειται για άνεση, αλλά για έναν μηχανισμό οργανωμένης και εντατικής απώθησης, αν μου επιτρέπεται η πρόχειρη χρήση μιας λέξης από το ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο. Συνοψίζεται στην αλληγορία αυτή που περιγράφει ο Ζέμπαλντ, στο συνταρακτικό βιβλίο του «Η φυσική ιστορία της καταστροφής», με κάποιον που θέλει να αφηγηθεί όσα είδαν τα μάτια του στον βομβαρδισμό του Αμβούργου και ο όχλος τον λυντσάρει «γιατί απειλεί να σπείρει το παγερό ψύχος του θανάτου». Το κεφάλαιο «Αεροπορικοί βομβαρδισμοί και λογοτεχνία» ξεκινά μιλώντας για τη μνήμη, για την ακρίβεια για ένα τρομακτικό μνημονικό κενό που σχετίζεται με τους βομβαρδισμούς της Γερμανίας. Μιλάμε για ένα εκατομμύριο τόνους βομβών που έριξαν οι Σύμμαχοι και σκότωσαν περίπου 600.000 αμάχους. Όμως αυτό δεν μπορούσε να συζητηθεί μεταπολεμικά, γιατί η συζήτηση αυτή εμποδιζόταν από τη γερμανική ενοχή για το Ολοκαύτωμα. Στα τέλη του 1945 οι άνθρωποι περπατούσαν ανάμεσα στα συντρίμμια κυριολεκτικά λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, «λες και η πόλη είχε ανέκαθεν την ίδια όψη», όπως λέει μια μαρτυρία. Η φύση απαντά με τη δική της κοινοτοπία, με το δικό της τροπάρι κυκλικής επανάληψης: λίγους μήνες μετά τον βομβαρδισμό του Αμβούργου, ανθίζουν καστανιές και πασχαλιές. Μία γυναίκα κάθεται καταμεσής στα συντρίμμια και πλένει τα τζάμια του σπιτιού της.
Οι βόμβες λοιπόν που παραμένουν θαμμένες, αφηγούνται αυτή την παραμελημένη ιστορία. Οι βομβαρδισμοί αυτοί είχαν ως στόχο το ηθικό του εχθρού, και βεβαίως αυτή ήταν μια ηθική παραχώρηση που ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οι σύμμαχοι στη μάχη κατά του φασιστικού τέρατος. Έφτανε μέχρι την ωμή παραδοχή ότι ο στόχος ήταν η κάμψη του ηθικού του άμαχου πληθυσμού. Ο πτέραρχος Sir Arthour Harris την περιέγραφε ως μια δυνατότητα να νιώσουν τώρα στο πετσί τους τη φρίκη της Θείας Δίκης.
Οι θαμμένες βόμβες μού προκαλούσαν πάντοτε δέος, γιατί τις θεωρούσα μια απτή αποτύπωση της μνήμης της βίας από το παρελθόν. Κάθε χρόνο στη Γερμανία βρίσκουν 2.000 τόνους εκρηκτικών. Πριν από κάθε κατασκευαστικό έργο χρειάζεται να ελεγχθεί το έδαφος και να διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει βόμβα, όπως σε μας χρειάζεται να γίνει αρχαιολογικός έλεγχος για να διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχουν αρχαία. Έτσι είναι το παρελθόν. Πας να σκάψεις και βρίσκεις βόμβες, αρχαία ντουβάρια, γενικώς απομεινάρια των προγόνων μας.
Αυτή τη βόμβα λοιπόν που εξουδετερώθηκε την Κυριακή, δεν την είχαν ρίξει οι Γερμανοί. Φαίνεται ότι ήταν συμμαχική.
Γράφει ο Περικλής Σφυρίδης:
Μα πιο πολλά, ανατριχιάζω ακόμα και τώρα που το γράφω, ήταν τα σκόρπια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγγενείς τους σήκωσαν τα πτώματα, αλλά ήταν νύχτα ή χρόνος χαμένος για να ψάξουν για τα μέλη που έλειπαν. Τη μνήμη μου καίει ακόμα ένα ποδαράκι που φορούσε ένα καινούργιο παιδικό παπούτσι. Παρότι ήμουν συνηθισμένος από νεκρούς, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της Κατοχής, που είχαμε δει αρκετούς σκοτωμένους ή πεθαμένους από πείνα, αυτή η μαζική δολοφονία – τι τραγικό, από λάθος!
Και ο Γιώργος Ιωάννου:
Εγώ είδα δύο νεκρούς σκεπασμένους με ένα σεντόνι. Τα ερείπια μαρτυρούν περί της αναισχύντου ατιμίας που διεπράχθη από τους «φίλους» μας!» » (Γ. Ιωάννου «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» – «Κατοχικό ημερολόγιο») .
Ένας 80χρονος αφηγείται ότι θυμάται τη μέρα που έπεσε αυτή η βόμβα και μάλιστα επιδεικνύει μια φωτογραφία ενός φίλου του που σκοτώθηκε εκείνη τη μέρα. Ήταν 13 χρονών, όταν έγινε ο βομβαρδισμός.
Να λοιπόν άλλη μια ιστορία που αφηγούνται αυτή τη φορά οι δικές μας βόμβες. Βόμβες έπεσαν και λίγο αργότερα, στον εμφύλιο, και ήταν ναπάλμ που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της «κομμουνιστικής απειλής».
Δεν επιμένω άλλο στο ποιος έριξε τη βόμβα ούτε βεβαίως έχω καμία διάθεση να σχετικοποιήσω τη ναζιστική βαρβαρότητα. Πιο σημαντικό μού φαίνεται πώς ξεθάβει κανείς ένα κομμάτι πολέμου από την αυλή του. Πώς δηλαδή συμφιλιώνεται με τη σκέψη ότι η ειρήνη που έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε ως αυτονόητη είναι πρόσφατη και επισφαλής.
Ζούμε σε μια χώρα που είχε δικτατορία πριν από σαράντα χρόνια. Κάποιοι έχουν περάσει φρικτά βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας, εκεί που είναι τώρα το υπουργείο πολιτισμού. Είχαμε εμφύλιο πριν από 70 χρόνια: οι φυλακές, οι θανατώσεις, τα βασανιστήρια, οι εξορίες, όλα αυτά συνέβησαν και από/σε ανθρώπους που ζουν ακόμη. Κάποιος που γεννήθηκε το ’26, ώστε να ήταν εικοσάρης τότε, είναι σήμερα 90άρης. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που σκότωναν τον αδερφό τους, τον έσφαζαν και κρατούσαν το κεφάλι του από τα μαλλιά, να το επιδεικνύουν στις πλατείες; Ποιοι ήταν αυτοί οι Γερμανοί που έφεραν εις πέρας την «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος»; Που μάζευαν τα ρούχα των Εβραίων για να τους στείλουν στους θαλάμους αερίων και φορούσαν μετά τα παλτά τους; Ζουν. Ακούμε σκόρπιες ειδήσεις για κάποιον επιζήσαντα από το Άουσβιτς που πέθανε υπερήλικας, τον τάδε στυγνό εγκληματία ναζί, που συνελήφθη κάπου.
Όλα αυτά τα ακούω ως υπενθυμίσεις της ίδιας μόνιμης απορίας: πόσο μακριά και πόσο κοντά μας είναι η βαρβαρότητα του παρελθόντος; Κάνουμε σαν να μη συνέβησαν ποτέ όλα αυτά. Όλοι αυτοί οι τόνοι από το ατσάλι λοιπόν είναι η υπενθύμιση πως συνέβησαν. Και όταν αδειάζει μια περιοχή για να απενεργοποιηθεί η βόμβα, τότε το μέταλλο δεν είναι ενθύμιο, είναι για λίγο ζωντανός κίνδυνος.
Εκεί η αλληγορία γίνεται πιο κοντινή: αυτή η βαρβαρότητα κρύφτηκε αλλά δεν απενεργοποιήθηκε. Το μπαρούτι της είναι εκεί, σαν φυλαγμένο δηλητήριο. Πρόσθετη λεπτομέρεια, εύγλωττη, ότι στην περίπτωση αυτή χτίστηκε βενζινάδικο πάνω από το σημείο που βρισκόταν η βόμβα.
Θα απομακρυνθούν λοιπόν για λίγο οι κάτοικοι και θα αναλάβουν ειδικοί να απενεργοποιήσουν τη βόμβα. Πρώτα η απομάκρυνση, μετά η παρέμβαση των ειδικών, στο τέλος η επιστροφή στην καθημερινότητα, αυτά είναι τα βήματα. Τα ατυχήματα είναι σπάνια, γενικά περισσότερο απειλούνται, λέει, οι πυροτεχνουργοί. Αυτοί κι αν ζουν μια ανατριχιαστική ρουτίνα: στη Γερμανία το 2010 σκοτώθηκαν τρεις πυροτεχνουργοί, μία ώρα πριν από την ώρα που είχαν προγραμματίσει την ελεγχόμενη έκρηξη. Ο Χορστ Ράινχαρτ έλεγε μετά πως δεν περίμενε να είναι ενεργός πυροτεχνουργός για τριάντα χρόνια. Η υπηρεσία του (αντίστοιχη του δικού μας Τάγματος Εκκαθάρισης Ναρκοπεδίων Ξηράς) ανακαλύπτει 500 τόνους εκρηκτικών τον χρόνο, περίπου μία βόμβα κάθε δύο εβδομάδες. Μάλιστα προσθέτει ότι αυτή η δουλειά δεν γίνεται αν φοβάσαι. Το κάνουμε με την ίδια ηρεμία που ο φούρναρης ψήνει ψωμί, εξηγεί.
Όλα αυτά έχουν την καθησυχαστική όψη της «κατάστασης υπό έλεγχο», όπως ακριβώς μια γέννα που γίνεται μέσα σε νοσοκομείο. Το γεγονός ότι τα πάντα δηλώνουν προσεκτική προετοιμασία για το κακό, σου υπενθυμίζει διαρκώς ότι ζούμε μέσα στο κακό, με την πιθανότητα να επανενσκήψει, σε κάθε γωνιά του δρόμου. Το ίδιο και οι βόμβες. Εκκενώνουμε την περιοχή, αναλαμβάνει ο στρατός και η αστυνομία, μετά επιστρέφουμε στην κανονική ζωή μας. Όμως η καθημερινότητά μας είναι χτισμένη πάνω σε βόμβες, πάνω στα φονικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Χρειάζεται άσκηση και στο σκάψιμο και στην απενεργοποίηση, και κυρίως να μην είμαστε ποτέ αμέριμνοι, ως άνθρωποι που κατοικούν σε ναρκοπέδιο.