Πριν από λίγους μήνες η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε με αγωνία έναν «πόλεμο» στο twitter, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ αποκαλούσε τον Κιμ Τζονγκ Ουν «ο κοντός με τους πυραύλους» και ο «τρελός αχυράνθρωπος», προειδοποιώντας τον ότι θα σβήσει τη Βόρεια Κορέα από τον χάρτη. Ο Κιμ με τη σειρά του τον αποκάλεσε κάτι που σε απλά ελληνικά θα μεταφραζόταν ως «γερο ξεμωραμένος» και οι τόνοι ανέβηκαν επικίνδυνα. Και ξαφνικά, από εκεί που αναλυτές και μέσα ενημέρωσης μας προειδοποιούσαν ότι ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος πλησιάζει, έρχεται η Νότια Κορέα να ανακοινώσει ότι θα γίνει συνάντηση μεταξύ Τραμπ και Κιμ και θα συζητηθεί μεταξύ άλλων το θέμα των πυρηνικών.

Η ανακοίνωση αναφέρει ότι ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας δήλωσε ότι καταλαβαίνει την αναγκαιότητα των στρατιωτικών ασκήσεων Νότιας Κορέας και ΗΠΑ- κάτι πρωτόγνωρο, καθώς η Πιονγιάνγκ μέχρι πρόσφατα θεωρούσε τις στρατιωτικές ασκήσεις εχθρική πράξη- και υποσχέθηκε ότι δεν θα κάνει καμία πυραυλική δοκιμή. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιβεβαίωσε τη συνάντηση, όπως συνηθίζει, με ένα τουίτ, λέγοντας ότι η πολιτική του απέδωσε καρπούς και παράλληλα τόνισε ότι οι κυρώσεις θα συνεχιστούν.
 
Τις επόμενες ημέρες θα διαβάσετε πολλές αναλύσεις σχετικά με τις προθέσεις των δύο ηγετών και τις προοπτικές της συνάντησης. Μπορώ ήδη να συνοψίσω τις περισσότερες αναλύσεις σε μια παράγραφο: τα κίνητρα του Κιμ είναι εκ του πονηρού και λέει ψέμματα για να κερδίσει χρόνο και ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος και ανίκανος να χειριστεί διπλωματικά θέματα και την τελευταία στιγμή η συνάντηση δεν θα γίνει.
 
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η ευθύνη, εαν τελικά δεν γίνει η συνάντηση για οποιοδήποτε λόγο, θα πέσει αποκλειστικά στην βορειοκορεατική πλευρά, μια πάγια τακτική των περισσότερων αναλυτών εδω και δεκαετίες. Δεν θα εξετάσω κατα πόσο οι προθέσεις είναι ειλικρινείς, σίγουρα υπάρχει ένα άγνωστο διπλωματικό παρασκήνιο πίσω από τις δηλώσεις και τα τουιτ, όμως αναμφίμβολα πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη η οποία αξίζει να αναλυθεί σοβαρά.
 
Τι έχει γίνει μέχρι τώρα
 
Πριν προχωρήσουμε, καλό είναι να θυμηθούμε τις προηγούμενες προσπάθειες και συναντήσεις που έγιναν και το αποτέλεσμά τους. Όπως είχαμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο, οι συνομιλίες για το αναπτυσσόμενο πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας ξεκινάνε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ το 1992 υπογράφτηκε σύμφωνο μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας για την αποπυρηνικοποίηση της κορεατικής χερσονήσου. Το 1993 οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η Πιονγιάνγκ παραβιάζει τις δεσμεύσεις της και ακολουθεί μια σειρά αλληλοκατηγοριών και απειλών. Το 1994 φτάνουμε πολύ κοντά σε μια συμφωνία με τον πρώην πρόεδρο Jimmy Carter να επισκέπτεται την Πιονγιάνγκ για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση ενός Αμερικανού πολίτη, αλλά και να συνεχίσει τις συνομιλίες με τη Βόρεια Κορέα για το πυρηνικό πρόγραμμα. Το αποτέλεσμα ήταν η υπογραφή Συμφώνου Συνεργασίας ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας, βάσει του οποίου η Πιονγιάνγκ δεσμεύτηκε να παγώσει το παράνομο πρόγραμμα όπλων πλουτωνίου με αντάλλαγμα βοήθεια και πολιτική αναγνώριση.
 
Η Βόρεια Κορέα τήρησε τους όρους της συμφωνίας, οι ΗΠΑ όμως δεν το έκαναν. Δεν παρέδωσαν ποτέ τους αντιδραστήρες ελαφρού ύδατος που είχαν υποσχεθεί και δεν έκαναν καμία ενέργεια για διπλωματική αναγνώριση.
 
Το 1997 η Βόρεια Κορέα, και ενώ αντιμετώπιζε επισιτιστική κρίση και είχε ανάγκη από χρήματα και τεχνολογία, προχωράει σε συμφωνία με το Πακιστάν όπου με αντάλλαγμα πυραυλική τεχνογνωσία, το Πακιστάν θα έδινε στην Πιονγιανγκ τεχνική υποστήριξη για παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου. Αν και αυτό θεωρήθηκε ότι παραβίαζε τους όρους του συμφώνου και έτσι παρουσιάστηκε από αναλυτές και δημοσιογράφους, στην πραγματικότητα δεν παραβίαζε κανένα όρο. Το σύμφωνο απαγόρευε το πρόγραμμα όπλων πλουτωνίου αλλά δεν έκανε καμία αναφορά στο προγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου. Η Βόρεια Κορέα έπαιξε διπλωματικά με το σύμφωνο αλλα δεν το παραβίασε.
 
Αρχές του 2000 και η υπουργός εξωτερικών Madeleine Albright συναντάται με τον τότε ηγέτη της Βόρειας Κορέας KimJong-il. Η συνάντηση γίνεται σε φιλικό κλίμα, διαρκεί πάνω από 2 ώρες, αλλά έχει ελάχιστα αποτελέσματα καθώς η κυβέρνηση Κλίντον εμπλέκεται σε μια σειρά από σκάνδαλα, ενώ παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Ακολουθούν τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι ανακοινώσεις για τον άξονα του κακού και το 2002 η κυβέρνηση Μπους ακυρώνει το σύμφωνο που είχε υπογράψει η κυβέρνηση Κλίντον. Ο Dick Cheney δηλώνει «δεν διαπραγματευόμαστε με τον άξονα του κακού».
 
Ακολουθεί μια ακόμα προσπάθεια για συμφωνία και συνομιλίες το 2005, όταν η Πιονγιάνγκ συμφωνεί να εγκαταλείψει το πυρηνικό πρόγραμμα και να επιτρέψει διεθνείς επιθεωρήσεις, με αντάλλαγμα ρήτρα μη επίθεσης από τις ΗΠΑ, ανθρωπιστική βοήθεια και καύσιμα. Ωστόσο και αυτή η συμφωνία δεν διήρκεσε πολύ. Ο Πρόεδρος Μπους απέρριψε την έκθεση των 60 σελίδων της βορειοκορεατικής κυβέρνησης για το πυρηνικό της πρόγραμμα ως ανακριβή, διέλυσε τη διεθνή κοινοπραξία που είχε συσταθεί για να παράσχει τον υπό συζήτηση αντιδραστήρα ελαφρού ύδατος και σκλήρυνε τις οικονομικές κυρώσεις κατά της Βόρειας Κορέας.
 
Αλλαγή διοίκησης στις ΗΠΑ, και ο πρόεδρος Ομπάμα, ενώ δηλώνει πρόθυμος να προχωρήσει σε συνομιλίες με τη Βόρεια Κορέα, αποφασίζει να αγνοήσει τη χώρα και ακολούθησε την λεγόμενη «στρατηγική υπομονής».
 
Αγνόησε κάθε κάλεσμα για συζητήσεις με τη Βόρεια Κορέα και ενώ δημόσια απείχε από τις συνηθισμένες επιθετικές δηλώσεις και ειρωνίες, συνέχισε να επιβάλλει σκληρές κυρωσεις με σκοπό την αποδυνάμωση της χώρας και την κατάρρευση της ηγεσίας της χωρίς να χρειαστεί εμφανή στρατιωτική επέμβαση.
 
Ο πρόεδρος Τραμπ ενώ εκλέχτηκε με υποσχέσεις για συνομιλίες με τη Βόρεια Κορέα, ακολούθησε πολεμική ρητορική με απειλές και ακόμα σκληρότερες κυρώσεις. Αξίζει να θυμηθούμε ότι τον περασμένο Φεβρουάριο, ο υπουργός Εξωτερικών της Βόρειας Κορέας θα συμμετείχε σε μια συνάντηση στη Νέα Υόρκη με αμερικανούς αξιωματούχους- την πρώτη που θα διεξαγόταν σε αμερικανικό έδαφος από το 2011. Τότε συνέβη η δολοφονία του Kim Jong Nam στη Μαλαισία, η συνάντηση δεν έγινε ποτέ και η ρητορική του πολέμου εντάθηκε. Αν και ποτέ δεν θα μάθουμε ποιος ήταν πίσω από τη δολοφονία, σίγουρα έπαιξε καταλυτικό ρόλο ώστε η συνάντηση αυτή να μην πραγματοποιηθεί.
 
Η αρχή του τέλους για το τελευταίο ψυχροπολεμικό μέτωπο του 21ου αιώνα;
 
Τι άλλαξε λοιπόν σήμερα και η Βόρεια Κορέα στέλνει αντιπροσωπεία υψηλών αξιωματούχων στο Pyeongchang, η οποία περιλαμβανει τον Πρόεδρο της χώρας Kim Yong Nam και την αδερφή του ηγέτη της Βόρειας Κορέας Kim Yo Jong, αντί να στείλει μια ομάδα εργασίας όπως είχε κάνει το 2015 στους Ασιατικούς αγώνες του Incheon;
 
Όποιος παρακολουθεί τις εξελίξεις στη Βόρεια Κορέα, θα έχει προσέξει ότι καμία από αυτές τις κινήσεις δεν ήταν αναπάντεχη. Η πολιτική της Βόρειας Κορέας σχετικά με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των πυρηνικών τους όπλων είναι σταθερή εδώ και δεκαετίες. Ο Kim Jong-un, κατά τη διάρκεια του ετήσιου λόγου του για το Νέο Έτος είχε δηλώσει την πρόθεσή του να προχωρήσει σε συνομιλίες και εξομάλυνση των σχέσεων της χώρας του με τον Νότο. Παράλληλα ανακοίνωσε ότι η Βόρεια Κορέα είναι πλέον πυρηνική δύναμη και σε θέση να διαπραγματευτεί με ίσους όρους. Και ενώ τότε τα διεθνή μέσα είχαν θεωρήσει ότι οι δηλώσεις αυτές ήταν απλά κινήσεις εντυπωσιασμού, φαίνεται τώρα ότι μάλλον ήταν πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
 
Η Βόρεια Κορέα αφού ισχυροποίησε τη θέση της μέσω του αναπτυγμένου πλέον πυρηνικού της προγράμματος, προχωράει στο επόμενο στάδιο, το οποίο είναι συνομιλίες και διεθνή συνεργασία. Η συγκυρία το επιτρέπει, καθώς ο νέος πρόεδρος της Νότιας Κορέας εκλέχθηκε με υποσχέσεις για εξομάλυνση των διμερών σχέσεων βορρά και νότου.
 
Το ερώτημα είναι τι μπορούμε να περιμένουμε από εδώ και πέρα. Σίγουρα οι συνομιλίες έχουν κάποια όρια, καθώς η Βόρεια Κορέα, ακόμα και αν σταματήσει τις δοκιμές όπως υποσχέθηκε, δεν θα εγκαταλείψει το πυρηνικό πρόγραμμα και οι ΗΠΑ δεν πρόκειται ξαφνικά να αποσύρουν τα στρατεύματα τους από τον Νότο ή να άρουν τις κυρώσεις.
 
Με αυτά τα δεδομένα, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. Αυτό ισχύει εαν πάρουμε ως δεδομένο ότι οι ΗΠΑ ελέγχουν απόλυτα τις συνομιλίες και η Νότια Κορέα και η Κίνα δεν είναι παρα παθητικοί παρατηρητές. Στη διπλωματία όμως τίποτα δεν είναι δεδομένο και οι παρασκηνιακές κινήσεις έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από όσα δημοσιεύονται και φτάνουν στο ευρύ κοινό.
 
Η Κίνα παρακολουθεί τις εξελίξεις από κοντά και είναι η χώρα που με επιλεκτική τήρηση των κυρώσεων προσπαθεί να αποφύγει την κατάρρευση του βόρειου γείτονα της, αλλά και μια εκτεταμένη αμερικανοποιημένη ζώνη στα σύνορά της. Καθώς αρχίζει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή, έχει τη δύναμη να επηρεάσει τις συνομιλίες μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας και να αντιταχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η στιγμή θα ήταν ιδανική για την Κίνα να μειώσει την επιρροή των ΗΠΑ στην αυλή της με το να στηρίξει τις συνομιλίες και να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της στο Σύμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ώστε να αρθούν κάποιες κυρώσεις- κυρίως εκείνες που έχουν να κάνουν με εμπορικούς στόχους και πλήττουν την Κίνα έμμεσα -με το σκεπτικό ότι η Βόρεια Κορέα έδειξε σημάδια συνεργασίας με τη διεθνή κοινότητα. Αυτό θα επέτρεπε και στη Νότια Κορέα να ακολουθήσει τη στάση της Κίνας και να προχωρήσει σε οικονομική συνεργασία με τη Βόρεια Κορέα.
 
Υπάρχουν επομένως πολλές παραμετροι να λάβει κάποιος υπόψη προτού προχωρήσει σε βιαστικά συμπεράσματα. Πολλά θα εξαρτηθούν από τα επόμενα βήματα της Κίνας και τη στάση της Νότιας Κορέας, όταν θα πρέπει να αποφασίσει με ποια δύναμη θα συνταχθεί και αν θα αντέξει την πίεση των ΗΠΑ σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο σε περίπτωση που θα συνεχίσει τις επαφές με τον βορρά και ακολουθήσει τη γραμμή της Κίνας.
 
Το αν βρισκόμαστε κοντά ή όχι στην επίλυση ή τουλάχιστον στη σταθεροποίηση του τελευταίου ανοιχτού ψυχροπολεμικού μετώπου, θα φανεί τους επόμενους μήνες. Σίγουρα όμως η διεθνής κοινότητα έχει μια μοναδική ευκαιρία να αναθεωρήσει τη μέχρι τώρα πολιτική της στάση και να χαράξει μια νέα γραμμή στην Ασιατική πολιτική συνειδητοποιώντας επιτέλους ότι οι ισορροπίες το 2018 έχουν αλλάξει δραστικά.