από το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων

“Η ανάγκη του νέου μπίζνες πλαν εκπορεύεται εκ της αδυναμίας υλοποίησης της μονάδας χρυσού”, βεβαιώνει το άρθρο, ενώ συνεχίζει: “Βέβαια η καναδική εταιρεία επικαλείται για την αδυναμία της αυτή τις καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις του project με ευθύνη των ελληνικών αρχών”. Οι ισχυρισμοί της εταιρείας συγκρούονται με την πραγματικότητα: η μεταλλουργία χρυσού, βασικός όρος και “δικαιοπρακτικό θεμέλιο” της σύμβασης μεταβίβασης του 2003 δεν μπορεί να αδειοδοτηθεί διότι με δύο αποφάσεις του ΥΠΕΝ το 2016 (“Αποφάσεις Σκουρλέτη“) τεκμηριώθηκε η ακαταλληλότητα της τεχνολογίας της ακαριαίας τήξης (flash smelting) για τα μεταλλεύματα της Χαλκιδικής. Η προσφυγή της εταιρείας κατά των αποφάσεων αυτών εκκρεμεί στο ΣτΕ εδώ και πάνω από τρία χρόνια χωρίς να βγαίνει απόφαση, επειδή δεν μπορεί να είναι θετική για την εταιρεία. Η “απάτη της ακαριαίας τήξης” για την οποία γράφουμε από το 2013 – επτά ολόκληρα χρόνια – αποκαλύφθηκε και αυτό υποχρεώνει την εταιρεία να αλλάξει πορεία, έστω και προφασιζόμενη άλλους  λόγους.

Το δεύτερο πρόβλημα που η εταιρεία επιδιώκει να επιλύσει μέσω της τροποποίησης του επενδυτικού σχεδιασμού είναι το οικονομικό: “Νέες αβεβαιότητες στην πολύπαθη επένδυση των μεταλλείων για πρώτη φορά με πρωτοβουλία της ιδιοκτήτριας εταιρείας, η οποία φέρεται να αδυνατεί να χρηματοδοτήσει το επενδυτικό σχέδιο που ενέκρινε το ελληνικό Δημόσιο το 2006″, γράφει η “Καθημερινή”. Είναι η πρώτη φορά που εγχώρια εφημερίδα “ανακαλύπτει” την έλλειψη κεφαλαίων της Eldorado Gold, που έχει επισημανθεί από ξένους αναλυτές και από το antigoldgr.org από το καλοκαίρι του 2018 (εδώ). Κατά τις δηλώσεις της ίδιας της Eldorado Gold, μόνο για την ολοκλήρωση του έργου των Σκουριών απαιτούνται ακόμα 600 εκατ. ευρώ. Μαζί με τα υπόλοιπα έργα που είναι στις υποχρεώσεις της εταιρείας σύμφωνα με το σημερινό επενδυτικό σχέδιο (συγκρότημα μεταλλουργίας – θειϊκού οξέος, νέο εργοστάσιο εμπλουτισμού στο Μαντέμ Λάκκο, στοά Μαντέμ Λάκκου – Ολυμπιάδας, νέο λιμένα Στρατωνίου), αλλά κατά την εκτίμησή μας δεν είναι στους σχεδιασμούς της εταιρείας να υλοποιηθούν, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις προσεγγίζουν τα 1,3-1,5 δις. Η διαθέσιμη ρευστότητα της Eldorado για τη χρηματοδότηση του συνόλου των μεταλλείων της (όχι μόνο δηλαδή αυτών στην Ελλάδα) ανέρχεται σε μόλις 322 εκατ. δολάρια ή 292 εκατ. ευρώ (πηγή).

Η πολυδιαφημισμένη “επένδυση” λοιπόν δεν βγαίνει οικονομικά και η Eldorado αναζητεί συνέταιρο ή αγοραστή, απαιτώντας παράλληλα από την Κυβέρνηση να θυσιάσει το δημόσιο συμφέρον προκειμένου να γίνει το “πακέτο” ελκυστικό για αγορά. Το άρθρο κάνει λόγο για σκληρές διαπραγματεύσεις, με τους Καναδούς μετόχους των μεταλλείων να θέτουν όρους που περιορίζουν την προστιθέμενη αξία του project  για το ελληνικό Δημόσιο και το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας από την πλευρά του να απαιτεί αντισταθμιστικά μέτρα. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση, αφού θα πρέπει να διευκολύνει την επένδυση για να αποφύγει εκτός των άλλων και τον αρνητικό αντίκτυπο στο φιλοεπενδυτικό προφίλ της,  χωρίς όμως παράλληλα να υπαναχωρήσει σε πιέσεις και απαιτήσεις της πολυεθνικής που καταλήγουν σε μια αποικιοκρατικού τύπου σύμβαση. Από τη διαπραγμάτευση η Eldorado επιδιώκει δύο πράγματα: α) να “μικρύνει” το επενδυτικό σχέδιο, περιορίζοντάς το αποκλειστικά στα έργα που εξυπηρετούν την εξαγωγή συμπυκνωμάτων και β) να συμπεριληφθούν στη σύμβαση “διασφαλίσεις”, νομικές δεσμεύσεις που θα δένουν χεροπόδαρα Διοίκηση, τοπικές κοινωνίες και νομοθετική εξουσία και θα αποκλείουν στο μέλλον το σταμάτημα ή την καθυστέρηση των έργων για οποιοδήποτε λόγο, περιβαλλοντικό, δημοσίου συμφέροντος ή άλλο.

Η κυβέρνηση μπήκε στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για να ξελασπώσει την εταιρεία και  να “σώσει” την επένδυση παρ’οτι, κατά την “Καθημερινή”: “θα μπορούσε να μην αποδεχθεί το αίτημα της εταιρείας για αναθεώρηση του μπίζνες πλαν και να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση, διεκδικώντας μάλιστα και αποζημιώσεις”. Τη δυνατότητα αυτή, που προκύπτει από την παραβίαση της σύμβασης εκ μέρους της εταιρείας στο ζήτημα της μεταλλουργίας, είχαμε επισημάνει από το Φεβρουάριο 2015 (εδώ), προτρέποντας την τότε Κυβέρνηση να τη χρησιμοποιήσει για να σταματήσει, με νόμιμο τρόπο, την καταστροφή της Χαλκιδικής. Το ότι σήμερα η θέση αυτή δεν αμφισβητείται πια από το ίδιο το Υπουργείο (και μάλιστα προβάλλεται μέσω της φιλοκυβερνητικής Καθημερινής) φανερώνει ότι στην Κυβέρνηση υπάρχει επίγνωση του γεγονότος ότι η εταιρεία παραβίαζε και παραβιάζει τη σύμβαση και ότι το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν οι υποτιθέμενες καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις. Εάν λοιπόν η σημερινή Κυβέρνηση συνεχίσει να αποδέχεται και στην πράξη να υποστηρίζει την από μέρους της εταιρείας διαστρέβλωση της πραγματικότητας και την ενοχοποίηση της ελληνικής πλευράς για τις δήθεν καθυστερήσεις της επένδυσής της (υπερθεματίζοντας μάλιστα επιπλέον), τότε η Κυβέρνηση εν γνώσει της συναινεί στη θεμελίωση οικονομικών απαιτήσεων της πολυεθνικής σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.

Πάντα κατά την “Καθημερινή”, η εταιρεία μέσω του νέου μπίζνες πλαν φέρεται να “προτείνει  την κατασκευή της μονάδας χρυσού με νέα μέθοδο, κάτι που απαιτεί νέες αδειοδοτήσεις και μεταφέρει ουσιαστικά για τουλάχιστον δύο χρόνια μετά την έναρξη της κατασκευής της”. Αρχικά το γεγονός ότι συζητείται η αλλαγή μεθόδου επιβεβαιώνει, ξανά, ότι το flash smelting έχει τελειώσει οριστικά. Η εταιρεία “ζητεί παράταση δύο ετών στην κατασκευή της μονάδας μεταλλουργίας, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες στην πλευρά του Δημοσίου“. Το Υπουργείο λοιπόν φαίνεται να μην πείθεται ότι η εταιρεία προτίθεται πραγματικά να κατασκευάσει τη μεταλλουργία χρυσού και καλά κάνει κατά τη γνώμη μας αφού η συγκεκριμένη εταιρεία έχει βεβαρημένο παρελθόν, έχοντας ήδη εξαπατήσει μία φορά το Δημόσιο προτείνοντας μια μέθοδο που δεν λειτουργεί. Η “νέα μέθοδος” δεν κατονομάζεται, ωστόσο είναι γνωστό ότι η μόνη βιομηχανικά εφαρμοζόμενη μέθοδος σε παγκόσμιο επίπεδο για την επεξεργασία δυσκατέργαστων και πλούσιων σε αρσενικό μεταλλευμάτων όπως της Ολυμπιάδας είναι η υδρομεταλλουργία, με διάφορες παραλλαγές και τελικό στάδιο πάντα την κυάνωση. Αυτή τη μέθοδο, που έχει απορριφθεί από το ΣτΕ το 2002, προτείνει με άρθρο του ο Γενικός Διευθυντής Πρώτων Υλών Δρ Πέτρος Τζεφέρης. Αντιλαμβάνεται ο Υπουργός κ. Χατζηδάκης σε τι περιπέτειες πάει να βάλει τον τόπο;

Απέναντι στη διαφαινόμενη δραματική μείωση – μέχρι εξαφάνισης – των δημοσίων εσόδων από το νέο επενδυτικό σχέδιο της εταιρείας, με τη μεταλλουργία να παραμένει εν αμφιβόλω, το ΥΠΕΝ διεκδικεί μόνο μια αύξηση των μεταλλευτικών τελών (royalties). Αλλά αυτά είναι  τόσο πενιχρά ποσά που όσο και αν αυξηθούν, πενιχρά θα παραμείνουν. Με μια αύξηση 100% στα μεταλλευτικά τέλη, το 1,5% για το χρυσό θα πάει στο 3% και το 0,5% για το χαλκό θα φτάσει το “αστρονομικό” 1%! Το αίτημα για περισσότερες θέσεις εργασίας φαίνεται εντελώς ανεδαφικό, δεδομένου ότι το νέο επενδυτικό σχέδιο θα έχει κάποια εργοστάσια λιγότερα από ο,τι είχε το παλιό.

“Αυτό που επιδιώκουμε είναι μια συμφωνία win-win που να δώσει διέξοδο στην επένδυση αλλά και να διασφαλίζει τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου”, δήλωσε ο Υπουργός στην “Καθημερινή”. Στη διαπραγμάτευση που περιγράφει η εφημερίδα η πολυεθνική είναι αυτή που έχει το πάνω χέρι, αυτή που εκβιαστικά απαιτεί, όχι μόνο να μη δώσει παρά ψίχουλα στο Δημόσιο αλλά και επαίσχυντες “αποικιοκρατικού τύπου” διασφαλίσεις. Ο Υπουργός δεν φαίνεται να τα απορρίπτει, συζητάει απλώς τα ανταλλάγματα. Μπορεί το πρόβατο να κάνει win-win συμφωνία με το λύκο;