Σε μια σπηλιά κάτω από τα ερείπια ενός τείχους ενός μιλίου, έξω από την πόλη, μια μικρή ομάδα από παγωμένους και εντελώς εξαντλημένους άνδρες είχε καταφέρει να ανάψει μια φωτιά. Έξω, ο άνεμος δυνάμωνε. Μέχρι και ο ωκεανός έμοιαζε εξοργισμένος, που χτυπούσε τα βράχια σαν να προσπαθούσε να τα συνθλίψει μαζί και με τις τελευταίες ελπίδες των κουλουριασμένων ανδρών. Βλέποντας πως αυτές ήταν ήδη λίγες και μακρινές, η σύνθλιψη φαινόταν ένα μάλλον δύσκολο έργο, ακόμα και για τον ωκεανό.
Το σούρουπο έπεφτε πάνω από την υγρή πέτρινη σπηλιά στην Ελλάδα. Όντως, είχε κάπως λιγότερο κρύο εκεί μέσα, αλλά οι άνδρες συνέχιζαν να τρέμουν σαν φύλλα. Όλοι τους ήταν Αλγερινοί μετανάστες που βρέθηκαν στη χαμηλότερη βαθμίδα στην αλυσίδα της τροφής της σύγχρονης Μέδουσας που γεννήθηκε από τις ευρωπαϊκές αντιπροσφυγικές και αντιμεταναστευτικές πολιτικές.

Στις στιγμές με σχετική ηρεμία, πριν ο αέρας δυναμώσει και πάλι, κανείς δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Εκείνοι οι άνθρωποι είχαν εδώ και καιρό χάσει την όρεξή τους για κουβέντα και οι περισσότερες ελπίδες τους είχαν θαφτεί πίσω στη Σαχάρα, στην Τουρκία και κάπου στον βυθό της Μεσογείου. Ό,τι είχε απομείνει από αυτές είχε χαθεί από τους ευρωπαίους γραφειοκράτες. Τώρα πια, οι ιστορίες των προσφύγων φαίνονται χαραγμένες στα πρόσωπά τους, κυρίως γύρω από τα μάτια. Κοιτάζοντας προς τα μένα, ήταν μάτια απελπισίας και εξάντλησης που είχαν μπει στο παιχνίδι, αλλά ηττήθηκαν τόσο άσχημα που δεν μπορούσαν πια να το αποδεχθούν.
Μέχρι στιγμής, περίπου 63.000 πρόσφυγες και μετανάστες έχουν αποκλειστεί στην Ελλάδα, χωρίς να μπορούν ούτε να προχωρήσουν προς τη γη της επαγγελίας ούτε να επιστρέψουν στη δικιά τους που βρίσκεται σε ζώνη πολέμου.
Εδώ και μήνες, χιλιάδες περιμένουν για την πρώτη τους συνέντευξη μετά την αίτηση για άσυλο. Για πολλούς η αίτηση έχει ήδη απορριφθεί. Κατά τη λήψη αυτής της απόφασης, οι τοπικοί γραφειοκράτες είχαν αποφασίσει ότι η Τουρκία -μια χώρα στα πρόθυρα του πολέμου- είναι μια ασφαλής χώρα για τους πρόσφυγες.
Η γραφειοκρατική διαδικασία είναι βασανιστικά αργή για να λειτουργήσει. Τα μέλη της, χωρίς σχεδόν καμία εξαίρεση, «εκπληρώνουν μόνο τα καθήκοντά τους» και «ακολουθούν τον νόμο». Οι συλλογικές τους δράσεις έχουν ως αποτέλεσμα μια τέλεια συνταγή για την κοινοτοπία του κακού που έχει ήδη οδηγήσει στη γέννηση μιας νέας Ευρώπης, μιας ηθικά πτωχευμένης ηπείρου που δείχνει τα τελευταία ίχνη ντροπής και ενσυναίσθησης.
Προχωρώντας μέσα στον εξευτελισμό
Η Χίος, νησί του ανατολικού Αιγαίου, έχει χαρακτηριστεί ως «το μαγικό νησί που θεραπεύει τους περιπλανώμενους». Είναι επίσης ένα από τα πρώτα μέτωπα της Ευρώπης στον πόλεμο κατά των προσφύγων και των μεταναστών.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο τοπικός πληθυσμός στη Χίο διακρίθηκε για την υποδειγματική και μερικές φορές ηρωική φροντίδα του προς τους αφιχθέντες πρόσφυγες. Στη συνέχεια, την περασμένη άνοιξη, μετά τη συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας για τους πρόσφυγες και το κλείσιμο της οδού των Βαλκανίων, οι ελληνικές αρχές υπό την αιγίδα των Βρυξελλών δημιούργησαν το περίφημο κέντρο φιλοξενίας της ΒΙΑΛ. Το πρώτο από τα πολλά που ακολούθησαν, το ΒΙΑΛ, ήταν ο τέλειος συνδυασμός φυλακών και σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, παρόμοιες εγκαταστάσεις ξεφύτρωσαν σε πολλά νησιά του Αιγαίου που βρίσκονται δίπλα στις τουρκικές ακτές. Μερικά κέντρα φιλοξενίας δημιουργήθηκαν επίσης στην ηπειρωτική χώρα. Ωστόσο, μαζί με το στρατόπεδο Μόρια στο νησί της Λέσβου, μοναδικό ως προς τον συνδυασμό απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης και αστυνομικής βίας, το ΒΙΑΛ είναι ακόμα πιο διαβόητο.
Κατά την πρώτη μου επίσκεψη εκεί τον περασμένο Απρίλιο, όλο το στρατόπεδο έμοιαζε έτοιμο να εκραγεί. Μια απεργία πείνας ήταν σε εξέλιξη και οι αρχές αγωνίζονταν να ηρεμήσουν τα πράγματα με τη μετεγκατάσταση εκατοντάδων ανθρώπων στο στρατόπεδο της Σούδας. Το αυτοσχέδιο στρατόπεδο βρίσκεται στην παραλία και κοντά στην πόλη της Χίου και έγινε από έναν συνασπισμό των ΜΚΟ, των οποίων οι ακτιβιστές έφεραν τρόφιμα στους πρόσφυγες και τους βοήθησαν με την τρομερά περίπλοκη γραφειοκρατία.
Πριν από εννιά μήνες, οι νέοι αφιχθέντες στο νησί ήταν ακόμα γεμάτοι με ελπίδα, με ενθουσιασμό και τη θέληση να τα καταφέρουν. Κατά κάποιο τρόπο κατάφεραν να επιβιώσουν τόσο από την καταστροφή των αντίστοιχων πατρίδων τους όσο και από το απείρως επικίνδυνο ταξίδι τους προς αυτό που θεωρούσαν ότι ήταν ο πολιτισμένος κόσμος. Προχωρώντας μέσα από ατελείωτες ταπεινώσεις, ενώ έρχονταν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι ολόκληρο το παρελθόν τους είχε σβηστεί, έδωσαν όλο τους το είναι στην αναζήτηση κάποιου μέλλοντος.
Σήμερα, με την Ευρώπη-Φρούριο να είναι κλειστή και με τις περισσότερες από τις αυταπάτες τους να έχουν θαφτεί κάτω από το χώμα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί από τους πρόσφυγες κατάφεραν να φτάσουν στην Αθήνα και κάποιοι από αυτούς ακόμα πιο μακριά. Στη Χίο όμως, εκατοντάδες άνθρωποι έχουν παγιδευτεί και ζουν σε σοκαριστικά δύσκολες συνθήκες εδώ και μήνες.
Η Επιδημία Κατάθλιψης
Τα πρωινά στο στρατόπεδο της Σούδας δεκάδες πρόσφυγες βγαίνουν για να περάσουν την ώρα τους. Το στρατόπεδο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, μέσα σε ένα μεγάλο κανάλι κατά μήκος των αρχαίων τειχών της πόλης.
Οι άνδρες συνομιλούν ήσυχα και χωρίς πολύ πάθος. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν φαίνονται καν να είναι πια θυμωμένοι. Η λάσπη και το κρύο στρατόπεδο έχει χτυπηθεί από τη γρίπη. Αλλά ακόμα χειρότερη είναι η επιδημία της κατάθλιψης- η συλλογική μορφή της νόσου, σε στενή σύνδεση με τα συμπτώματα αυτού που φαίνεται να είναι καθαρά διαταραχή μετατραυματικού στρες.
Πριν από εννέα μήνες, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ακόμα μεγάλη συμπόνια στους ντόπιους, ακόμα κι αν η κρίση των προσφύγων τούς έχει ήδη στερήσει τουρίστες που είναι η βάση του εισοδήματός τους. Αλλά από τότε, τα πράγματα έχουν πάρει μια άσχημη τροπή. Η συμπόνια και φιλοξενία έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής, τουλάχιστον όταν δεν καλλιεργείται με δυναμικό τρόπο. Οι μάσκες της πολιτικής ορθότητας έχουν τώρα πέσει και η ναζιστική νοοτροπία που ήταν για καιρό σε νάρκη ζωντανεύει και πάλι.
Όπως πάντα, ο αδύναμος και ο καταπιεσμένος φέρουν το κύριο βάρος της. Λιγότερο από δύο μήνες νωρίτερα, πέτρες και κοκτέιλ μολότοφ έπεφταν στο στρατόπεδο των προσφύγων. Το μήνυμα δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερο: το νησί δεν είναι πλέον ασφαλές για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Απορριφθέντες
Στους εννέα μήνες μετά την άφιξή του στη Χίο, ο Μουσταφά Αλχίντιμπ έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα στο νησί. Τα άπταιστα αγγλικά του και κλίση του για κοινωνικές σχέσεις τον έκαναν το αγαπημένο πρόσωπο τόσο όσων συνέπασχαν μαζί του όσο και πολλών ξένων ακτιβιστών. Ωστόσο, το μόνιμο χαμόγελο του σαρανταδυάχρονου δεν μπορεί να κρύψει εντελώς τον πόνο του.

Αφού έχασε τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του σε μια αεροπορική επιδρομή στο Χαλέπι, ο Μουσταφά δεν έχει σταματήσει να κινείται. Ακόμη και εδώ, στο στρατόπεδο της Σούδας όπου ζει σε μία από τις τεράστιες σκηνές που φέρουν το σήμα της UNHCR, εμφανίζει συχνά στοιχεία παράνοιας. Δεν μπορεί να μείνει ακίνητος στην κυριολεξία. Όταν προσπαθεί να το κάνει, συνθλίβεται εντελώς από το βάρος της απώλειας του. Η οικογένειά του είναι κάτι για το οποίο αρνείται να μιλήσει.
Είναι πολύ πρόθυμος για να συζητήσει σχετικά με όλα τα άλλα με έναν συχνά ασταμάτητο και ιδεοψυχαναγκαστικό τρόπο.
Εκτός από τις αναμνήσεις από τη μαστιζόμενη από τον πόλεμο πατρίδα του, είναι επίσης στοιχειωμένος από το μέλλον. Τι μέλλον μπορεί να υπάρξει για έναν από τους δεκάδες χιλιάδες απρόσωπους πρόσφυγες εδώ; Και μάλιστα στην Ελλάδα, πάνω από κάθε άλλο μέρος- μια χώρα που για άλλη μια φορά θυσιάστηκε στον βωμό της ατζέντας της οπορτουνιστικής Ευρώπης, που επιστρατεύεται για να χρησιμεύσει ως η ανθρώπινη χωματερή της ηπείρου;
Η απάντηση, πιστεύει ο Μουσταφά, είναι πολύ ξεκάθαρη:
«Εννέα μήνες εξευτελισμού ήταν αρκετοί. Αισθάνομαι ότι κοντεύει να μου στρίψει. Όλα εδώ είναι λάθος και ανόητα, τα πάντα! Τι φάρσα- είμαστε σε χειρότερη θέση από ό,τι σκυλιά χωρίς αφέντη εδώ! Μας αντιμετωπίζουν σίγουρα χειρότερα. Φτάνει πια, αρκετά! Θα κάνω ό,τι μπορώ για να ξεφύγω από εδώ. Πού θα πάω; Οπουδήποτε, δεν με νοιάζει! Αλλά είναι πλέον σαφές ότι δεν θα μου επιτραπεί να το κάνω νόμιμα».
Μιλούσα με τον Μουσταφά στην φτωχά θερμαινόμενη σκηνή του. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του σαν μια φλογερή λιτανεία. Αυτός ο άνθρωπος είχε την ανάγκη να μιλήσει για την κατάστασή του με απολύτως ξεκάθαρο και έντονο τρόπο.
Πριν ανοίξει η γη και καταπιεί αυτόν και ολόκληρη την ύπαρξή του, ο Μουσταφά Αλχίντιμπ ήταν ο επικεφαλής μιας επιτυχημένης εμπορικής εταιρείας στο Χαλέπι. Αλλά μόλις άρχισε να περιγράφει την ζωή του τότε, έπεσε σε απελπισία. Από τη στιγμή εκείνη, το μόνο που θα μπορούσε να πει ήταν σύντομες, μερικές φορές σχεδόν εντελώς άσχετες φράσεις για τη σοβαρότητα της κατάστασής του.
Το πιο άμεσο πρόβλημά του ήταν τώρα ότι οι ελληνικές αρχές είχαν αρνηθεί την αίτησή του για άσυλο. Είχε κάνει ήδη έφεση κατά της απόφασης και είχε χάσει την προσφυγή. Μετά από όλα αυτά, οι ευρωπαίοι και οι έλληνες γραφειοκράτες θεώρησαν ότι η Τουρκία είναι σε θέση να παράσχει ασφαλές καταφύγιο. Στην περίπτωση του Μουσταφά, το ότι είναι χωρίς οικογένεια αποδείχθηκε ένας ακόμη παράγοντας εναντίον του. Το γεγονός ότι ο πόλεμος του στέρησε όλη την οικογένεια του, τον έκανε ακόμα πιο ανεπιθύμητο από ό,τι θα ήταν διαφορετικά. Και οι τοπικοί γραφειοκράτες έμειναν εξίσου ανεπηρέαστοι από το γεγονός ότι η αγαπημένη του πόλη, το Χαλέπι, είχε ισοπεδωθεί.
Εναλλακτικοί δρόμοι
Ο Μουσταφά μού εξήγησε ήρεμα ότι πάντα έψαχνε για εναλλακτικούς δρόμους. «Φαίνεται να υπάρχουν πολλοί! Κάθε μέρα τουλάχιστον πέντε από τους φίλους μου εδώ πάνε στην Αθήνα- εντελώς παράνομα, φυσικά. Αλλά τα φορτηγά, οι λαθρέμποροι, τα πλαστά έγγραφα, όλα αυτά κοστίζουν χρήματα… και δεν μου έχουν μείνει. Υπολογίζω, επίσης, σε κάποια βοήθεια από τους φίλους μου. Είμαι ένας από τους λίγους εδώ που είμαι έτοιμος να μείνω στην Ελλάδα ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση. Έχω πολλές δεξιότητες. Ξέρω ότι μπορώ να εμπιστευτώ τον εαυτό μου για να επιβιώσω. Αλλά πρώτα θα πρέπει να φύγω από αυτό το απαίσιο μέρος».
Ο Μουσταφά μιλούσε σοβαρά όταν έλεγε να βγει έξω. Κάθε μέρα που πέρασα μαζί του είχε και άλλο σχέδιο, κάθε μέρα και πιο ευφάνταστο από το προηγούμενο.
Ένα πρωί επέμενε ότι η καλύτερη ευκαιρία του για τη λαθρομετανάστευση ήταν να έχει μαζί του ένα μικρό σκυλί σε ένα πλοίο προς την Αθήνα. Όλη η προσοχή θα πάει στο σκυλί, εξήγησε, και ο ίδιος θα μπορούσε να περάσει εντελώς απαρατήρητος!
Όταν ήρθε αντιμέτωπος με το γεγονός ότι ακόμα και τα σκυλιά χρειάζεται να έχουν το δικό τους διαβατήριο για να ταξιδέψουν μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν εντελώς συντετριμμένος. «Ω θεέ μου, θεέ μου… αυτό που θέλω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι να πάω στο Λουξεμβούργο! Με τη μέθοδο του Αλί-Μπαμπά φυσικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος! Έχουν τόσους λίγους πρόσφυγες εκεί και τόσο πολύ χρήμα… Αλλά για να πάω εκεί χρειάζομαι τουλάχιστον 45.000 ευρώ, και ούτε που πλησιάζω αυτό το ποσό».
Ο Μουσταφά μού είπε, επίσης, ότι οι λαθρέμποροι έχουν ένα κανονικό μενού. Η επιχείρηση ανθεί και μπορεί κάποιος να πάει οπουδήποτε θέλει, εφ' όσον δώσει τα χρήματα. «Καναδάς- 9.000€, Γερμανία- 3.500€, χαμογέλασε με κούραση ο Μουσταφά: «Γαλλία- 5.000€, Μεγάλη Βρετανία- 7.000€».
Με ένα έντονο φτέρνισμα, ο Μουσταφά έβαλε στον εαυτό του έναν ακόμα καφέ. Ήταν ίσως ο δέκατος καφές του εκείνη τη μέρα.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν κοιμάται καλά τη νύχτα και έτσι ψάχνει στο διαδίκτυο για πιθανές λύσεις. Το πρωί, θα έδινε τα πάντα για να μη σηκωθεί από το κρεβάτι. «Από τη στιγμή που σηκώνομαι, αρχίζω να χάνω χρήματα», συσπάται και τελειώνει τον καφέ.
«Θα συνεχίσω να προσπαθώ! Δεν γίνεται να τα παρατήσω!»
Ένα μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί μπροστά από το στρατόπεδο της Σούδας. Οι άνδρες είναι στην ουρά για φαγητό, επικεντρωμένοι στο να πάρουν την καθημερινή τους μερίδα και να την πάνε στις γυναίκες και τα παιδιά που περιμένουν κάπου πιο πίσω. Αυτές οι συγκεντρώσεις για φαγητό έχουν από καιρό γίνει το συναισθηματικό καταφύγιο της ζωής στο στρατόπεδο, προσφέροντας τη μοναδική παρηγοριά σε μια εντελώς εξαθλιωμένη ύπαρξη.
«Προσπαθώ να μη χάσω την ψυχή μου», είπε ο Ομάρ αλ Σαλέμ,28 χρονών, από την πόλη της Συρίας Ντέιρ αλ-Ζορ. «Αποφεύγω τις συγκρούσεις. Σέβομαι τους κανόνες. Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά για κανέναν λόγο. Δεν πρόκειται ποτέ να βγω από εδώ με αυτόν τον τρόπο».
Ο Ομάρ έχει παραμείνει στο φρούριο του νησιού τους τελευταίους πέντε μήνες. Φαίνεται να συνέβη πριν από μια ολόκληρη ζωή, αλλά πριν την έναρξη του πολέμου είχε την τύχη να μπει στο κολέγιο. Σπούδασε οικονομικά στην πόλη της Λατάκειας, ένα προπύργιο του καθεστώτος και, ως εκ τούτου, σχεδόν ανέγγιχτο από τον πόλεμο. «Η ζωή ήταν καλή», θυμάται ο Ομάρ: «Αν και πάντα λίγο επικίνδυνη, δεδομένου ότι οι κακοποιοί που κερδοσκοπούσαν από τον πόλεμο είχαν από καιρό αναλάβει τον έλεγχο».
Ο Ομάρ ήταν απασχολημένος με τις σπουδές του και με τη δουλειά του, να σερβίρει σε ένα εστιατόριο. Η μεγαλύτερη ελπίδα του ήταν να τελειώσει ο πόλεμος πριν ολοκληρώσει την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση. Αυτό θα τον ελευθέρωνε από την όλο και πιο απειλητική προοπτική του να επιστρατευτεί για να σκοτώσει φίλους και γείτονες στην ειδεχθέστερη ένοπλη σύγκρουση της εποχής μας. Αλλά δεν έγινε έτσι. Όταν αποφοίτησε ο Ομάρ, το μακελειό μόλις είχε αρχίσει για τα καλά.
Όντας σουνίτης σε μια πόλη υπό τον έλεγχο των σιιτών, ήταν πάρα πολύ εκτεθειμένος ακόμη και να διανοηθεί να μείνει εκεί. Σίγουρα δεν σκόπευε να βοηθήσει ένα εντελώς επονείδιστο καθεστώς που σφάγιαζε χιλιάδες συμπολίτες του. Η άλλη επιλογή του- να συνταχθεί με τις ισλαμικές παραστρατιωτικές ομάδες που ελέγχονται από εξτρεμιστές- του φάνηκε εξίσου απωθητική.
Έτσι κατευθύνθηκε προς το Καμισλί, μια κουρδική πόλη δίπλα στα τουρκικά και ιρακινά σύνορα. Παρόλο που οι γονείς του έμεναν ήδη εκεί για ένα διάστημα, η πόλη δεν ήταν ασφαλής για τον ίδιο. Τα μέλη της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG, η οποία ελέγχει μεγάλο μέρος της βόρειας Συρίας, δεν καλοδέχονταν έναν σουνίτη που ήταν σε ηλικία κατάλληλη για μάχη. Και έτσι ο Ομάρ επέλεξε να ακολουθήσει το παράδειγμα των δύο αδελφών του, οι οποίοι, πριν από ενάμιση χρόνο, είχαν ανταποκριθεί στην πρόκληση του προσφυγικού δρόμου των Βαλκανίων για να φτάσουν στη Γερμανία.
Η δαπανηρή βοήθεια των τοπικών λαθρεμπόρων τον έβγαλε από τα αυστηρά φρουρούμενα σύνορα, όπου δεκάδες πρόσφυγες είχαν πρόσφατα πυροβοληθεί από τις περιπολίες στα τουρκικά σύνορα. Ο Ομάρ δεν είχε αρκετά χρήματα για να αγοράσει «το κλασικό» μενού των λαθρεμπόρων. Έτσι αναγκάστηκε να τα βγάλει πέρα αλλιώς. Οι λαθρέμποροι του έδωσαν μια ελεύθερη θέση σε μια από τις βάρκες που έφευγαν, αλλά ως αντάλλαγμα του είχε ανατεθεί να την οδηγήσει ο ίδιος σε όλη τη διαδρομή προς την Ελλάδα. Δεν ήξερε ότι η σύμφωνη γνώμη του θα μπορούσε πολύ εύκολα να τον κλείσει στη φυλακή ως βοηθό των λαθρεμπόρων.
Ήταν εξίσου πιθανό να μην μπορούσε να αντεπεξέλθει στο έργο της πλοήγησης του σκάφους. Ποτέ πριν δεν είχε δοκιμάσει κάτι παρόμοιο. Για τους 35 επιβάτες του σκάφους, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είχαν αποδειχθεί μοιραίες.
«Ήμασταν περίπου για μισή ώρα στα ανοιχτά. Ξαφνικά είδα ένα τουρκικό σκάφος της ακτοφυλακής να κατευθύνεται προς τα εμάς. Η θάλασσα ήταν αγριεμένη και έμπαινε νερό στη βάρκα., έτσι φούλαρα τη μηχανή στο μέγιστο. Όχι, δεν αισθάνθηκα καθόλου φόβο. Λειτουργούσα καθαρά με το ένστικτο. Το τουρκικό σκάφος επέλεξε να μην ακολουθήσει. Μόνο όταν η θάλασσα άρχισε να ηρεμεί αντιλήφθηκα πόσο εύκολα θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί όλοι».
Ο Ομάρ είναι επίσης μια από αυτές τις αποκαρδιωμένες ψυχές που η αίτηση του για άσυλο έχει ήδη απορριφθεί από τις ελληνικές αρχές. Περιμένει τώρα την απόφαση επί της προσφυγής του, αλλά το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι να απελαθεί και αυτός σύντομα πίσω στην Τουρκία. Αυτό είναι αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας. Ωστόσο, όταν έπεφτε το σούρουπο στο κρύο στρατόπεδο προσφύγων, μου είπε ότι εξακολουθεί να αρνείται να αποδεχθεί την ήττα.
Είχε ήδη διακινδυνέψει πολλά για να το κάνει. Με πληροφόρησε ότι ήταν το μόνο άτομο στο σκάφος του που δεν είχε ακόμα καταφέρει να φύγει από τη Χίο. Αυτό το παίρνει ως απόδειξη ότι εξακολουθεί να είναι δυνατόν να φτάσει τουλάχιστον στην Αθήνα, αν όχι στην πραγματική γη της επαγγελίας. Αλλά για να φτάσει στην ελληνική πρωτεύουσα θα του στοιχίσει 500 ευρώ, και δεν έχει χρήματα. Οι γονείς του δεν είναι σε θέση να τον βοηθήσουν. Ίσως τα δύο αδέλφια θα είναι σε θέση να συνεισφέρουν εάν και όταν βγάλουν χρήματα. Ο Ομάρ με ενημέρωσε με περηφάνια ότι είχε χορηγηθεί και στους δύο άσυλο στη Γερμανία και ήταν πολύ καλά.
Ο Ομάρ είναι πεπεισμένος ότι αν φτάσει στην Αθήνα τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο εύκολα. «Πολλές φορές προσπάθησα να μπω σε πλοία με κατεύθυνση την Αθήνα, αλλά με έπιασαν κάθε φορά. Μια φορά ξάνθυνα τα μαλλιά μου για να μην με αναγνωρίσουν. Αλλά πάλι δεν τα κατάφερα. Την τελευταία φορά, οι αστυνομικοί μού χαμογέλασαν ευγενικά και με οδήγησαν πίσω στο στρατόπεδο. Αλλά θα συνεχίσω να προσπαθώ! Δεν μπορώ να τα παρατήσω!».
Πάνω από όλα, αυτός ο νεαρός από τη Συρία έδειχνε ότι φοβόταν μην τυχόν και σταματήσει να ελπίζει. Η ελπίδα, άλλωστε, είναι η κύρια κατευθυντήρια δύναμη για τους πληγωμένους επιζώντες στα στρατόπεδα σαν αυτά σε όλη την ελληνική ακτογραμμή. Δεν είναι να απορείς που η Ευρώπη διεξάγει εδώ και καιρό μια τερατώδη εκστρατεία για να γκρεμίσει και το τελευταίο ίχνος της ελπίδας και της θέλησης τους για να συνεχίσουν να προσπαθούν.
Πρόσφυγες δεύτερης κατηγορίας
«Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έβλεπα τόσο φρικτά πράγματα όπως η απόλυτη υποβάθμιση της ανθρώπινης ζωής…», λέει ο Σαρίφ Αλίμι, 28 χρονών, ένας αφγανός Χάζαρος από την επαρχία Γκαζνί. Άρχισα να μιλάω μαζί του ενώ έμπαινε σε ένα παμπάλαιο λεωφορείο που μεταφέρει τακτικά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες από το κέντρο φιλοξενίας ΒΙΑΛ στο στρατόπεδο της Σούδας.
Τα τελευταία πέντε χρόνια ο Σαρίφ ζούσε στη Σουηδία. Αλλά τον Νοέμβριο αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, η οποία ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός σταθμός του στο μακρύ και δύσκολο δρόμο του για την ελευθερία. Ο λόγος για την πρόσφατη επιστροφή του; Πριν από δύο μήνες, οι γονείς του έφθασαν στη Χίο, αφού πέρασαν τα τελευταία χρόνια ως πρόσφυγες στην Κουέτα, μια από τις πιο επικίνδυνες πόλεις στον κόσμο για τους Χαζάρους, οι οποίοι διώκονται βιαίως.
Αυτό το γεγονός δεν άφησε περιθώρια στον Σαρίφ. «Πολύ απλά έπρεπε να ενεργήσω. Δεν είχα άλλη επιλογή, παρά να έρθω εδώ και να βοηθήσω τους γονείς μου. Ήξερα τι είχα να αντιμετωπίσω. Υπήρξα φυλακισμένος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες- συνολικά με φυλάκισαν δεκαεφτά φορές. Και χωρίς ούτε μια καταδίκη! Η χειρότερη φορά ήταν στη Σλοβακία, όπου έμεινα στη φυλακή για έξι μήνες. Πιστέψτε με, ήξερα πολύ καλά πώς είχε εξελιχθεί η Ευρώπη. Πώς επιλέγει να μας αντιμετωπίσει».
Όταν έμαθε ότι οι γονείς του είχαν φτάσει στη Χίο, ο Σαρίφ κατάφερε να βάλει σε αναμονή την καλή δουλειά του στη Σουηδία και να αναχωρήσει κατευθείαν για την Ελλάδα.
Ακούγοντας τα μισά από αυτά, ήμουν σίγουρος ότι η ιστορία του Σαρίφ άξιζε για μια τριλογία βιβλίων και ταινιών. Κατά τη διάρκεια των έντεκα χρόνων που υπήρξε παιχνιδάκι στα χέρια της Ευρώπης, απελάθηκε στο Αφγανιστάν, στην Τουρκία, στην Ελλάδα και δύο φορές στο Ιράν. Η παραίτηση ήταν αδιανόητη. Έζησε τις διάφορες μορφές της σλαβικής αστυνόμευσης, την αγριότητα της ζωής στους δρόμους της Ιταλίας και την πρόσφατη ανάπτυξη του γαλλικού ρατσισμού. Έγινε αποδεκτός μόνο στη Σουηδία, πριν από πέντε χρόνια περίπου, και λέει ότι η σκανδιναβική χώρα έχει υπάρξει πολύ καλή μαζί του. Βρήκε εύκολα δουλειά, που του επέτρεψε να πάρει το υπόλοιπο της ζωής του στα χέρια του.
Αυτό σήμερα δεν θα ήταν δυνατό. Όπως αναφέρθηκε, η Ευρώπη τώρα επαναπατρίζει καθημερινά αφγανούς πρόσφυγες, χαρακτηρίζοντάς τους ασφαλείς σε μια χώρα όπου με δυσκολία έχει δει κάποια ηρεμία από τις σφαγές των τελευταίων σαράντα χρόνων.
«Θα σε ξαναδώ στη Σουηδία!»
«Δεν μπορούσα να αφήσω τους γονείς μου να έχουν την ίδια μοίρα με εμένα», λέει γνέφοντας ο Σαρίφ. «Έτσι ήρθα εδώ κάτω να τους βοηθήσω να έρθουν στη Σουηδία. Μέχρι τώρα δεν τα καταφέραμε, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα γίνει σύντομα».
Παραιτούμενος της επιλογής του να κοιμηθεί σε ξενοδοχείο, αυτός ο υπάκουος γιος περνάει τα βράδια του μέσα στο κέντρο φιλοξενίας ΒΙΑΛ. Κάθε μέρα χώνεται μέσα από μια τρύπα του φράχτη που είναι το πιο καλά κρυμμένο μυστικό της περιοχής. Το κέντρο φιλοξενίας ΒΙΑΛ είναι κατά τ’ άλλα αυστηρώς φρουρούμενο, αλλά από τη στιγμή που ο Σερίφ καταφέρνει να γλιστρήσει μέσα, κανένας δεν τον θεωρεί ύποπτο.
Ενώ μιλάω μαζί του, γίνεται γρήγορα ξεκάθαρο ότι δεν τον νοιάζουν οι ανέσεις και είναι πλήρως προσηλωμένος στον στόχο του. Έχει περάσει τα πάντα και ακόμα περισσότερα. Τα όρια πόνου του έχουν ανέβει σε ένα προηγουμένως αδιανόητο επίπεδο. Μόλις τον γνωρίσεις, μπορείς καθαρά να το δεις γραμμένο στο πρόσωπό του, στη σημαδεμένη και γκρίζα όψη ενός πραγματικού επιζόντα.
Στις μέρες που περάσαμε μαζί, ο Σαρίφ και η σουηδέζα κοπέλα του, Ζάρα, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μεταφέρουν τους γονείς σε ένα ξενοδοχείο. Ο Σαρίφ αφοσιώθηκε στο να εξασφαλίσει στη μητέρα και τον πατέρα του ένα μίνιμουμ άνεσης και αξιοπρέπειας, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να θέτει τον εαυτό του στον κίνδυνο να φυλακιστεί και πάλι. Ήταν αξιοπρεπής και ατρόμητος μαζί στον αγώνα του κατά των αστυνομικών και των άλλων μεταναστών για να σώσει τους γονείς του από τον εξευτελισμό. Χωρίς το σουηδικό του διαβατήριο, ο Σαρίφ θα είχε κυριολεκτικά εξαφανιστεί από την ήπειρο άμεσα. Με τα σημερινά δεδομένα, μπορούσε να πιαστεί από αυτό το μικρό κομμάτι χαρτιού και να συνεχίσει να αγωνίζεται για αυτό το αόριστο και απείρως εύθραυστο πράγμα που ονομάζεται ανθρώπινα δικαιώματα.
«Έχω πάρει την απόφασή μου: θα πάμε όλοι να ζήσουμε στη Σουηδία και έτσι θα γίνει», μου είπε ο Σαρίφ όταν χωριζόμασταν. «Εμείς οι Aφγανοί είμαστε πρόσφυγες δεύτερης κατηγορίας, ξέρεις. Κανένας απολύτως δεν έχει χρόνο για εμάς και αυτό ισχύει διπλά για τους Χαζάρους. Εννοώ, ακόμα και στη δικιά μας χώρα αντιμετωπιζόμαστε σχεδόν ως ξένοι. Αλλά τι να κάνεις; Ξέρω ότι τίποτα δεν θα μας σταματήσει τώρα. Άρα θα σε ξαναδώ στη Σουηδία, υποθέτω, ε;».