του Μιχάλη Γιαννεσκή
Το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης απονεμήθηκε στην Αούνγκ Σαν Σου Κι το 1991 για τον «μη βίαιο αγώνα της για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Η νομπελίστρια, έχοντας τηρήσει σιγή ιχθύος για πολλές εβδομάδες, καταδίκασε τον περασμένο μήνα όλες τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μιανμάρ, σιωπώντας όμως για το γεγονός ότι ο στρατός και φανατικοί βουδιστές της χώρας που ηγείται ευθύνονται για τη γενοκτονία των μουσουλμάνων Ροχίνγκια. Η στάση της επανέφερε στην επικαιρότητα το ερώτημα σε τι αποσκοπεί η απονομή του Βραβείου.
Παρότι έχουν βραβευθεί αξιόλογα άτομα, όπως ο Νέλσον Μαντέλα, υπάρχουν παραδείγματα βραβευμένων πολύ υποδεέστερα από την Αούνγκ Σαν Σου Κι και τη διστακτικότητα της να κατονομάσει τους υπαίτιους για τον διωγμό των Ροχίνγκια.
Το 1973 το Βραβείο απονεμήθηκε στον Χένρι Κίσινγκερ, τη χρονιά που ο ίδιος έδινε εντολή να βομβαρδιστεί η Καμπότζη, λέγοντας «ό,τι πετάει [να βομβαρδίσει] ό,τι κινείται». Το Βραβείο απονεμήθηκε ταυτόχρονα και στον Βόρειο-Βιετναμέζο πολιτικό και διπλωμάτη Λε Ντουκ Θο, ο οποίος δεν το αποδέχθηκε.
Στους υποψηφίους για την απονομή του Βραβείου συμπεριλαμβάνονται και όσοι κάνουν προσπάθειες για την αποστρατιωτικοποίηση της χώρας τους. Ωστόσο το 1994 το Βραβείο απονεμήθηκε στον παλαιστίνιο Γιάσερ Αραφάτ και στους ισραηλινούς Γιτσάκ Ραμπίν και Σιμόν Πέρες, παρότι ο Πέρες υπήρξε πρωτεργάτης της πυρηνικής εξόπλισης και της στρατιωτικοποίησης του Ισραήλ. Αντίθετα, ο ισραηλινός Μορντεχάι Βανούνου, ο οποίος φυλακίστηκε για 18 χρόνια για τη διαρροή πληροφοριών σχετικά με τα μυστικά προγράμματα πυρηνικού εξοπλισμού της χώρας του, αρνήθηκε επανειλημμένα να συμπεριληφθεί στη λίστα των υποψηφίων για την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης.
Περιπτώσεις βραβευμένων σαν τον Κίσινγκερ και τον Πέρες υπενθυμίζουν την προέλευση των βραβείων, τα οποία καθιέρωσε ο εφευρέτης της δυναμίτιδας Άλφρεντ Νόμπελ με αφορμή ένα λάθος μιας γαλλικής εφημερίδας, προσπαθώντας να επισκιάσει τις καταστροφικές συνέπειες και τις πολεμικές εφαρμογές των εφευρέσεων του. Το 1888, όταν πέθανε στη Γαλλία ο Λούντβιγκ, ο αδελφός του Άλφρεντ, η εφημερίδα μπέρδεψε τα δύο αδέλφια και έγραψε ότι «ο έμπορος του θανάτου πέθανε … ο Άλφρεντ Νόμπελ, ο οποίος έγινε πλούσιος εφεύρωντας τρόπους για να σκοτώνονται περισσότεροι άνθρωποι πιο γρήγορα, πέθανε χθες». Ο Νόμπελ εξευτελίστηκε και θέλοντας να εξασφαλίσει ότι το όνομα του δεν θα παρέμενε συνδεδεμένο μόνο με τα εκρηκτικά από τα οποία είχε κάνει την περιουσία του, καθιέρωσε τα βραβεία το 1895.
Παρότι τα Βραβεία Νόμπελ στους τομείς της επιστήμης και της λογοτεχνίας έχουν απονεμηθεί σε πολλούς αξιόλογους επιστήμονες και συγγραφείς, το Βραβείο Ειρήνης απονέμεται συνήθως με πολιτική σκοπιμότητα. Οι επιτροπές για όλα τα άλλα βραβεία επιλέγονται από μέλη επιστημονικών ιδρυμάτων και συνιστώνται διαφορετικές ομάδες για τα στάδια της αξιολόγησης και της επιλογής των νομπελιστών. Αντίθετα, η πενταμελής Επιτροπή για το Βραβείο Ειρήνης επιλέγεται από το Νορβηγικό Κοινοβούλιο – αντικατοπτρίζοντας την εκπροσώπηση των κομμάτων σε αυτό – και αναλαμβάνει όλες τις σχετικές διαδικασίες.
Το Βραβείο Οικονομικών Επιστημών (ο πλήρης τίτλος είναι «Βραβείο Οικονομικών Επιστημών της Κρατικής Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ») έχει επίσης απονεμηθεί σε αμφιλεγόμενα άτομα. Ο πιο διαβόητος νομπελίστας ήταν ο James McGill Buchanan, ο οικονομολόγος «γκουρού» του δικτάτορα Πινοσέτ και πρωτεργάτης ενός μυστικού πλάνου για τη «διάσωση» του καπιταλισμού από τις δημοκρατικές διαδικασίες, ο οποίος βραβεύτηκε το 1986.
Η μεροληπτικότητα και οι ανεπάρκειες των μεθόδων επιλογής των νομπελιστών δεν σταματούν εκεί. Ο αριθμός των γυναικών στις οποίες έχουν απονεμηθεί βραβεία Νόμπελ από το 1901 μέχρι σήμερα αποτελεί μόνο το 5% του συνόλου των βραβευθέντων. Η λίστα των ατόμων από την οποία επιλέγονται οι νομπελίστες παραμένει μυστική για 50 χρόνια. Το ίδρυμα Νόμπελ ξοδεύει περίπου 3,5 εκατ. δολάρια, το 60% της συνολικής αξίας όλων των βραβείων, για τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων.
Συνεπώς ας μην εκπλαγούμε αύριο όταν ανακοινωθεί η απονομή του Βραβείου Ειρήνης για το 2017: το μεγαλείο της αντίφασης του αφήνει ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο.
Βλέπε επίσης
Hedin, M. (2014). A prize for grumpy old men? Reflections on the lack of female Nobel laureates. Gender and History, Vol. 26, No. 1, pp. 52-63.
Nordlinger, J. (2012). Peace, they say: A history of the Nobel Prize. Encounter Books, New York.
Sohlman, M. (2003). Eyes on the prize: Alfred Nobel’s legacy today. Harvard International Review, Vol. 24, No. 4, pp. 87-88.