του Παύλου Γεωργιάδη
Όταν το Δημοκρατικό Κόμμα της Βραζιλίας αποφάσισε να διασπάσει την κυβέρνηση των Εργατικών, ένα μόλις μήνα πριν την ψηφοφορία για την πρόταση μομφής ενάντια στην πρόεδρο Rousseff, θα περίμενε κανείς ότι ο ηγέτης του -και αντιπρόεδρος της Βραζιλίας- θα παραιτούνταν. Αυτό θα αποτελούσε ελάχιστη ηθική υποχρέωση και ευθύνη προς τους 54 εκατομμύρια ψηφοφόρους που τον εξέλεξαν στη βάση μίας συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας. Η απόφασή του να παραμείνει αντιπρόεδρος, και να ηγηθεί της κυβέρνησης, δεν έχει άλλη εξήγηση από την πολιτική σκοπιμότητα.
Πρόσωπο-κλειδί πίσω από την διαδικασία μομφής ενάντια στην Dilma, ο εν ενεργεία πρόεδρος εφαρμόζει με κυνικότητα ένα άκρως συντηρητικό πρόγραμμα, αντιδιαμετρικά αντίθετο από αυτό για το οποίο εκλέχθηκε. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι στην υπό διαμόρφωση κυβέρνηση του Temer δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα, κάποιος εκπρόσωπος των αφρικανών απογόνων (που αποτελούν περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της Βραζιλίας), των αυτόχθονων πληθυσμών ή οποιασδήποτε άλλης “μειονότητας”. Είναι όλοι τους λευκοί άνδρες, εκ των οποίων οι 7 βρίσκονται υπό δικαστική έρευνα για διαφθορα. Ο ίδιος ο Temer είναι “Ficha-suja”, πρόσφατα καταδικασμένος από το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο, και ως εκ τούτου του έχει απαγοερυθεί το εκλέγεσθαι για 8 χρόνια. Και αυτή είναι, υποτίθεται, μία κυβέρνηση η οποία αναλαμβάνει για να καταπολεμήσει την ευρέως διαδεδομένη διαφθορά.
Ο νέος Υπουργός Προγραμματισμού, Romero Jucá, είναι ο γερουσιαστής που εισηγήθηκε ένα νομοσχέδιο για την αλλαγή της νομοθεσίας για την δουλεία, περιορίζοντας στην ουσία τον ορισμό της. Ο νέος Υπουργός Γεωργίας, Blairo Maggi, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σόγιας στον κόσμο γιαυτό και ονομάσθηκε ο “Βασιλειάς της Σόγιας”. Το 2005, η Greenpeace του έδωσε τιμής ένεκεν το βραβείο του “Χρυσού Αλυσοπρίονου”, για τη συμβολή του στην αποψίλωση των δασών του Αμαζονίου. Ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης και Δικαιωμάτων του Πολίτη -που θα περιλαμβάνει πλέον και τα ανθρώπινα δικαιώματα- είναι ο πρώην Υπουργός Ασφαλείας του Σάο Πάολο, ο οποίος πρόσφατα διέταξε τη βίαιη απομάκρυνση νεαρών φοιτητών διαδηλωτών που καταλάμβαναν ειρηνικά τα σχολεία τους. Και η λίστα συνεχίζεται…
Εντούτοις, τα κύρια μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν μέχρι στιγμής εκφράσει μικρή κριτική προς τον αναπληρωτή πρόεδρο της χώρας, εν αντιθέσει με την εντυπωσιακή κριτική που δέχεται η κυβέρνηση της Dilma. Αντ’ αυτού, επιλέγουν να διατυμπανίζουν την έκκληση του Temer για “ενότητα και σταθερότητα”, που ξαφνικά έγινε πιο σημαντική από την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Ούτε καν η απόφαση για την σίγαση του Γενικού Ελεγκτή του Κράτους, του ανεξάρτητου οργάνου για τον έλεγχο και την εποπτεία της κυβέρνησης, και η τοποθέτησή του υπό το πολιτικό πέπλο του Υπουργείου, δεν σχολιάστηκε από τους δημοσιογράφους, οι οποίοι τόσο έντονα καταγγείλουν τη διαφθορά.
Όλο αυτό το σκηνικό εκθέτει την διαδικασία μομφής ενάντια στην Rousseff, η οποία είναι αποτέλεσμα σκανδάλων στα οποία εμπλέκονται όλα τα πολιτικά κόμματα, και δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αποκαλύπτει το γεγονός ότι πρόκειται για έναν πολιτικό ελιγμό, ενορχηστρωμένο από τις παραδοσιακές πολιτικές ελίτ, που είχαν μέχρι πρότινως συμμαχίσει με την κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος. Εν τέλει, αποδεικνύεται ότι αυτές είχαν ένα εντελώς διαφορετικό πρόγραμμα, και βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν την εκλεγμένη πρόεδρο της χώρας.
Η εξέλιξη αυτή είναι εντελώς αποκομμένη από την λαϊκή βούληση. Πρόκειται για μία αλλαγή ενός κυβερνητικού προγράμματος το οποίο είχε θέσει ως προτεραιότητα τα πιο φτωχά και ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού, προς απογοήτευση των πολιτικών ελίτ.
Ίσως πολλοί Βραζιλιάνοι που απαίτησαν την αποπομπή της Dilma, κουρασμένοι από την διαφθορά και την καταστροφική οικονομική κρίση, νόμιζαν ότι πρόκειται απλά για την αντικατάσταση μίας μη-δημοφιλούς προέδρου. Όμως τα πρόσφατα γεγονότα αποκαλύπτουν ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα και η πορεία μίας χώρας έχει αλλάξει, χωρίς να έχουν προηγηθεί εκλογές.
Το αν αυτό είναι παράνομο, δέχεται πολύ συζήτηση. Δεν χωρά, όμως, καμία αμφιβολία ότι το γεγονός είναι αθέμιτο.