Η μελέτη, υπό τον τίτλο «Μια πρώτη αξιολόγηση για τη βοήθεια της ΕΕ και του ΔΝΤ προς τις χώρες της ευρωζώνης» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πρόωρες εκτιμήσεις της τρόικας σχετικά με την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να προσαρμοστεί, αποδείχθηκαν αισιόδοξες.

Αντίθετα, οι παραδοχές της τρόικας στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας αποδείχθηκαν πιο ρεαλιστικές και η επιστροφή των χωρών αυτών στις αγορές είναι εφικτή.

Ειδικότερα, όσον αφορά την Ελλάδα το Bruegel εκτιμά ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα ήταν προτιμότερο να είχε γίνει νωρίτερα και προσθέτει ότι η καθυστερημένη αναδιάρθρωση είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ζημιές για τους φορολογούμενους. Παράλληλα, αφήνει να εννοηθεί ότι ο επίσημος τομέας θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η Ελλάδα δεν δύναται να αποπληρώσει το χρέος της.

Η μελέτη του Bruegel επισημαίνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική πορεία από αυτήν της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας για τρεις λόγους: Πρώτον, οι αρχικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς για την Ελλάδα. Δεύτερον, το ελληνικό διοικητικό και πολιτικό σύστημα είναι πολύ πιο αδύναμο σε σχέση με αυτό των δύο άλλων χωρών. Τρίτον, η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που ζήτησε οικονομική βοήθεια, όταν η ευρωζώνη ήταν εντελώς απροετοίμαστη για μια τέτοια κρίση.

Σε γενικές γραμμές, το Bruegel τονίζει ότι τα προγράμματα της τρόικας πέτυχαν σε ορισμένους τομείς και ταυτόχρονα απέτυχαν σε άλλους. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι η ταχύτερη από το αναμενόμενο συρρίκνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχία, ενώ αποτυχία είναι η βαθύτερη από το αναμενόμενο ύφεση και η υψηλή ανεργία. Ειδικότερα για την ανεργία στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, το Bruegel σημειώνει ότι δεν ευθύνονται μόνο τα μέτρα λιτότητας, αλλά και η δυσλειτουργία της αγοράς εργασίας στις χώρες αυτές.

Οι συντάκτες της έκθεσης, οι οικονομολόγοι Ζαν Πιζανί Φερί, Αντρέ Σαπίρ και Γκούντραμ Βουλφ, επισημαίνουν ότι για την αντιμετώπιση της κρίσης, η συνεργασία της ΕΕ και του ΔΝΤ αρχικά ήταν αναπόφευκτη και αναγκαία, κυρίως λόγω της έλλειψης τεχνογνωσίας και εμπειρίας της ΕΕ, καθώς και έλλειψης εμπιστοσύνης προς τα ευρωπαϊκά όργανα να δράσουν μόνα τους. Ωστόσο, εκτιμούν ότι στο μέλλον, η συμμετοχή του ΔΝΤ σε προγράμματα οικονομικής βοήθειας θα πρέπει να περιοριστεί στο 10% της συνολικής βοήθειας, όπως έγινε στην περίπτωση της Κύπρου.