Συνέντευξη στην Τζένη Τσιροπούλου
Πέντε ιστορικοί κάνουν για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά μια αναδρομή στη σεξουαλική βία τον 20ό αιώνα.
Προερχόμενοι από διαφορετικές εμπειρίες και διαδρομές – μάχιμη δικηγορία, δημοσιογραφία, κοινωνική & πολιτισμική ιστορία και σπουδές φύλου – η ομάδα των ιστορικών αξιοποιεί σημαντικές πλην λησμονημένες πηγές: ποινικοί κώδικες, δικαστικά αρχεία κακουργιοδικείων, απόρρητες στρατιωτικές εκθέσεις, αλλά ακόμα και το προσωπικό ημερολόγιο Ελληνοαμερικανού στρατιώτη βιαστή, που αφηγείται τους βιασμούς που διέπραξε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.
Ο “άκαμπτος” Νόμος, οι ιστορίες που αφηγούνται τα θύματα και οι θύτες, οι μαρτυρίες των αστυνόμων, η υπερασπιστική γραμμή των δικηγόρων, οι δικαστές, η κοινή γνώμη και οι ένορκοι, όλα συνθέτουν το παζλ της σεξουαλικής βίας και φωτίζουν ένα κενό, ένα παρθένο πεδίο στην ιστορική μελέτη των ανθρώπινων σχέσεων.
Από έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας σε έγκλημα κατά των ηθών και της “οσίας” παρθενίας, σήμερα πια έγκλημα κατά της σεξουαλικής ελευθερίας, το παραβιασμένο σώμα δεν σταματά να αποτελεί ένα χρονολόγιο τραυμάτων και έναν κοινωνικό λεπτοδείκτη συντηρητισμού και διεκδικήσεων.
Το ερευνητικό πρότζεκτ Brutal Intimacies ξεκινάει τώρα και θα διαρκέσει τρία χρόνια. Στόχος είναι πέρα από μία ακαδημαϊκή παρακαταθήκη, να γίνει κτήμα και μιας λαϊκής βιβλιοθήκης με εκλαϊκευμένες δημοσιεύσεις και ανοιχτές συζητήσεις για το κοινό.
Το ThePressProject συνομίλησε με την επιστημονική υπεύθυνη, Δήμητρα Βασιλειάδου, η οποία μελετά την ιστορία των έμφυλων και οικογενειακών σχέσεων και της σεξουαλικότητας, και με τον Αχιλλέα Φωτάκη, νομικό και ιστορικό.
Γιατί “Brutal Intimacies”;
Αχιλλέας Φωτάκης: Υπάρχει προφανώς μια παραδοξότητα στον τίτλο: το “brutal” παραπέμπει σε κάτι βάναυσο ενώ το “intimacy” είναι η οικειότητα, η σχέση εκ του σύνεγγυς. Μοιάζουν σαν δύο απομακρυσμένες πραγματικότητες αυτές οι δύο λέξεις αλλά στην πραγματικότητα ο βιασμός δεν είναι το ειδεχθές έγκλημα που διαπράττεται από κάποια τέρατα εκτός κοινωνίας. Ο βιασμός είναι μέσα στις κοινωνικές μας σχέσεις.
Δήμητρα Βασιλειάδου: Το σεξ δεν κάνει πάντοτε χαρούμενους τους ανθρώπους. Ξέρουμε από μελέτες ότι συμβαίνει κυρίως μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται. Δεν είναι ο ανώμαλος που κρύβεται στο δασάκι και περιμένει την ανυποψίαστη γυναίκα. Και ιστορικά, ο βιαστής είναι ο συγχωριανός, ο γείτονας, ο αρραβωνιαστικός, ο πατέρας, ο αδερφός ή ένας άντρας που η γυναίκα τον απέρριψε.
Γιατί επιλέξατε τις συγκεκριμένες δεκαετίες των 1900-1960s;
Δημ.Βασ.: Η πιο βασική πηγή μας είναι οι δικαστικές υποθέσεις. Συγκρίνουμε τις πόλεις και την ύπαιθρο, μελετώντας υλικό από τα κακουργιοδικεία της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας και από τα τέσσερα κακουργιοδικεία του Αιγαίου: Σύρου, Χίου, Σάμου και Μυτιλήνης. Ένας σημαντικός λόγος, λοιπόν, είναι η διαθεσιμότητα του υλικού καθώς πριν από τον 20ό αιώνα τα δικαστικά αρχεία είναι διάσπαρτα και δεν μας επιτρέπουν να τα μελετήσουμε. Επίσης, ο 20ός αιώνας περιλαμβάνει δύο δεκαετίες πολεμικών αναμετρήσεων και μπορούμε να εξετάσουμε τη σεξουαλική βία στην πιο συγκλονιστική πτυχή της: ως έγκλημα πολέμου.
Αχ.Φωτ.: Ο βιασμός έχει μια διαχρονικότητα, εμφανίζεται με επιμονή μέσα στον χρόνο. Η συγκεκριμένη περίοδος είναι ενδιαφέρουσα γιατί μας επιτρέπει να δούμε τι μας έρχεται από τον 19ο αιώνα αλλά και να κρυφοκοιτάξουμε τον 21ο, το παρόν μας.
Πώς αλλάζει η περιγραφή του βιασμού στον Ποινικό Κώδικα μέσα στον χρόνο;
Δημ.Βασ.: Στις αρχές του 20ού αιώνα, το να βιάζεται ένας άνθρωπος θεωρείται έγκλημα κατά των ηθών. Είναι, δηλαδή, προσβολή απέναντι στην κοινωνία ενώ σήμερα είναι έγκλημα ενάντια στη γενετήσια ελευθερία – την προσωπική, σεξουαλική μας ελευθερία. Μιλάμε για μια τεράστια αλλαγή στην αντίληψη περί σεξουαλικότητας και σεξουαλικής βίας. Από έγκλημα ενάντια στα χρηστά ήθη γίνεται έγκλημα ενάντια στον ίδιο τον άνθρωπο.
Στην Ελλάδα, ο βιασμός υπήρξε και έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας;
Αχ.Φωτ.: Στις πολύ πρώτες νομοθεσίες ίσχυε πράγματι αυτό, αλλά άλλαξε πολύ γρήγορα. Η γυναίκα ήταν οικογενειακή ιδιοκτησία του πατέρα ή του συζύγου και δεν υπήρχε καν η λέξη “βιασμός”. Η λέξη “rape” άλλωστε, κατάγεται από το λατινικό “rapere” που σημαίνει αρπάζω ένα αντικείμενο διά της βίας. Αυτό άλλαξε με τις πρώτες νομοθεσίες των Βαυαρών και σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι πρώτοι ποινικοί κώδικες του ελλαδικού χώρου είχαν αρκετά προοδευτικές ιδέες.
Να πούμε εδώ βέβαια, ότι μέχρι και σήμερα ο βιασμός είναι το μοναδικό κακούργημα που η ποινική δίωξη παύει αν το ζητήσει ο μηνυτής/μηνύτρια. Θυμάμαι, όταν είχα ρωτήσει έναν καθηγητή μου στο Αριστοτέλειο γιατί συμβαίνει αυτό, το είχε χρεώσει σε μια ερμηνεία της θεωρίας του Φρόυντ περί επανάληψης του τραύματος του βιασμού. Το κράτος, δηλαδή, προστατεύει το θύμα από το να ξαναζήσει το τραύμα, ζητώντας του να σιωπήσει.
Το 2019 υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση γυναικείων οργανώσεων και οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα ώστε το άρθρο 336 ΠΚ να λέει ρητά ότι χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Το κίνημα πέτυχε, με την Ελλάδα να είναι μόλις η 9η χώρα που υιοθέτησε τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Οι προοδευτικές αντιλήψεις εξελίσσονται γραμμικά μέσα στον χρόνο;
Δημ.Βασ.: Γενικά βλέπουμε ότι δεν υπάρχει μια γραμμική πορεία – δεν ξεκινάμε από πιο συντηρητικές θέσεις και όσο περνούν οι δεκαετίες αυτές γίνονται πιο φιλελεύθερες. Ο Ποινικός Κώδικας του 1834, για παράδειγμα, αναγνωρίζει ότι και οι άντρες μπορούν να βιαστούν, ενώ αναγνωρίζεται και η ψυχική βία πέραν της σωματικής. Αυτό για την εποχή του είναι πολύ προοδευτικό.
Όμως όλο αυτό ανατρέπεται με ένα νομοθέτημα του 1911, το οποίο αναγνωρίζει την αποπλάνηση γυναικών «αμέμπτων ηθών». Για να αποδειχθεί, μάλιστα, η αποπλάνηση, έπρεπε η γυναίκα να είναι παρθένα ενώ η κατηγορία εξέπιπτε αν θύμα και θύτης παντρεύονταν. Εδώ έχουμε μια συντηρητική αναδίπλωση του Νόμου, 100 χρόνια μετά.
Κάποιοι λένε ότι αυτό συνέβη εξαιτίας της εμφάνισης των γυναικών στον δημόσιο χώρο, ως μια απόπειρα του κράτους να αντεπιτεθεί στην έξοδο των γυναικών.
Και σίγουρα προξενεί εντύπωση ότι φτάσαμε στο 2006 για να αναγνωριστεί στο ελληνικό δίκαιο ο βιασμός μέσα στον γάμο.
Οι δικαστικές υποθέσεις
“Κώστα, άσε τη μάνα και θα σου φτιάξω πουκάμισο!”
Διακρίνετε διαχρονικά μοτίβα στις δικαστικές υποθέσεις;
Δημ.Βασ.: Ναι, υπάρχουν κάποιες σταθερές που είναι αμετακίνητες μέσα στον χρόνο. Μία από αυτές είναι η ηθική του θύματος: μήπως το προκάλεσε; μήπως το ήθελε; πήγαινε με πολλούς άντρες; Επίσης, συνιστά συστηματικά υπερασπιστική γραμμή το ότι οι γυναίκες λένε ψέματα.
Σε μια περίοδο 120 χρόνων που τίποτα δεν είναι ίδιο ως προς τις ερωτικές σχέσεις, η παρθενία δεν αποτελεί πια αξία και η μοιχεία δεν είναι πια αδίκημα, κι όμως η Ιστορία μάς δείχνει ότι στις δίκες για τη σεξουαλική βία, τα επιχειρήματα παραμένουν σταθερά τα ίδια.
Παρατηρείτε κάποια διαφοροποίηση αν υπάρχουν γυναίκες στην έδρα ή στους ενόρκους;
Αχ.Φωτ.: Συμβαίνει πάρα πολύ σπάνια έως και ποτέ να υπάρχουν γυναίκες δικαστές ή ένορκοι. [σ.σ. Η πρώτη γυναίκα δικαστής διορίστηκε ως Πάρεδρος στην Αθήνα το 1959. Γυναίκα εισαγγελέας έγινε πρώτη φορά δεκτή μόλις το 1975].
Δημ.Βασ.: Ειδικά στα νησιά ήταν πάντα άνδρες.
Τι μαθαίνουμε για τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από την έρευνά σας;
Δημ.Βασ.: Μαθαίνουμε ότι οι άνθρωποι είχαν πολύ πιο συχνά προγαμιαίες σχέσεις απ’ ό,τι μας αφήνουν να πιστεύουμε είτε οι δημόσιες αφηγήσεις είτε η Εκκλησία. Ακόμα και στην αγροτική Ελλάδα υπήρχαν συχνά προγαμιαίες σχέσεις εφόσον είχε προηγηθεί η υπόσχεση του γάμου από τον άντρα. Κι αν τελικά αθετούσε την υπόσχεσή του να παντρευτεί την κοπέλα που είχε “καταστρέψει”, τότε βλέπεις ότι ακόμα και οι άνθρωποι που δεν ήταν εγγράμματοι, προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τον νόμο προς όφελός τους. Η κοπέλα που είχε χάσει την παρθενία της και εγκαταλείφθηκε, μπορεί να πήγαινε με την οικογένειά της στο δικαστήριο κατηγορώντας τον άνδρα για βιασμό προκειμένου να τον εκβιάσει να την παντρευτεί, να αναγνωρίσει ένα τυχόν παιδί ή να δώσει αποζημίωση στην οικογένειά της.
Αχ.Φωτ.: Οι γυναίκες δεν ήταν μόνο θύματα, κατά το σύνηθες αφήγημα. Τις βλέπουμε μέσα στις δικαστικές αίθουσες να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον νόμο για να επιβιώσουν και να προστατεύσουν την υπόληψή τους στο χωριό.
Η ιατροδικαστική αλλάζει τον ρου των υποθέσεων;
Αχ.Φωτ.: Σίγουρα έρχεται να παίξει σημαντικό ρόλο καθώς δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι υποθέσεις βιασμών εξαρτώνται από έναν υμένα 2 χιλιοστών της γυναικείας ανατομίας. Το ζητούμενο είναι αν διαρρήχθηκε ο υμένας και πότε.
Υπάρχουν υποθέσεις που σας πάγωσαν;
Δημ.Βασ.: Κάποια στιγμή διάβασα 150 υποθέσεις μέσα σε ένα σαββατοκύριακο. Ήταν από τις Κυκλάδες, στον μεσοπόλεμο. Είχε υποθέσεις με βαριά σωματική βία, με 5χρονα παιδιά, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Υπήρχε μια υπόθεση που με διέλυσε. Μια γυναίκα στην Αμοργό βιάστηκε από δύο συγχωριανούς της μπροστά στην 14χρονη κόρη της. Η κόρη προσπαθώντας να σώσει τη μάνα, φώναζε στον βιαστή: “Κώστα, άσε τη μάνα και θα σου φτιάξω πουκάμισο!”.
Σε άλλη περίπτωση, ο βιαστής έταζε στη γυναίκα ότι θα της επιδιορθώσει την πόρτα που της έσπασε για να μην μιλήσει. Είναι ανατριχιαστικό αυτό το “πόσο πάει”.
Ποιες είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ πόλης και υπαίθρου;
Δημ.Βασ.: Δεν έχουμε ξεκινήσει να μελετάμε τα αρχεία των πόλεων αλλά γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι στην πόλη αυτό που δίνει μεγάλη ώθηση στους βιασμούς είναι η καινούρια δημόσια θέση των γυναικών στους χώρους εργασίας, όπως τα εργοστάσια. Αυτό το συναντάμε, για παράδειγμα, και στη Σύρο που ήταν βιομηχανικό νησί και οι περισσότεροι βιασμοί ήταν ανάμεσα σε εργάτες και εργάτριες.
Εξετάζετε τον βιασμό και ως έγκλημα πολέμου. Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτή την πτυχή.
Δημ.Βασ.: Ο ομαδικός βιασμός λειτουργεί ως όπλο πολέμου για την εξόντωση πληθυσμών, την ταπείνωση ή την εθνοτική αλλοίωση. Στη Βοσνία είχαν κλείσει τις γυναίκες σε στρατόπεδα βιασμού και τις βίαζαν συστηματικά για να γεννήσουν παιδιά που θα αλλοίωναν το «αίμα», τη «φυλή».
Ο συνεργάτης μας, ο Τάσος Κωστόπουλος, έπεσε πάνω σε ένα μοναδικό υλικό. Βρήκε το ημερολόγιο ενός ελληνοαμερικανού στρατιώτη που πολέμησε στους Βαλκανικούς και καταγράφει στο ημερολόγιό του τους βιασμούς του. Είναι συγκλονιστικό να έχεις στα χέρια σου τις αφηγήσεις ενός βιαστή. Ο Τάσος μελετά τους βιασμούς στους Βαλκανικούς πολέμους και τον Εμφύλιο μέσα από απομνημονεύματα, απόρρητες στρατιωτικές εκθέσεις και ημερολόγια.
«Υπάρχουν αυγά; Υπάρχει κότα; Υπάρχει μουνί;» Η γρια τούς αποπέμπει με τη στερεότυπη έκφραση «νέμα» (δεν υπάρχει), πάγια απάντηση των σλαβόφωνων χωρικών σε κάθε αίτημα τροφοδοσίας […]. Αυτοί την παραμερίζουν βίαια, εισβάλλουν στο διπλανό δωμάτιο κι ανακαλύπτουν ένα «ωραίο τεφαρίκι κρυμένο». Στο ημερολόγιο, ο ομαδικός βιασμός καταγράφεται σχεδόν συνθηματικά: «Την αρχίζουμε λοιπόν. Αφού εβγάλαμε τα μάτια μας, την αφήσαμε και φύγαμε».
«Ελάτε εδώ. Μας παίρνει από το χέρι και μας πηγαίνει εις το άκρον του χωριού. Πέφτουμε μέσα σε κανα-δυο σπίτια και ξετρυπώνουμε μέσα από μια κόφα τρεις. Τις παίρνουμε και δρόμο». Ο βιασμός θα διαπραχθεί λίγο έξω από το χωριό και, το κυριότερο, θα επισφραγιστεί με αίμα: «Ο γερο-πατέρας τους ερχότανε μαζί από πίσω. Ρε φεύγα, τίποτα. 3 και 4 σφαίρες, πα στο διάολο». Μετά το έγκλημα, ο συντάκτης του ημερολογίου νιώθει για πρώτη και μοναδική φορά τύψεις, όχι όμως για το φονικό: «Αφού εβγάλαμε τα μάτια μας», γράφει, «εμετανόησα διότι ήτονε παρθένος και καταπρώτην φοράν όπου εδιάπραξα τέτοιο πράγμα εις τα χρονικά μου, να ατιμάσω».
«Υπάρχουν ωραία θηλυκά αλλά πάντοτε κρυμμένες. Εχω τον ιατρόν όπου είναι γυναικάκιας, έτσι εσμίξαμε. Με στέλνει μέσα στα σπίτια και γυρεύω αυγά δήθεν. Εγώ φέρω το σταυρό στο χέρι, αυτοί λοιπόν νομίζουνε ότι είμαι γιατρός κι αρχινάνε νέμα ντοκτόρ νέμα. Παραπλεύρως από το σπίτι που καθόμαστε έχει δυο κόρες ωραίες. Την μία την λένε Ελενίτσα, είναι ξανθιά και ωραία, αλλά δεν ημπορούμε να συνεννοηθούμε. Το είπα του γιατρού και αρχίσαμε τας επισκέψεις. Τέλος είπαμε πολλά, τους εδώσαμε μερικά σουλινάρια κινίνη, ζάχαρη και τσάι αρκετό, ευχαριστηθήκαμε. Τώρα εμείς σκεπτόμεθα πως πρέπει να προχωρήσουμε, διά της αρπαγής ή με το καλό. […]». Η τελική επίλυση του διλήμματος, στις παραμονές της αναχώρησης του ελληνικού στρατού από την περιοχή, αποτυπώνεται σχεδόν σιβυλλικά: «Ησυχία επικρατεί […]. Συνάμα δε, γίνεται και έφοδος. Ετσι έγινε και εκάναμε και εμείς έφοδον αυτήν την βραδυά και έφοδον τολμηρήν και αποφασιστική. Επεράσαμε ωραία».
Αποσπάσματα από Το πολεμικό ημερολόγιο ενός βιαστή στρατιώτη (1912-13) – Τάσος Κωστόπουλος
Δεδομένου και του timing, θα ήθελα τις σκέψεις σας για το ελληνικό #metoo όπως το ζούμε αυτή τη στιγμή.
Αχ.Φωτ.: Δεν συζητάμε προφανώς για το ότι πρέπει να καταγγέλλονται οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις και να δικαιώνονται όσες/όσοι τις καταγγέλλουν. Αλλά εκεί είναι το θέμα, στη δικαίωση. Όπως γυρνούσα σήμερα στο σπίτι, είδα την αφίσα μιας γυναικείας ομάδας που έλεγε: “#metoo, δηλαδή η καθεμία μόνη της”. Υπάρχει δηλαδή και η κριτική για το ότι αυτό συμβαίνει ευκαιριακά στο Facebook ενώ αφορά ένα δομικό πρόβλημα που πηγάζει από εξουσιαστικές σχέσεις. Οι καταγγελίες ξεπηδούν ατομικά από το πληκτρολόγιο και ίσως μένουν στην οθόνη του υπολογιστή.
Δημ.Βασ.: Η μεγάλη νίκη του #metoo θεωρώ ότι είναι πως βάζει λέξεις σε κάτι που συνέβαινε για πολλά χρόνια αλλά δεν ξέραμε πώς να το ονοματίσουμε. Αυτό γίνεται κοινό κτήμα, κοινή γνώση και κοινή καταγγελία. Γιατί για να καταγγείλεις κάτι πρέπει να ξέρεις εκείνη τη στιγμή ότι είναι παράνομο, ότι ξεπερνάει τα όρια, πρέπει να ξέρεις το όνομά του. Η γενιά της μητέρας μου παρενοχλήθηκε στο λεωφορείο που τους τρίβονταν και τους έβαζαν χέρι, η δική μου γενιά παρενοχλήθηκε στον δρόμο, και όλες ντρεπόμασταν νομίζοντας ότι φταίμε εμείς. Ευτυχώς βλέπω ήδη την αλλαγή και αυτό το “Όχι άλλο”.
Brutal intimacies: a history of rape in modern Greece, 1900s-1960s στο Facebook και στο instagram
Το πρότζεκτ χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας και φιλοξενείται στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η ομάδα απαρτίζεται από τους: Δήμητρα Βασιλειάδου, Αχιλλέα Φωτάκη, Τάσο Κωστόπουλο, Μάρθα Βασίλη και Θάνο Βαρβεράκη.
*Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου είναι του Γιώργου Μουτάφη.