Στην απομονωμένη, τραχιά γη της βόρειας Συρίας, που πρασινίζει μόνο για λίγο την άνοιξη, υψώνεται ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα εργοστάσια τσιμέντου της Μέσης Ανατολής.

Το εργοστάσιο στην πόλη Τζαλαμπίγια κόστισε 680 εκατομμύρια δολάρια – η μεγαλύτερη ξένη επένδυση που έγινε ποτέ στη Συρία εκτός του πετρελαϊκού τομέα.

Η νέα θυγατρική του κολοσσού Lafarge, η Lafarge Cement Syria (LCS), ετοιμάζεται τώρα να κατακτήσει την αγορά, εκτοπίζοντας τα απαρχαιωμένα κρατικά εργοστάσια τσιμέντου της Συρίας.

Είναι, όμως, Οκτώβριος 2010. Κανείς δεν γνωρίζει ότι βρισκόμαστε λίγους μόλις μήνες πριν από την “Αραβική Άνοιξη” και πριν από αυτό που έμελλε να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο βάρβαρους εμφυλίους πολέμους του 21ου αιώνα – με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, εκατομμύρια πρόσφυγες και την επέλαση των τζιχαντιστών.

“Όλοι ανυπομονούσαν για το μεταπολεμικό κατασκευαστικό πάρτυ”

Τα εδάφη στα οποία βρίσκεται το εργοστάσιο ελέγχονται από την τότε κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ με το καθεστώς να εξασφαλίζει την απόλαυση των φόρων.

Στις 15 Μαρτίου 2011, όμως, ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και η κυβέρνηση αρχίζει να χάνει τον έλεγχο αρκετών περιοχών, ανάμεσά τους και εδάφη στα βορειοανατολικά.

Το εργοστάσιο βρίσκεται κοντά στον στρατηγικής σημασίας αυτοκινητόδρομο Μ4 που συνδέει τη βορειοανατολική Συρία με την Τουρκία και το Ιράκ. Ο αυτοκινητόδρομος αποτελούσε κρίσιμη διέλευση για τους προμηθευτές της εταιρείας, αλλά χρησιμοποιούνταν και από ντόπιες ένοπλες ομάδες. Το εργοστάσιο απέχει μόλις μιάμιση ώρα από τη Ράκα που στα επόμενο χρόνια θα γίνει διεθνώς γνωστή ως η de facto πρωτεύουσα του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους.

Χάρτης της βόρειας Συρίας με το εργοστάσιο της Lafarge κοντά στο κέντρο. Το Αΐν αλ-Αράμπ είναι άλλη ονομασία για το Κομπάνι. Πηγή: CIA. Ανακτήθηκε από το tcf.org

Η Lafarge βρίσκεται ξαφνικά εν μέσω θεσμικού κενού. Παρά τον εμφύλιο πόλεμο και την εξάπλωση ένοπλων συγκρούσεων γύρω από το εργοστάσιο, αποφασίζει να συνεχίσει τη λειτουργία της κανονικά, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων της.

Για να διασφαλίσει τη μετακίνηση των εμπορευμάτων και του προσωπικού, η εταιρεία κατηγορείται ότι χρημάτιζε συστηματικά ισλαμιστικές οργανώσεις.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που εντόπισαν οι γαλλικές ανακριτικές αρχές, κατά τα έτη 2013-2014, η Lafarge φέρεται να κατέβαλε 3.000.000 ευρώ στον ISIS και στις αλ-Νούσρα και Αχράρ αλ-Σαμ ως “πληρωμές ασφάλειας”. Επιπλέον, η εταιρεία φέρεται να πλήρωσε σχεδόν 2.000.000 ευρώ σε προμηθευτές που σχετίζονταν με το Ισλαμικό Κράτος για την αγορά πρώτων υλών απαραίτητων για τη λειτουργία του εργοστασίου.

Αυτά τα 5 εκατομμύρια ευρώ “αντιστοιχούν σε πάνω από 4.000 Καλάσνικοφ ή στους μισθούς 3.000-3.600 μαχητών του ISIS για έναν χρόνο” είπε ένας από τους εισαγγελείς στη δίκη της Lafarge. “Η τρομοκρατία δεν χρειάζεται μεγάλα χρηματικά ποσά για να εξαπλώσει το δηλητήριό της. Οι επιθέσεις στο Παρίσι, το 2015, στήθηκαν με μόλις 108.000 ευρώ.”

Ίσως κάποιος να αναρωτιέται, γιατί να ρισκάρει η εταιρεία τις ζωές εκατοντάδων εργατών και τη φήμη της;

Γιατί τα λεφτά είναι πάρα πολλά. Σύμφωνα με την γαλλική Εισαγγελία κατά της Τρομοκρατίας (PNAT), στο απόγειο του πολέμου η ζήτηση για τσιμέντο αυξανόταν, καθώς η κυβέρνηση του Άσαντ εξέδιδε οικοδομικές άδειες ευκολότερα και ταχύτερα, πολλαπλασιάζοντας τα έργα.

Αλλά το κυριότερο είναι ότι κάθε τέλος ενός πολέμου σηματοδοτεί την αρχή μιας κερδοφόρας αγοράς: την ανοικοδόμηση πόλεων και κατοικιών – από τσιμέντο.

“Εσωτερικά email της Lafarge από το 2013 που προβλήθηκαν σε γιγαντοοθόνη στη δικαστική αίθουσα, ανέφεραν ότι έπρεπε να ξαναχτιστούν 1.200.000 σπίτια στη Συρία” λέει στο TPP η Sharon Weill, καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου, η οποία παρακολουθεί τη δίκη μαζί με ομάδα φοιτητριών της.

“Με εξαίρεση τις πληρωμές στον ISIS, όσο ο πόλεμος συνεχιζόταν τόσο μεγαλύτερα κέρδη αποκόμιζε η εταιρεία ενώ όλοι φαίνεται να ανυπομονούσαν για το μεταπολεμικό κατασκευαστικό πάρτυ.”

Οι συνήγοροι υπεράσπισης συζητούν. 

Η δίκη που ανατρέπει τους κανόνες

Το 2015, η Lafarge συγχωνεύτηκε με την ελβετική Holcim. Η νέα εταιρεία, η LafargeHolcim (σήμερα Holcim Group), απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη παγκόσμια εμβέλεια και επιρροή. Δραστηριοποιείται σε 5 ηπείρους και 45 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπου σήμερα, για παράδειγμα, “το 90% των κτιρίων στο Ελληνικό κατασκευάζεται με υλικά και συστήματα της Holcim”.

Παρά τη συγχώνευση, τα ίχνη τής δραστηριότητας στη Συρία δεν ξεχάστηκαν. Το 2016, ρεπορτάζ της Le Monde φέρνει για πρώτη φορά στο φως τον χρηματισμό των τζιχαντιστών και πυροδοτεί τις νομικές διαδικασίες στη Γαλλία.

Μετά τις αποκαλύψεις στον Τύπο, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Συνταγματικά και Ανθρώπινα Δικαιώματα (ECCHR), η οργάνωση Sherpa και 11 Σύροι πρώην εργαζόμενοι της Lafarge, κατέθεσαν μήνυση κατά της μητρικής και της θυγατρικής στη Συρία, καθώς και κατά μεμονωμένων στελεχών για συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων και έκθεση με κίνδυνο τη ζωή τους.

Τον Σεπτέμβριο 2016, το γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε και αυτό μήνυση κατά της πολυεθνικής για μη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις που αφορούσαν χρηματοοικονομικές συναλλαγές με τη Συρία και οργανώσεις χαρακτηρισμένες ως τρομοκρατικές.

Στις 4 Νοεμβρίου 2025 ξεκίνησε η δίκη της Lafarge.

Η επιχειρηματική δραστηριότητα στον πόλεμο μπορεί να μην είναι κάτι καινούριο.

Τις δεκαετίες ‘90 και ‘00, εταιρείες μπανάνας φέρονται να πλήρωναν παραστρατιωτικές ομάδες στην Κολομβία, κοσμηματοποιοί τροφοδοτούσαν το εμπόριο των “ματωμένων διαμαντιών” στη Λιβερία και το Κονγκό, ενώ κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων κατηγορούνται τακτικά για χρήση ορυκτών από ορυχεία υπό τον έλεγχο ένοπλων ομάδων στην Αφρική.

Το Διεθνές Δίκαιο δεν υποχρεώνει σε παύση των εργασιών εν μέσω πολέμου και, όπως και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ρυθμίζει κυρίως τα κράτη και δεν εφαρμόζεται στις ιδιωτικές εταιρείες. Δημιουργείται έτσι ένα κενό λογοδοσίας και μια συνθήκη ατιμωρησίας παρά την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ταυτόχρονα η σύνδεση των πολυεθνικών με τις ευθύνες τους δυσχεραίνεται σε καιρό πολέμου.

Τι καθιστά τώρα τόσο μοναδική την υπόθεση της Lafarge;

Η καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου, Sharon Weill, εξηγεί στο TPP τις ρηξικέλευθες αλλαγές που φέρνουν νέα εργαλεία στη φαρέτρα των δικηγόρων για την αντιμετώπιση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας:

“Για πρώτη φορά μια γαλλική πολυεθνική κατηγορείται στη Γαλλία για χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων μέσω θυγατρικής της. Αναγνωρίστηκε ότι η μητρική εταιρεία στη Γαλλία ασκούσε πλήρη έλεγχο στη συριακή θυγατρική, ακυρώνοντας μια πάγια τακτική πολυεθνικών να κρύβονται πίσω από θυγατρικές στο εξωτερικό και περίπλοκες αλυσίδες λήψης αποφάσεων – διαφορετικά, η δικαιοδοσία θα ανήκε αποκλειστικά στα δικαστήρια της Συρίας” λέει η Weill.

“Το σημαντικότερο σημείο, ωστόσο, είναι ότι το Γαλλικό Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο (Cour de cassation) αποφάσισε πως μια εταιρεία μπορεί να θεωρηθεί συνεργός σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ακόμη και χωρίς να συμμερίζεται την πρόθεση των δραστών. Αρκεί η εταιρεία να γνωρίζει ότι διαπράττονται εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να παρέχει συνδρομή, όπως χρηματοδότηση ή πόρους. Η νομολογία αυτή, που προέκυψε από την υπόθεση Lafarge, θέτει ένα ιδιαίτερα σημαντικό προηγούμενο στο γαλλικό δίκαιο και, ενδεχομένως, στο εταιρικό ποινικό δίκαιο γενικότερα.”

“Για παράδειγμα, η προμήθεια όπλων στο Ισραήλ, με γνώση ότι ο στρατός του εμπλέκεται στη διάπραξη εγκλημάτων, θα μπορούσε να θεμελιώσει ενδεχόμενη ποινική ευθύνη της εταιρείας οπλικών συστημάτων.”

Οι κατηγορούμενοι. 

Η γραμμή άμυνας της Lafarge

Η πολυεθνική βρέθηκε στο εδώλιο και στις ΗΠΑ, το 2022, όπου δικάστηκε για υλική υποστήριξη σε οργανώσεις τις οποίες η Αμερική έχει χαρακτηρίσει ως τρομοκρατικές.

Η Lafarge ομολόγησε την ενοχή της και πλήρωσε 778 εκατομμύρια δολάρια ως ποινή. Έτσι μπορεί σήμερα να συνεχίζει απρόσκοπτα τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες στις ΗΠΑ.

Στη Γαλλία, η δίκη της πολυεθνικής και των πρώην στελεχών της δεν διεξάγεται στο ίδιο κλίμα.

Η γραμμή άμυνάς τους εστιάζεται στο κατά πόσο γνώριζαν με ποιους συναλλάσσονταν. Υποστηρίζουν ότι την περίοδο 2013-2014, το τοπίο στη Συρία ήταν “θολό” και δεν τους ήταν σαφές ποιοι δρούσαν ως τρομοκρατικές οργανώσεις. Μιλούν για λίγα “σάπια μήλα” που λάμβαναν τις αποφάσεις στα κεντρικά στο Παρίσι, και όχι για εταιρική πολιτική.

Ορισμένοι κατηγορούμενοι επικαλούνται ότι “το γαλλικό κράτος γνώριζε ότι ήμασταν στη Συρία αφού είχαμε επικοινωνία με τις αρχές”, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα για νομιμοποίηση της παρουσίας τους.

Φαντάζει περίεργο αλλά, στο πλαίσιο της δίκης, έχουν αποχαρακτηριστεί τα εμπιστευτικά email μεταξύ Lafarge και γαλλικών υπηρεσιών πληροφοριών πριν και μετά την επίμαχη περίοδο – δεν αποχαρακτηρίστηκαν ποτέ όμως τα email που αφορούν τα κρίσιμα έτη των πληρωμών.

Θύμα της τρομοκρατικής επίθεσης στο Θέατρο Μπατακλάν, στο Παρίσι, καταθέτει. 

Τα διπλά στάνταρ: Ευρωπαίοι vs μη Ευρωπαίοι εργαζόμενοι

Από το 2012, οι εργαζόμενοι είχαν ενημερώσει τη διοίκηση ότι καθημερινά κινδύνευε η ζωή τους για να φτάσουν στο εργοστάσιο καθώς έπρεπε να περάσουν από checkpoints που φρουρούσαν ένοπλες ομάδες.

Το ίδιο καλοκαίρι, με τη βία να κλιμακώνεται, τα στελέχη των γραφείων – οι Δυτικοί “expats” – μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο ή την Ιορδανία για να λειτουργούν το εργοστάσιο εξ αποστάσεως.

Όσο για τους Σύρους εργάτες, η Lafarge εγκατέστησε πρόχειρες κατοικίες ώστε κάποιοι εξ αυτών να μπορούν να ζουν στον χώρο του εργοστασίου. Άλλοι μεταφέρθηκαν στη κοντινή πόλη Μάνμπιτζ που σύντομα έγινε σκηνικό βίαιων συγκρούσεων και τον Ιανουάριο 2014, καταλήφθηκε τελικά από το Ισλαμικό Κράτος.

Το εργοστάσιο συνέχισε να λειτουργεί χάρη στους ντόπιους εργάτες που εκτελούσαν τις βάρδιες τους παρά τους σοβαρούς κινδύνους που διέτρεχαν. Όσοι εξέφραζαν τον φόβο τους, φέρεται να απειλούνταν με απόλυση.

Κατά την περίοδο 2012-2014, είκοσι εργαζόμενοι της Lafarge έπεσαν θύματα απαγωγής, με κάποιους να κρατούνται όμηροι έως και έναν μήνα. Η Lafarge εξασφάλισε την απελευθέρωση ορισμένων πληρώνοντας λύτρα ενώ άλλοι χρειάστηκε να βασιστούν στους συγγενείς τους καθώς η εργοδότρια εταιρεία δεν ήθελε να εμπλακεί.

Το Ισλαμικό Κράτος επιτέθηκε και κατέλαβε το εργοστάσιο στις 19 Σεπτεμβρίου 2014. Χωρίς σχέδιο εκκένωσης, οι εργάτες της Lafarge διέφυγαν μόνοι τους, χρησιμοποιώντας τρία ιδιωτικά αυτοκίνητα και μία μοτοσυκλέτα. Εκείνη τη μέρα, αρκετοί απήχθησαν από τον ISIS.

Οι συνεδριάσεις στο δικαστήριο κάποιες μέρες τελειώνουν στις 10 το βράδυ.

Η αίθουσα είναι γεμάτη.

Στον τοίχο, ένα μεγάλο video wall προβάλλει emails, ισολογισμούς, κέρδη και ζημίες.

Στο ίδιο video wall, σε ζωντανή σύνδεση, πρώην εργάτες καταθέτουν τις μαρτυρίες τους.

Στο δικαστήριο έχουν προσέλθει οικειοθελώς να καταθέσουν και θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης που έγινε το 2015 στο Παρίσι, στο θέατρο Μπατακλάν, αλλά και μέλη της κοινότητας των Γιαζίντι.

“Δεν είχα συνειδητοποιήσει τον αντίκτυπο των επιθέσεων, μέχρι που είδα μπροστά μου τους ανθρώπους αυτούς, που πρέπει να παλεύουν με τα σημάδια τους για μια ζωή” λέει στο TPP η μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Maria Francisca Araos Florez, η οποία σκιτσάρει καρέ-καρέ τη δίκη για το justiceinfo.net.

Ο S.J., πρώην εργαζόμενος, περιγράφει με δάκρυα πώς απήγαγαν τον γιο του και τη βαθιά του απογοήτευση για τη Lafarge, μια εταιρεία που όλοι πήγαν να δουλέψουν με ενθουσιασμό.

“Οι ζωές μας ήταν φθηνότερες και λιγότερο άξιες να τις ζήσουμε” λέει ένας ακόμα εργαζόμενος. “Επειδή είμαι Σύρος, πρέπει να πεθάνω;”

Κάθε τέλος του μήνα, οι εργάτες έπρεπε να ρισκάρουν τη ζωή τους για να εισπράξουν τους πενιχρούς μισθούς τους από μια τράπεζα στο Χαλέπι, διασχίζοντας έναν δρόμο που είχε αποκτήσει το προσωνύμιο, “ο δρόμος των ελεύθερων σκοπευτών”.

Η Lafarge επέμενε να μην αλλάζει το σημείο καταβολής της μισθοδοσίας. Υπέκυψε μόνο όταν ένας από τους εργαζόμενους σκοτώθηκε στον δρόμο προς το Χαλέπι για να πάρει τον μισθό του.

Η πρόεδρος της έδρας.

Η εισαγγελική πρόταση: «Όλοι ένοχοι. Εμπορικό ζώο που τάισε το τζιχαντιστικό τέρας»

Μετά από έξι ώρες αγορεύσεων, στις 17 Δεκεμβρίου, οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι η πολυεθνική αντιμετώπιζε τις τρομοκρατικές ομάδες ως “οικονομικούς εταίρους και εμπορικούς συνομιλητές” απορρίπτοντας κατηγορηματικά τον ισχυρισμό ότι τα στελέχη της αγνοούσαν με ποιους συναλλάσσονταν.

Η συριακή θυγατρική, τόνισαν, λειτούργησε σαν ένα “εμπορικό ζώο” που “εκούσια τάισε το τζιχαντιστικό τέρας τη στιγμή ακριβώς που αναζητούσε δυνάμεις για να οργανωθεί, να κυριαρχήσει και να επιτεθεί”.

Η εισαγγελία ζήτησε την επιβολή του ανώτατου εταιρικού προστίμου των 1,2 εκατ. ευρώ, τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων αξίας 30 εκατ. ευρώ, ποινές φυλάκισης έως οκτώ έτη για πρώην στελέχη, καθώς και πρόσθετα πρόστιμα και απαγόρευση άσκησης διοικητικών καθηκόντων.

Ας σημειώσουμε ότι οι Σύροι εργάτες δεν αναγνωρίζονται ως θύματα της τρομοκρατίας, καθώς η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας δεν θεωρείται ότι έχει άμεσα και συγκεκριμένα θύματα – οι μαρτυρίες τους ακούγονται, αλλά δεν έχουν δικαίωμα αποζημίωσης.

“Ελπίζουμε όμως ότι το δικαστήριο θα αμφισβητήσει τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που εφαρμόστηκαν στις ζωές των Σύρων και των Ευρωπαίων εργαζομένων” λέει στο TPP η Claire Tixeire, επικεφαλής του ECCHR που εκπροσωπεί νομικά τους Σύρους εργάτες.

“Ελπίζουμε ότι η τελική απόφαση θα στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στις πολυεθνικές ότι δεν μπορούν να δρουν ατιμώρητες.”

Όλοι περιμένουν με αγωνία την απόφαση, που θα ανακοινωθεί στις 13 Απριλίου 2026.

 

Τα σκίτσα είναι της Maria Francisca Araos Florez και δημοσιεύονται με την άδεια της δημιουργού.