Ούτε ένας χαφιές
Δουλειά να μη βρίσκει
Κι έτσι στρατιά ολάκερη
Θε νά’χουμε ανέργων…
Τον παλιό εκείνο τον καιρό ―που δεν υπήρχε ίντερνετ, που για σου έρθει το τηλέφωνο ήθελες διετία και βάλε, που η συσκευή που έρχονταν ήταν εκρού του νεκρού με καντράν κυκλικό με τρύπες, κι όταν έμπαινες στην εφηβεία οι γονείς του βάζανε ένα κλειδάκι για να μην έρχεται ο λογαριασμός στα ύψη, και που για να δεις γυμνή γυναίκα άνοιγες την εγκυκλοπαίδεια στην Αφροδίτη της Μήλου― οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις μπορεί να ήταν πολύ πιο εύκολα αντιληπτές, αλλά το επάγγελμα του χαφιέ ανθούσε.
Περιλάμβανε δε στους λειτουργούς του τον ―κατά τους τότε κυβερνώντες― «ανθό της ελληνικής νεολαίας»: τον προερχόμενο από τα στελέχη της ΕΔΑ Ντάνο Κρυστάλλη, τον νεοναζί Μιχαλολιάκο, γνωστότερο στους νεώτερους από την Χρυσή Αυγή, και άλλα χίλια μπουμπούκια που βλάστησαν επί επάρατης Δεξιάς και άνθησαν επί ΠΑΣΟΚ.
Τότε λοιπόν, οι γνωστές μέθοδοι παρακολουθήσεων ήταν τρεις. Του τηλεφώνου, του κοριού, και του προσωπικού χαφιέ.
Του τηλεφώνου την καταλάβαινες εύκολα. Όταν τηλεφωνούσα στη φίλη και συντρόφισσα Σ.Κ. λέγαμε το περίφημο «παρακαλείται ένας από τους δύο χαφιέδες να το κλείσει, για να ακούει καλύτερα ο άλλος».
Τους κοριούς, που προ-bluetooth και wifi ήταν ραδιοφωνικής τεχνολογίας, τους εύρισκες με το τρατζιστοράκι. Έκανες γύρω γύρω το σπίτι, τοίχο τοίχο, και έψαχνες για εκπομπές και παρεμβολές.
Φίλος, τότε, από τον λεγόμενο «αναρχικό χώρο», όταν έπιασε τους κορέους, έστειλε τους μπάτσους να περιμένουν βομβιστική επίθεση στην πλατεία της Πετρούπολης, και την ώρα που πήγαιναν, περνούσε με το αμάξι για να σπάσει πλάκα.
Ομως ο αγόγγυστος χαφιές, αυτός που πληρωνόταν από τις αρχές, ο χαφιές με πρόσωπο, ο χαφιές «που μας ακολουθεί» όπως το εξέφρασε ο Σαββόπουλος, ήταν ο πιο επίφοβος.
Κάποιοι, που μιλούσαν και την αριστερή γλώσσα, σαν τον Ντάνο, μπαίναν ως «σύντροφοι» σε ένα χώρο που περηφανευόταν για την ανοιχτωσιά του. Από τον χαφιέ της γειτονιάς στην κομμουνιστική Πετρούπολη ως τον περιπτερά στην Ανάληψη στα φοιτητικά μας χρόνια, από τις καταλήψεις και τους ..επισκέπτες δήθεν «φοιτητές» που όταν τους καταλαβαίναμε ζητούσαμε ταυτότητα και τους πετάγαμε έξω (χωρίς να τους κάνουμε τούμπανο, ομολογουμένως), από τον χαφιέ που είχε κατσικωθεί έξω από το σπίτι των συμφοιτητών τον καιρό της κατάληψης στην Κτηνιατρική, κι ο Αργύρης είχε πάει να του πει «ελάτε μέσα, κρίμα να βρέχεστε, πρέφα παίζουμε» κι ο καϋμένος δεν ξαναφάνηκε κι έχασε το μεροκάματο, η παρουσία τους κι ο εντοπισμός τους ήταν καθημερινότητα.
Μπορεί δε να τους ξεγελούσαν επί δεκαετίες αγιογράφοι και μελισσοκόμοι ενώ αυτοί παροκολουθούσαν τον Πάμπλο, τον Κοροβέση, τον Άσιμο, τη Γώγου, τόσους ακόμη, και πάντα τα άτακτα παιδιά που αγαπούσαν την πλατεία Εξαρχείων, αλλά τη δουλειά τους την έκαναν, τροφοδοτώντας το φιλοθεάμον κοινό με «επικινδύνους». Και, βεβαίως, χιλιο-τραγουδήθηκαν, ειδικά από την αριστερά, που ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει η παραμικρή παραχώρηση σε ζητήματα ελευθερίας.