Τι είναι εκείνο που κάνει το ΜΙΕΤ ξεχωριστό; Κατά τη γνώμη μου, εκτός από το εύρος και την ποιότητα, η δουλειά υποδομής. Ας δούμε την εκδοτική του δραστηριότητα: έκανε αυτό ακριβώς αυτό που οφείλει ένας θεσμός ο οποίος δεν λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή εξέδωσε θεμελιώδεις τίτλους, που ένας ιδιώτης δεν θα μπορούσε. Και τους εξέδωσε με όλους τους κανόνες της επιστημονικής, εκδοτικής και τυπογραφικής δεοντολογίας – ανάμεσα τους και ο σεβασμός προς τους συνεργάτες, που εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους, μεταξύ των οποίων και οι καλές αμοιβές.
Ένας εκδοτικός γαλαξίας
Η Mεσόγειος του Μπρωντέλ, η «τριλογία» του Χόμπσμπομ (η Eποχή των Επαναστάσεων, του Κεφαλαίου, των Αυτοκρατοριών), η Μίμησις του Auerbach, τα συλλογικά πολύτομα Ιστορία της φιλοσοφίας και Ιστορία και η μέθοδοί της της Encyclopédie de la Pléiade, η Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα του Φίλιππου Ηλιού και της Πόπης Πολέμη, τα Οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη. Kι ακόμα, πλειάδα μελετών για την αρχαία γραμματεία και ιστορία (Maurice Bowra, Albin Lesky, Jacqueline de Romilly, Claude Mosse κ.ά.), για τη λατινική, τη βυζαντινή και τη νεοελληνική (Κοραής, Λίνος Πολίτης, Κ.Θ. Δημαράς κ.ά.) γραμματεία, την ιστορία (βυζαντινή: Alexander Kazhdan, Cyril Mango, Αγγελική Λαΐου και νεότερη: Gunnar Hering, John A. Petropulos, Γ.Β. Λεονταρίτης, Μ. Μαζάουερ κ.ά.) η Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη (όπου η Πανώρια, ο Στάθης και άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας), η σειρά Νεοελληνική Προσωπογραφία, η σειρά δοκιμίων minima (Πανόφσκι, Σένετ, Φεβρ κ.ά.), η μικρή χρηστική σειρά με νεοελληνικά πεζά και ποιητικά κείμενα. Και ακόμα τουρκολογία, αρχαιολογία, επιγραφική, ανθρωπολογία, φιλοσοφία, ιστορία της επιστήμης, τέχνη, χαρτογραφία του ελληνικού χώρου, αρχιτεκτονική, θέατρο. Τίτλοι βαριοί και απαραίτητοι, άλλοι κλασικοί και άλλοι πρωτοπόροι, που ευτύχησαν εκδοτικά, καθώς έγιναν άρτια βιβλία, όλα τους από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, του γνωστού μας ΜΙΕΤ.
Έχω γράψει κάμποσες αράδες, κι ακόμη δεν έχω πει σχεδόν τίποτα. Θα χρειαζόταν να παραθέσω δεκάδες τίτλους, καθώς τα βιβλία του ΜΙΕΤ είναι πολλά (πάνω από 500) και ξεχωριστά. Κι όμως, ακόμα και από μια σχοινοτενή απαρίθηση θα διέφευγαν πολλά και σημαντικά: οι ουσιώδεις εισαγωγές και η επιμέλεια, οι προσεγμένες μεταφράσεις, η τυπογραφική και εικαστική φροντίδα, με άλλα λόγια, ο μόχθος, η φροντίδα, η έμπνευση των ανθρώπων του ΜΙΕΤ και των συνεργατών του, που, δίνοντας την ψυχή τους, εμφύσησαν πνεύμα στις λέξεις και τις μετέτρεψαν σε βιβλία θαυμαστά. Κι ακόμα, δεν θα αποτύπωνε τη λογική του συνολικού εκδοτικού προγράμματος.
Το ΜΙΕΤ όμως δεν είναι μόνο τα βιβλία – παρότι το εκδοτικό κομμάτι αποτελεί το βαρύ χαρτί του. Με «ναυαρχίδα του τις εκδόσεις», «το ΜΙΕΤ είναι ένας στολίσκος δραστηριοτήτων και επιμέρους τμημάτων», έχει πει ο τελευταίος διευθυντής του, Διονύσης Καψάλης, ένας άνθρωπος που με τη βαθιά καλλιέργεια και το κύρος του έδωσε φτερά στο Ίδρυμα και το άνοιξε σε νέους ορίζοντες. Ας μην ξεχνάμε το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο, το εργαστήριο συντήρησης, τις αρχειακές συλλογές, τις εκθέσεις στο Μέγαρο Εϋνάρδου και τη βίλα Καπαντζή, το Μουσείο Παξινού-Μινωτή, το παράρτημα της Θεσσαλονίκης, τα δυο βιβλιοπωλεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και, τελευταίο χρονικά αλλά όχι έσχατο, το Ελληνικό Λογοτεχνικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) με τους αρχειακούς θησαυρούς του. Σταματάω εδώ, αλλιώς το άρθρο θα καταντούσε μακρότερο χειμερινής νυκτός, και επαφίεμαι –όχι τον πατριωτισμό, αλλά– στη λογιοσύνη των αναγνωστών και των αναγνωστριών που ήδη θα ξέρουν πολλά και μπορούν να μάθουν και άλλα.
Σε φθίνουσα τροχιά
Όλα τούτα θα φαντάζεστε, αγαπημένοι μου αναγνώστες και αναγνώστριες, ότι αποτελούν το προανάκρουσμα για να απευθύνω θερμό χαιρετισμό στο ΜΙΕΤ. Φευ! Παρότι αυτό θα ήθελα, αισθάνομαι όμως ότι σήμερα (απο)χαιρετώ παρά χαιρετίζω το ΜΙΕΤ, καθώς τα σύννεφα έχουν πυκνώσει. Εξηγούμαι.
Το ΜΙΕΤ, τον τελευταίο καιρό, διανύει φθίνουσα τροχιά. Τα προμηνύματα υπήρχαν, αλλά σημεία καμπής είναι η παραίτηση του προηγούμενου ΔΣ (Τάσος Γιαννίτσης, Νικηφόρος Διαμαντούρος, Βασίλης Κάλφας, Δημήτρης Κυρτάτας, Αλέξης Πολίτης, Αντώνης Ρεγκάκος) το φθινόπωρο του 2020, για λόγους αδυναμίας συνεργασίας τους με τη διοίκηση της Τράπεζας, και η αποπομπή, λίγους μήνες αργότερα, του διευθυντή του Διονύση Καψάλη.
Το εκδοτικό πρόγραμμα ανεστάλη την άνοιξη του 2021 (και μόλις πρόσφατα ξεπάγωσε εν μέρει), με αποτέλεσμα πολλοί συγγραφείς να αναγκαστούν να αναζητήσουν αλλού στέγη. Σημειώνω δύο τίτλους που κυκλοφόρησαν ήδη από άλλους εκδότες: Τα όρια του αγαθού και του κακού του Κικέρωνα, σε μετάφραση Γιώργου Καραμανώλη και Ειρήνης Μητούση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και τη μνημειώδη συναγωγή και μελέτη του Δημήτρη Αρβανιτάκη, Σπύρος Ι. Ασδραχάς 1933-2017. Εργογραφία και δοκιμή βιογραφίας, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνίας Ιστορίας – Θεμέλιο. Ματαιώθηκε ακόμα η μεγάλη έκθεση με τίτλο «Κιβωτός μνήμης: η Ελλάδα μέσα από τις συλλογές του ΕΛΙΑ, 1821-1975» στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Πριν λίγες μέρες μάθαμε ότι τα βιβλιοπωλεία του ΜΙΕΤ, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, δεν θα διαθέτουν πια βιβλία άλλων εκδοτών. Συνολικά, χωρίς διευθυντή, το Ίδρυμα αρχίζει να θυμίζει σκιά του παλιού του εαυτού. Ας θυμηθούμε, λ.χ., ότι το 2009 σε μια κίνηση που έδειχνε εξωστρέφεια, δυναμισμό και ευρύτητα αντίληψης το ΜΙΕΤ ενσωμάτωσε το ΕΛΙΑ (το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ιδιωτικό αρχείο), με ευεργετικά αποτελέσματα και για τους δύο φορείς, αλλά και για τα γράμματα. Σήμερα, με την αβεβαιότητα, την παραλυτική αδράνεια, τη ματαίωση να κυριαρχούν, μοιάζει να έχουν περάσει αιώνες.
Το Εργαστήρι Επιμέλειας Εκδόσεων φέτος δεν λειτουργεί: η κορυφή του παγόβουνου
Το Εργαστήρι Επιμέλειας Εκδόσεων του ΜΙΕΤ δεν θα λειτουργήσει φέτος. Οι περισσότεροι το μάθαμε από την πρόσφατη διαμαρτυρία δεκάδων αποφοίτων του. Παραθέτω ένα απόσπασμα:
«Φέτος το Εργαστήρι Επιμέλειας Εκδόσεων του ΜΙΕΤ δεν θα γίνει, έπειτα από 18 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας. Το ΜΙΕΤ τελεί υπό μεταβατική διεύθυνση και, σύμφωνα με την ανακοίνωση που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του, “η μεταβατική διευθύντρια κ. Λούβη δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις που θα δεσμεύουν το Ίδρυμα για τα επόμενα δύο χρόνια!”.
Το Εργαστήρι του ΜΙΕΤ για επιμελητές εκδόσεων είναι μοναδικό στο είδος του: Γίνεται με σκληρές εξετάσεις και χωρίς δίδακτρα, δηλαδή αξιοκρατικά και δωρεάν. Απαιτεί τη δέσμευση της παρακολούθησής του δύο φορές την εβδομάδα επί δύο χρόνια. Ως απόφοιτοί του μάθαμε να συνεργαζόμαστε με όλους τους επαγγελματίες της παραγωγής του βιβλίου (εκδότες, στοιχειοθέτες, τυπογράφους, βιβλιοδέτες) και διδαχθήκαμε την επιμέλεια του βιβλίου ως πράξη φροντίδας και συνεργασίας.
Το Εργαστήρι στηριζόταν ως τώρα στις δύο διδάσκουσες, την Αντιγόνη Φιλιπποπούλου και την Κωστούλα Σκλαβενίτη, υπεύθυνες εκδόσεων του ΜΙΕΤ, και λειτουργούσε χάρη στην ανιδιοτελή αφοσίωσή τους. Ήταν μια όαση για την κατάρτιση όσων το παρακολουθήσαμε, είτε ασχοληθήκαμε επαγγελματικά με την επιμέλεια εκδόσεων είτε όχι. Η μαθητεία σε αυτό ήταν μια μαθητεία αριστείας».³
Όσοι και όσες δουλεύουμε στον χώρο της διόρθωσης και της επιμέλειας βιβλίων, είτε περάσαμε από το Εργαστήρι είτε όχι, ξέρουμε καλά ότι όσα γράφουν οι απόφοιτοι ισχύουν απολύτως. Τα τελευταία χρόνια προσφέρονται πολλά σεμινάρια διόρθωσης και επιμέλειας, κυρίως από εκδοτικούς οίκους· ωστόσο ακόμα και τα καλύτερα (υπάρχουν αρκετά) απέχουν παρασάγγας από το Εργαστήρι του ΜΙΕΤ, που ξεχώριζε ακριβώς για τους λόγους που επισημαίνουν οι απόφοιτοι, με ειδοποιό διαφορά τη σφαιρική γνώση του κύκλου του βιβλίου και των ανθρώπων του που προσέφερε, από το χειρόγραφο μέχρι το τυπογραφείο και το βιβλιοδετείο. Το ότι φέτος δεν θα λειτουργήσει το Εργαστήρι είναι κακή είδηση. Και γίνεται ακόμα χειρότερη, καθώς δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, αλλά για την κορυφή του παγόβουνου.
«Αναγέννηση», «ανασυγκρότηση» και άλλα ηχηρά παρόμοια
Όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς καμιά επίσημη ενημέρωση από πλευράς της διοίκησης. Το μόνο που είδε το φως της δημοσιότητας ήταν, πριν από ένα χρόνο και κάτι μήνες, κάποιες πληροφορίες από «κύκλους της διοίκησης» της Εθνικής Τράπεζας, που έκαναν λόγο για «εκσυγχρονισμό του Ιδρύματος», ο οποίος θα λάβει «υπόψη την οικονομική συγκυρία και τις προκλήσεις της εποχής, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία» (Η Καθημερινή, 29.9.2020), καθώς και την ανάγκη «ανασυγκροτηθεί, να αποκτήσει κι άλλες πηγές εσόδων, να προσαρμοστεί υποτυπωδώς στις τρέχουσες συνθήκες και βεβαίως να αναγεννηθεί» (Το Βήμα, 4.10.2020).
Μόνο ανησυχία προξενεί αυτή η παρατεταμένη και επίμονη σιωπή, την οποία εντείνουν οι ωραίες φράσεις περί «εκσυγχρονισμού», «ανασυγκρότησης», «αναγέννησης», καθώς, έτσι σοφοί που έχουμε γίνει, με τόση πείρα, ήδη καταλαβαίνουμε τι σημαίνουν. Θα το πω με τα λόγια των εκατοντάδων προσωπικοτήτων που υπέγραψαν κείμενο διαμαρτυρίας τον Οκτώβριο του 2020:
«Και όμως· πίσω από αυτές τις βαρύγδουπες λέξεις [εκσυγχρονισμό, αναδιάρθρωση, ανασυγκρότηση, αναγέννηση] καταλαβαίνουμε πως, γι’ άλλη μια φορά, απαξιώνεται ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της νεοελληνικής πνευματικής ζωής και λογιοσύνης. […]Όλες και όλοι εμείς, συνεργάτες και φίλοι του ΜΙΕΤ, αναγνώστες των εκδόσεών του, πελάτες των βιβλιοπωλείων του, επισκέπτες των εκθέσεων και των συλλογών του, ζητάμε να σταματήσει αμέσως η δημόσια απαξίωση της προσφοράς του Ιδρύματος, δηλώνοντας πως το πνευματικό του κεφάλαιο αποτελεί υπερασπίσιμο δημόσιο αγαθό, που το έχει απόλυτη ανάγκη η νεοελληνική κοινωνία. Όχι μόνο επειδή αποτελεί κομμάτι της Ιστορίας μας, αλλά και επειδή μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε ακόμα το δημιουργικό μέλλον αυτού του τόπου. Με τις υπογραφές μας στηρίζουμε έναν λαμπρό θεσμό που στήριξε τα νεοελληνικά γράμματα και τις τέχνες, εδώ και μισό αιώνα».⁴
Παρέθεσα το απόσπασμα όχι μόνο επειδή το θεωρώ εύγλωττο, αλλά και λόγω του εύρους των υπογραφών. Δεν πρόκειται για τους «συνήθεις υπόπτους» που –καλώς ή κακώς– διαμαρτύρονται, αλλά για σημαντικά ονόματα από όλο το πολιτικό φάσμα –κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην εποχή της έντονης πόλωση που ζούμε–, τα οποία καλύπτουν πολλούς χώρους των γραμμάτων, της επιστήμης και των τεχνών.
Δυο σημαντικά ερωτήματα
Τι είναι εκείνο που κάνει το ΜΙΕΤ ξεχωριστό; Κατά τη γνώμη μου, εκτός από το εύρος και την ποιότητα, η δουλειά υποδομής. Ας δούμε την εκδοτική του δραστηριότητα: έκανε αυτό ακριβώς αυτό που οφείλει ένας θεσμός ο οποίος δεν λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή εξέδωσε θεμελιώδεις τίτλους, που ένας ιδιώτης δεν θα μπορούσε. Και τους εξέδωσε με όλους τους κανόνες της επιστημονικής, εκδοτικής και τυπογραφικής δεοντολογίας – ανάμεσα τους και ο σεβασμός προς τους συνεργάτες, που εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους, μεταξύ των οποίων και οι καλές αμοιβές. Παράλληλα, κατάφερε να μην περιοριστεί σε κλασικούς τίτλους, να καθηλωθεί σε μνημειώδεις εκδόσεις, αλλά να συστήσει άγνωστα στο ελληνικό κοινό έργα, ανοίγοντας δρόμους. Και δεν μπορώ να σκεφτώ φοιτητή ή φοιτήτρια των ανθρωπιστικών επιστημών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στα ράφια και στα διαβάσματά του οποίου να μην κατέχουν περίοπτη θέση τα βιβλία του ΜΙΕΤ.
Με όλα αυτά, το ΜΙΕΤ διαμόρφωσε το πεδίο και έδωσε τον τόνο. Ας δούμε το Εργαστήριο Επιμέλειας Εκδόσεων. Το να βγαίνουν καμιά δεκαριά καλοί επιμελητές κάθε διετία μπορεί να μοιάζει λίγο, αλλά δεν είναι: είμαστε μικρή χώρα, κι οι άνθρωποι αυτοί, δουλεύοντας στη συνέχεια στον εκδοτικό χώρο λειτουργούν ευεργετικά και πολλαπλασιαστικά: με τα βιβλία που επιμελούνται, αλληλεπιδρώντας με συναδέλφους, διαχέοντας γνώση. Ακόμα, το να βγαίνουν δεκαπέντε σημαντικά βιβλία τον χρόνο (εκτός των ανατυπώσεων) λειτουργώντας σωρευτικά ιδίως, κάνει διαφορά.
Το ΜΙΕΤ λειτούργησε ως πρότυπο για πολλούς εκδοτικούς οίκους. Σκέφτομαι τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, που κατάφεραν σήμερα να το συναγωνίζονται, και μάλιστα καλύπτοντας και τις θετικές επιστήμες· αμφιβάλω αν θα είχαν δημιουργηθεί, και κυρίως αν θα είχαν τον ίδιο χαρακτήρα, χωρίς το προηγούμενο του ΜΙΕΤ. Επίσης, οι σημαντικές εκδόσεις των ιδρυμάτων των τραπεζών που ακολούθησαν (Εμπορική, Αγροτική, Πειραιώς), επηρεάστηκαν καθοριστικά από το ΜΙΕΤ· ειδάλλως, είναι πιθανό οι τράπεζες να είχαν περιοριστεί σε λαμπρές εκδηλώσεις για γεγονότα εθνικής σημασίας, πολυτελή λευκώματα, ημερολόγια τέχνης και coffee table books.
Το δεύτερο ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Γιατί απαξιώνεται κάτι, κατά κοινή ομολογία τόσο επιτυχημένο; Κι όμως, όσο κι αν μας λυπεί, μας εξοργίζει και μας αναστατώνει, η απαξίωση του ΜΙΕΤ δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Εντάσσεται σε ένα γενικότερο διεθνές τοπίο συρρίκνωσης των ανθρωπιστικών επιστημών και επέλασης ενάντια ό,τι δεν λειτουργεί με σκληρούς ιδιωτικοοικονομικούς όρους, με σταθερή αιτιολογία-τροπάριο την «περικοπή δαπανών», τον «εξορθολογισμό», τη «λειτουργικότητα» κλπ.
Στα καθ’ ημάς, άλλωστε, έχουμε ένα μελανό προηγούμενο. Επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) έκλεισαν τα πολιτιστικά ιδρύματα της Εμπορικής και της Αγροτικής Τράπεζας, όπως το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας (ΙΑΕΝ). Παρότι μετά το 1993 έγιναν προσπάθειες να επανέλθουν, στην ουσία αυτό (με μερική εξαίρεση το ΙΑΕΝ), δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Το πλήγμα υπήρξε καίριο.
’Εὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;
Θα είχα πολλά να πω ακόμα. Ότι είναι αντιφατικό να ομνύεις στην αριστεία και να αφήνεις να μαραζώσει ένας τέτοιος θεσμός. Ότι το ουσιαστικό ενδιαφέρον για την αρχαιογνωσία δεν αποδεικνύεται με την επαναφορά των λατινικών στις πανελλαδικές, αλλά με την ενίσχυση θεσμών που έχουν εκδώσει υποδειγματικά σχετικά έργα. Ότι το ΜΙΕΤ με τον πλούτο και την απήχησή του αποτελούσε διαρκή προβολή και ζωντανή διαφήμιση της Εθνικής Τράπεζας, πολύ περισσότερο από ολοσέλιδες καταχωρίσεις, τηλεοπτικές ρεκλάμες και χορηγίες. Ότι, ίσως, το μη κερδοσκοπικό, όταν λειτουργεί επιτυχώς ενοχλεί, καθώς διαψεύδει τα αγοραία ιδεολογήματα. Αλλά πάνω από όλα για ένα είμαι βέβαιος: ότι πολλά από όσα μπορεί να μας διαμόρφωσαν, να μας συνεπήραν και να μας παθιάζουν ακόμα (από τον Μπρούνο Σνελ και τον Κασίρερ μέχρι τον Πικιώνη και τον Μάξιμο Καλλιουπολίτη, τα αυτόγραφα του Σολωμού, τη συλλογή χαρτών, την παλαιογραφία ή τον φωτογράφο Σεφέρη) μοιάζουν απλώς κουραφέξαλα και βαρίδια –για τους δήθεν «τεχνοκράτες» και νεοτραπεζίτες (και διόλου φρονιμίτες), που ομνύουν μόνο σε έσοδα και έξοδα, δημόσιες σχέσεις και εκμοντερνισμένους δήθεν –αλλά τόσο παραδοσιακούς, αν το καλοσκεφτούμε– λογαριασμούς, του τύπου «τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κλπ.».
Και έτσι τα απαξιώνουν, μαζί με μια ολόκληρη παράδοση όσων υπηρέτησαν το ΜΙΕΤ – κι ας πρόκειται, λ.χ., για τον Λίνο Πολίτη και τον Ι.Θ. Κακριδή στις απαρχές ή τον Γ.Π. Σαββίδη, τον Μανώλη Ανδρόνικο, τον Νίκο Οικονομίδη, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, τον Πᾳν. Μουλλά και πολλούς ακόμα στη συνέχεια⁵ και φυσικά τους δυο διευθυντές του, τον Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλη και τον Διονύση Καψάλη.
***
Πέρα από τις απαραίτητες αναλύσεις και τις δίκαιες καταγγελίες, εκείνο που με καίει είναι πώς μπορεί να διασωθεί το ΜΙΕΤ και να συνεχίσει το έργο του με τρόπο αντάξιο της παράδοσής του, και όχι να καταντήσει κέλυφος. Χρειάζεται ευρεία κινητοποίηση, εντός και εκτός των τειχών – ήδη έχουμε αργήσει πολύ. Είναι υπόθεση όλων όσοι νοιάζονται για τα γράμματα, τον πολιτισμό, την παιδεία. Όσοι λοιπόν νοιαζόμαστε γι’ αυτά, και νομίζω ότι είμαστε πολλοί και πολλές, οφείλουμε να το αποδείξουμε έμπρακτα. Και κάτι παραπάνω: η υπεράσπιση του ΜΙΕΤ –το γράφω όπως το λέγανε παλιά, κι ας ακούγεται βαρύγδουπο– αποτελεί κομμάτι του αγώνα για το μέλλον και την προκοπή του τόπου.
Υποσημειώσεις:
1.Συνέντευξη του Δ. Καψάλη στην Όλγα Σελλά, Η Καθημερινή, 31.1.2016
2.Bλ. σχετικά Αλέξης Πολίτης, «Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης και οι δυσλειτουργίες του», Τhe Books’ Journal, 21.10.2020, καθώς και το σχετικό σημείωμα του Βασίλη Κάλφα στο facebook, 6.10.2020
3.Παραπέμπω στη δημοσίευση της εφ. Η Εποχή, «Το “Μορφωτικό” σβήνεται από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», 5.12.2021, όπου και ένα περιεκτικό εισαγωγικό της Ιωάννας Μεϊτάνη
4.Το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ, μαζί με τις 70 πρώτες υπογραφές. Συνολικά συγκέντρωσε πάνω από 4.000.
5.Είναι λίγα μόνο, εντελώς ενδεικτικά, από τα ονόματα των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων του ΜΙΕΤ. Καθώς παραλείπω αναγκαστικά πολλούς, αδικώντας και τους ίδιους και την εικόνα, παραπέμπω στον πλήρη κατάλογο, εδώ. Γενικότερα, ακόμα και μια απλή περιήγηση στην ιστοσελίδα του ΜΙΕΤ είναι αποκαλυπτική για το εύρος των δραστηριοτήτων του.