Τους τελευταίους μήνες, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο Ιράν και τις Η.Π.Α., μεταξύ άλλων δυτικών δυνάμεων, βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος λόγω της γεωπολιτικής του σημασίας. Στο σημείωμα αυτό θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε ορισμένα σημεία της Ιρανικής Ιστορίας και κοινωνίας που είναι κομβικά για την κατανόησή της.
του Διονύση Σκληρη
Α) Το Ιράν είναι μία χώρα με Σιιτική πλειονότητα. Αυτό σημαίνει ότι εκφράζει ένα διαφορετικό θρησκευτικό συναίσθημα από τον αραβικό Σουνιτικό κόσμο. Ενώ οι Σουνίτες επικεντρώνουν στη δημιουργία ενός χαλιφάτου, δηλαδή ενός εγκόσμιου κράτους που θα λειτουργήσει ως αντιπρόσωπος του Θεού επί γης, οι Σιίτες τονίζουν κυρίως στοιχεία, όπως το μαρτύριο. Από ορισμένες απόψεις οι Σιίτες έχουν στοιχεία, που τους φέρνουν πιο κοντά στον Χριστιανισμό και δη τον Ορθόδοξο, όπως λ.χ. μια μετριασμένη εικονικότητα σε αντίθεση με την αυστηρή ανεικονικότητα του Σουνιτισμού και κυρίως μια αγιολογία των ιμάμηδων ως μεσολαβητών, που τους τοποθετεί πιο κοντά στην Ορθόδοξη τιμή προς τους αγίους. Γενικά ο Σιιτισμός χαρακτηρίζεται από μία έφεση στον «μεσολαβητισμό», στην ύπαρξη μεσιτειών μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων, οπότε ως τέτοιος διαφέρει από τον Σουνιτισμό, ο οποίος πρεσβεύει έναν απόλυτα υπερβατικό και εικονοκλαστικό Θεό, ο οποίος ακριβώς επειδή είναι τόσο ανεικονικός και απόκοσμος χρειάζεται ένα συγκεντρωτικό και οικουμενικό χαλιφάτο για να αντιπροσωπευθεί επί της γης. Αντιθέτως, ο ιρανικός Σιιτισμός συνάδει με μια σειρά από μεσιτείες σε ένα μικροεπίπεδο. Κύριο, όμως, χαρακτηριστικό του Σιιτισμού είναι το μαρτύριο ως αυτοσκοπός, μία «ατέρμονη Μεγάλη Παρασκευή χωρίς Κυριακή του Πάσχα», για να φέρουμε μια Χριστιανική αναλογία. Λόγω αυτού του συνδυασμού αποκέντρωσης και έμφασης στην ηθική και το μαρτύριο πολλοί συγκρίνουν τον Σιιτισμό με τον Προτεσταντισμό αντί για την Ορθοδοξία, παρόμοιες συγκρίσεις βέβαια έχουν τα όριά τους, καθώς είναι αναγωγιστικές σε διαφορετικού τύπου φαινόμενα. Αυτό που μπορούμε πάντως να κρατήσουμε είναι ότι ο Ιρανικός Σιιτισμός επικεντρώνεται σε μία έξαρση του μαρτυρίου ως αυτοσκοπού, σε μια σχετική αποκέντρωση σε αντίθεση με το Σουνιτικό χαλιφάτο, και σε ένα σύστημα διαμεσολαβήσεων μεταξύ Θεού και ανθρώπων που περιλαμβάνει και μια μικρή «δειλή» εικονικότητα σε αντίθεση με τη ριζική εικονοκλασία των Σουνιτών.
Β) Αυτό που είναι, όμως, σημαντικό να κατανοηθεί είναι ότι ο Σιιτισμός χρησιμεύει σε μεγάλο βαθμό για να πραγματωθεί και να εξαρθεί η Ιρανική και Περσική ιδιαιτερότητα έναντι του κυρίαρχου Αραβικού Σουνιτικού Ισλάμ, καθώς και δευτερευόντως του Τουρκικού. Με άλλα λόγια, κάποιος είναι Σιίτης για να μπορέσει να είναι Πέρσης, εν πολλοίς, και λιγότερο το αντίστροφο. Αν και ο Σιιτισμός ως μια εναλλακτική του Σουνιτισμού έχει τις ρίζες του στον 7ο αιώνα, η, ας πούμε, «νεωτερική» εκδοχή του συνδέεται με την περσική αυτοκρατορική δυναστεία των Σαφαβιδών, οι οποίοι τον έκαναν επίσημη αυτοκρατορική θρησκεία και στοιχείο συνοχής των Περσών από τον 16ο αιώνα. Μετά από τον 16ο αιώνα, ο Σιιτισμός γίνεται και ένα όχημα πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των Περσών σε αντίθεση προς Άραβες και Τούρκους. Και το κυριότερο, γίνεται μία ιδεολογία συνοχής μιας αυτοκρατορίας με οικουμενική προοπτική. Η θρησκεία του μαρτυρίου γίνεται πλέον το στοιχείο που συνέχει μια πολυεθνική αυτοκρατορία και συνιστά τρόπον τινά την «εθνική» της «υπερηφάνεια», με την ευρύτατη δυνατή σημασία του όρου «εθνική», καθώς μιλάμε για μια αυτοκρατορία, και όχι για ένα νεωτερικό έθνος-κράτος, η οποία ωστόσο καλλιεργεί μία συνεκτική ταυτότητα στους υπηκόους της, με κάποια πρωτο-νεωτερικά χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό, το να είσαι Σιίτης μετατρέπεται σε έναν τρόπο να είσαι υπερήφανα Μουσουλμάνος, χωρίς να είσαι Άραβας ή Τούρκος. Οι Σιίτες βεβαίως διεκδικούν ότι έχουν πρόσβαση σε ένα πιο αυθεντικό Ισλάμ προτού κάνουν πειρατεία οι «σφετεριστές» Ομεϋάδες, οι οποίοι δημιούργησαν το παγκόσμιο χαλιφάτο με τις κατακτήσεις τους, αλλοτριώνοντας το μήνυμα του Προφήτη.
Γ) Η Περσία των Σαφαβιδών έχει συνείδηση οικουμενικής αυτοκρατορίας, όπως και οι Αχαιμενίδες στην Αρχαιότητα και οι Σασανίδες στην Ύστερη Αρχαιότητα και Μεσαίωνα. Είναι η τρίτη μεγάλη αυτοκρατορία της Περσικής ιστορίας και είναι η σπουδαιότερη «νεωτερική» δυναστεία της. Αυτό σημαίνει την καλλιέργεια μιας ταυτότητας που έχει και ένα είδος «εθνικών» χαρακτηριστικών και όχι μόνο θρησκευτικών. Είναι αξεδιάλυτος πλέον ο συσχετισμός εθνικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών, το να είσαι Σιίτης είναι μεταξύ άλλων ένας τρόπος να είσαι υπερήφανος για την ιδιοπροσωπία σου και να έχεις μία εθνο-θρησκευτική συνοχή με την πανσπερμία διαφορετικών εθνοτήτων της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, στους μετέπειτα αιώνες της νεωτερικότητας οι Πέρσες δεν γνώρισαν άμεση κατοχή από δυτικούς αποικιοκρατικούς στρατούς, όπως οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους Μουσουλμάνους. Βεβαίως, εντάχθηκαν στο μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι της Μέσης Ανατολής μεταξύ Άγγλων και Ρώσων για τους δρόμους του εμπορίου και εσχάτως για το πετρέλαιο και ως εκ τούτου γνώρισαν διάφορες μορφές δυτικής παρεμβατικότητας και έμμεσου αποικισμού. Παραμένει, ωστόσο, στοιχείο της ιδιόμορφης «εθνικής υπερηφάνειας» των Περσών, ότι δεν υπήρξαν άμεσα αποικιοκρατούμενοι και για αυτό αλλοτριωμένοι, όπως άλλοι Μουσουλμάνοι.
Δ) Στον 20ο αιώνα η Περσία υπήρξε μια χώρα επαναστάσεων σε αντίθεση λ.χ. με την Τουρκία, που υπήρξε μια χώρα πραξικοπημάτων. Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις ήταν η Περσική Συνταγματική Επανάσταση του 1906 και η Επανάσταση του 1979. Η διαφορά με την Τουρκία έχει αντίκτυπο στη συνείδηση των Ιρανών. Ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία μπήκε δυναμικά στη νεωτερικότητα χάρη στις βίαιες μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ Ατατούρκ υπήρξε πρότυπο προς μίμηση για τους τελευταίους μονάρχες της Περσίας που έλαβε μάλιστα το όνομα «Ιράν», ίσως όχι τυχαία, σε μία εποχή έξαρσης στην Ευρώπη της ιδεολογίας των «Αρείων». Ωστόσο, η δόμηση της ιρανικής κοινωνίας ήταν διαφορετική. Το 1906 είχε διαφανεί η πληθώρα των κοινωνικών τάξεων που ζητούσαν μία κάτωθεν ένταξη στη νεωτερικότητα και όχι άνωθεν, όπως στη γειτονική Τουρκία των πραξικοπημάτων. Το 1979 είχε επίσης το χαρακτηριστικό μιας καθολικής επανάστασης μιας πληθώρας τάξεων, «παζαριτών», εργατών, φοιτητών, αστών κ.ά. Από άποψη καθολικότητας και μιας σειράς χαρακτηριστικών, όπως οι απεργίες, ο συντονισμός φοιτητών, εργατών και κάποιων αστικών στρωμάτων και άλλων τυπολογιών, ίσως μπορεί να χαρακτηριστεί ως η τελευταία επανάσταση που γνώρισε ο πλανήτης μας. Κάτι που την προσομοιάζει άλλωστε με τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 είναι ότι ενώ άρχισε ως μια καθολική παλλαϊκή επανάσταση ενάντια σε έναν διεφθαρμένο μονάρχη, με μια πληθώρα διαφορετικών φωνών και κινημάτων, στο τέλος υπετάγη σε αυτόν που ήταν πιο αποφασισμένος να καταλάβει την εξουσία, που ήξερε με μεγαλύτερη συνεκτικότητα τι ήθελε και πώς μπορούσε να το κατακτήσει. Στην περίπτωση της Ρωσίας ήταν ο μαρξιστικός αναθεωρητισμός του Λένιν, στην περίπτωση του Ιράν ήταν το νέο πείραμα θρησκευτικο-πολιτικής οργάνωσης με το όνομα «Ισλαμική Δημοκρατία». Όπως και στη Ρωσική Επανάσταση, η νίκη της Επανάστασης στο Ιράν σήμανε την αρχή ενός λυσσαλέου εμφυλίου, ο οποίος συνέπεσε με έναν άγριο εξωτερικό πόλεμο, στην περίπτωση του Ιράν με τους Άραβες του Ιράκ και τους διεθνείς υποστηρικτές τους. Όπως στη Σοβιετική Ένωση, η Ιρανική Επανάσταση κατέπνιξε όλες τις άλλες φωνές της κοινής αντιμοναρχικής Επανάστασης, ενώ ταυτόχρονα έκανε έναν αγώνα επιβίωσης εναντίον πρακτικά όλου του υπόλοιπου πλανήτη, τον οποίο μάλιστα κέρδισε, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα μέσω του εξωτερικού πολέμου το εσωτερικό μπετονάρισμά της. Βεβαίως, στη Σοβιετική Ένωση η ιδεολογία που επικράτησε ήταν ο άθεος σοσιαλισμός, πνευματικός απόγονος κατά μία έννοια του νεωτερικού Διαφωτισμού. Όμως και η «Ισλαμική Δημοκρατία» είναι κατά μία έννοια παιδί και της νεωτερικότητας. Κατ’ αρχήν, είναι αυτό που επαγγέλλεται: μια ισλαμική δημοκρατία, καλώς ή κακώς με την έμφαση πάντα στο «ισλαμική». Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν βασίζεται σε έναν εξαιρετικά περίπλοκο συνδυασμό δύο στοιχείων σε ένταση, ήτοι δημοκρατικών διαδικασιών με εκλογή κοινοβουλίων, λαϊκή κυριαρχία και αντιπροσώπευση, με συμμετοχή και των γυναικών στην πολιτική ζωή κ.ο.κ. και από την άλλη του θρησκευτικού σώματος των μουλάδων οι οποίοι «επιβλέπουν» τη δημοκρατία αυτή ώστε να συμφωνεί με τον ισλαμικό νόμο. Η δυνατότητά τους να επιβάλουν βέτο τους κάνει το κύριο και πιο εξουσιαστικό μέρος του συστήματος με τη δημοκρατία να είναι το υπήκοο στοιχείο της παράδοξης σύνθεσης. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να παρατηρηθεί ότι ο όρος «Ισλαμική Δημοκρατία» είναι μία αυθεντικά μετα-νεωτερική παραδοξολογία, ένα σύστημα σε εξαιρετική ένταση, που είναι, όμως, αυτό που επαγγέλλεται, για καλό ή για κακό. Κατά μία έννοια, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει, η Ισλαμική Δημοκρατία πραγματώνει το πλατωνικό ιδεώδες μιας ομάδας «αρίστων», οι οποίοι θα είναι οι «φύλακες» μιας πολιτείας, που θα περιλαμβάνει και τον δήμο. Οι μουλάδες είναι μια παρόμοια «αριστεία» νομομαθών, που εκπληρώνει ένα πλατωνικού τύπου όραμα κυριαρχίας της ελίτ του πνεύματος, και όχι του πλούτου ή της στρατιωτικής ή γυμνά πολιτικής εξουσίας. Με τις σημαντικές διαφορές βέβαια ότι είναι μια αριστεία νομομαθών και όχι φιλοσόφων ή επιστημόνων, όπως στο αρχαίο ελληνικό ιδεώδες. Και ότι η μορφή αυτή του Ισλάμ βασίζεται ακριβώς στον «Νόμο» και όχι σε μια πνευματικότερη μορφή συνύπαρξης, όπως στη χριστιανική έμφαση στην ελεύθερη αγάπη, η οποία ύστερα από πολλές διαλεκτικές αντιφάσεις οδήγησε στις εκκοσμικευμένες κοινωνίες τη Δύσης. Τα παραπάνω τα γράφουμε βεβαίως με συνείδηση αφενός ότι ίσως τελικά η ιρανική πραγμάτωση ενός πλατωνικού ιδεώδους να δικαιώνει πιθανόν τον Karl Popper στη φιλελεύθερη κριτική του προς τον πλατωνισμό. Και αφετέρου ότι στις ισλαμικές κοινωνίες είναι ένα ανοικτό ερώτημα αν οι κάτωθεν επαναστάσεις μπορεί εντέλει και de facto να λειτουργήσουν πιο προοδευτικά σε σχέση με τα άνωθεν πραξικοπήματα (εδώ έχει ενδιαφέρον η σύγκριση Ιράν και Τουρκίας, αν και χρειάζεται μια πολύ βαθύτερη μελέτη για ένα δύσκολο, που εδώ μπορέσαμε μόνο σχηματικά και απορητικά να θίξουμε).
Ε) Η κατάσταση της ιρανικής επανάστασης σαράντα χρόνια μετά την έκρηξή της θυμίζει κάπως την αντίστοιχη εξέλιξη της Ρωσικής μέσα από τη διαρκή αναζήτηση νέων ισορροπιών (οπωσδήποτε με την αυτονόητη υπόμνηση των μεγάλων διαφορών που έχει ένα αθεϊστικό σοσιαλιστικό καθεστώς από ένα θρησκευτικό και δη ισλαμικό, στο οποίο ο όποιος σοσιαλισμός είναι κυρίως συνάρτηση του Ισλάμ και επ’ ουδενί αυτοσκοπός, όπως στα άθεα προτάγματα της νεωτερικότητας). Σε όλη τη χώρα βλέπει κανείς τη φιγούρα «καινοδιαθηκικής τρυφερότητας» του Χαμενεΐ δίπλα στη μορφή «παλαιοδιαθηκικής αυστηρότητας» του Χομεϊνί (αν μας επιτρέπεται πάλι μια αναγωγιστική σύγκριση με τον Χριστιανισμό), το οποίο λειτουργεί όχι μόνο ως μια σοβιετικού τύπου καταξίωση του νέου οδηγητή με αναφορά στον παλιό, αλλά και ως μια δυάδα σε ένταση σκληρότητας και επιείκειας. Όντως το καθεστώς βασίζεται σε μία γενικευμένη και κρατική εφαρμογή μιας διάκρισης «κατ’ ακρίβειαν» και «κατ’ οικονομίαν» που στις Ορθόδοξες κοινωνίες συμβαίνει κυρίως εντός της Εκκλησίας και μόνο κατά πολιτισμική επίδραση στο κράτος και την ευρύτερη κοινωνία. Με αυτό εννοούμε ότι ενώ οι νόμοι είναι εξαιρετικά αυστηροί, μπορεί να γίνει επίκληση στην «κατ’ οικονομίαν» επιείκεια και να μην εφαρμοστούν, κάτι που δεν το κατανοεί άμεσα ο Δυτικός επισκέπτης. Βεβαίως, αυτό οδηγεί την κοινωνία και σε μία γενικευμένη υποκρισία και καθήλωση σε μια παιδική ανωριμότητα, κάτι που είναι άλλωστε τηρουμένων των αναλογιών, χαρακτηριστικό και των χριστιανικών κοινωνιών, ιδίως των Ορθοδόξων που χαρακτηρίζονται κατ’ εξοχήν για την ένταση αυτή μεταξύ του «κατ’ ακρίβειαν» και του «κατ’ οικονομίαν». Παραδόξως, επίσης, ενώ η υποκρισία είναι κατά πολιτική ανάγκη ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό της ιρανικής κοινωνίας, συνυπάρχει με έναν έντονα ειλικρινή και «ντόμπρο», ευθύ χαρακτήρα του λαού στις διαπροσωπικές σχέσεις, απότοκο της γνησιότητας ενός λαού που δεν έχει αλλοτριωθεί από καπιταλιστικές σχέσεις υπολογισμού (ή που έχει λιγότερο τουλάχιστον) και που εντρυφεί στην ιδιαιτερότητά του. Τα στοιχεία αυτά συνυπάρχουν με άλλα που ήδη θίξαμε όπως η έμφαση στο μαρτύριο ως αυτοσκοπό, η υπερήφανη ανάληψη της παγκόσμιας μοναξιάς και ιδιαιτερότητας η οποία συνάδει με τη Σιιτική αίσθηση της γνησιότητας έναντι της Αραβικής, Τουρκικής και Δυτικής αλλοτρίωσης κ.ο.κ. Τα παραπάνω βέβαια με ένα μεγάλο ταξικό φάσμα διαφορετικών αποχρώσεων.
Στο σημείωμα αυτό προσπαθήσαμε να δείξουμε, ίσως με τον κίνδυνο κάποιας σχηματικότητας και μονομέρειας, ορισμένα ιστορικά χαρακτηριστικά της ιρανικής κοινωνίας που είναι χρήσιμα να έχουμε κατά νου, όταν αναφερόμαστε σε έναν μοναχικό αλλά αρκετά ισχυρό «παίκτη» του μετανεωτερικού μας κόσμου, φιλοδοξώντας σε μια βαθύτερη εντρύφηση σε επόμενο σημείωμα.