Σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη, «είχαμε τον δεύτερο μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην ΕΕ το 2ο τρίμηνο του ‘24. Την περίοδο 2019- 2023 είχαμε αύξηση του μέσου μισθού κατά 20,2% και του κατώτατου μισθού κατά 27,7%. Ταυτόχρονα η αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος -δηλαδή η καθαρή, αυτή που μένει μετά την αφαίρεση της επίδρασης του πληθωρισμού- ήταν στην Ελλάδα 7,7%, διπλάσια δηλαδή, της ΕΕ (3,3%) και τριπλάσια της ευρωζώνης (2,3%). Επιπλέον 500.000 συμπολίτες μας βρήκαν δουλειά».
Όπως λέει ο υπουργός, «αυτά είναι αποτέλεσμα της πολιτικής μας: με δημοσιονομική σταθερότητα, με μείωση των φόρων και των εισφορών για παραπάνω επενδύσεις, με περιορισμό της φοροδιαφυγής. Χάρη σε αυτό το μείγμα πολιτικής έχουμε σημαντικά επιπλέον έσοδα -χωρίς επιπλέον φόρους- τα οποία πάνε στην κοινωνική μας πολιτική. Καταλαβαίνω τη δυσαρέσκεια και τη γκρίνια πολλών συμπολιτών μας. Αλλά, ας μην ξεχνάμε, η Ελλάδα βρέθηκε πολύ πίσω την προηγούμενη δεκαετία. Τώρα όμως, συγκλίνουμε με την Ευρώπη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε πέσει στο 62% του κοινοτικού μέσου όρου και τώρα είναι στο 67%. Χρειάζεται υπομονή και σταθερό τιμόνι για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος. Και μόνο η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να εγγυηθεί ότι τα εισοδήματα και η καθημερινότητα συνεχώς θα βελτιώνονται!».
Σημειώνεται ωστόσο ότι μέσω της μη μείωσης των έμμεσων φόρων, όπως ο ΦΠΑ, η κυβέρνηση έχει μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα αξιοποιώντας τις ανατιμήσεις, ακόμα και στα βασικά αγαθά.
Ερωτηθείς εάν υπάρχει η σκέψη να δοθούν περισσότερα στους πολίτες για ανακάμψει η κυβέρνηση μετά το κατώτερο των προσδοκιών αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, ο κ. Χατζηδάκης απαντά ότι «δεν υπάρχει κανένας υπουργός Οικονομικών και καμία κυβέρνηση που να μην θέλουν να μοιράζουν λεφτά. Υπάρχουν όμως οι αντοχές της οικονομίας, οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Αν τα ξεπεράσουμε, μην αμφιβάλλετε ότι θα βρεθούμε πολύ γρήγορα σε αδιέξοδο και σε καταστάσεις που κανείς μας δεν θέλει να ξαναζήσει. Ιδιαίτερα μετά την εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας».