Ανακοίνωση εξέδωσε η Ένωση Αθέων Ελλάδος, εκφράζοντας μεν την ικανοποίηση της για την κατάργηση της γραφικής υποδοχής του «Αγίου Φωτός» με τιμές αρχηγού κράτους από το 2020 έως σήμερα, τονίζοντας ωστόσο, ότι «συνεχίζεται ακόμα να αποστέλλεται κρατική διπλωματική αποστολή για την επίσημη παραλαβή του και μεταφορά του από το Ελληνικό κράτος, και οι κυβερνητικοί απεσταλμένοι χρησιμοποιούν δημόσια κονδύλια για την μετάβαση τους και αυθημερόν επιστροφή τους από τα Ιεροσόλυμα».

«Ζητούμε να σταματήσει η συμμετοχή εκπροσώπων του κράτους, στην παραλαβή και μεταφορά του ‘Αγίου Φωτός’ και στις όποιες τελετές που σχετίζονται με αυτό. Το κράτος δεν θα πρέπει να εμπλέκεται σε θρησκευτικά έθιμα και τελετές. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ‘θαύματα’ που έχουν καταρριφθεί πέραν πάσης αμφιβολίας, όπως έγινε πριν 3 χρόνια για το ‘Άγιο Φως’ με την έρευνα του κ. Αλικάκου» αναφέρει η ανακοίνωση.  (Η Ένωση προτείνει την προβολή του παρακάτω βίντεο)

Κι αυτή η ανακοίνωση είναι ακόμα μία αφορμή να σκεφτούμε τι κράτος είναι τελικά η Ελλάδα του 2023: θεοκρατικό ή κοσμικό; Διαβάζοντας τον ορισμό του κοσμικού κράτους: «Το κοσμικό κράτος είναι μια έννοια του κοσμικισμού, όπου ένα κράτος είναι ή προσανατολίζεται να είναι ουδέτερο στα θέματα της θρησκείας, χωρίς να υποστηρίζει ούτε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία ούτε την αθρησκία. Ένα κοσμικό κράτος το οποίο κατά κανόνα έχει πολυπολιτισμική σύνθεση, αξιώνει να αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες του με ίσο τρόπο ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Τα κοσμικά κράτη δεν έχουν επίσημη θρησκεία ή παρόμοιο θεσμό, αν και η απουσία επίσημης θρησκείας δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το κράτος είναι πλήρως κοσμικό. Ένα πραγματικά κοσμικό κράτος θα διατηρεί σθεναρά την εθνική κυριαρχία χωρίς επιρροές από θρησκευτικές ομάδες, δηλαδή μιλάμε για χωρισμό κράτους και Εκκλησίας».

Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων

Η Ελλάδα βάσει συντάγματος διαθέτει ως επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία, τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Έχουμε προοίμιο με επίκληση του θείου στο Σύνταγμά μας.

Διακήρυξη της Επιδαύρου της 1ης Ιανουαρίου 1822

«ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ

Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων Παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων την “Πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν”.

Εν Επιδαύρῳ τήν α΄ Ιανουαρίου , έτει αωκβ (1822) και α΄ της ανεξαρτησίας».

Η επίκληση στην Αγία Τριάδα αναγράφεται από τότε σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα πλην εκείνου του 1927. Στο ισχύον Σύνταγμα το Προοίμιο αναφέρει: Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.

Κι ενώ το άρθρο 13 κάνει λόγο για θρησκευτική ελευθερία, το άρθρο 3 με αναφορά σε «επικρατούσα θρησκεία» στην Ελλάδα, έρχεται να το παραγκωνίσει πρακτικά. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό και μιλάμε για «επικρατούσα θρησκεία», δεν μπορούμε να πούμε πως είμαστε ένα κοσμικό κράτος.  Κι αυτό το διαπιστώνουμε καθημερινά. Το πιο χαρακτηριστικό και τρανταχτό παράδειγμα είναι η ύπαρξη κοινού υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ενώ ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας θα πρέπει μάλιστα να παίρνει έγκριση από την Εκκλησία.

Καμπανάκι για την εμπλοκή της θρησκείας σε ζητήματα εκπαίδευσης έχει χτυπήσει και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Στις 20 Μαρτίου 2018, οι δικαστές του ΣτΕ έκριναν ότι η από 7.9.2016 απόφαση του τότε υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη με την οποία επήλθε ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα και τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στις τάξεις Γ΄έως ΣΤ’ δημοτικού και του γυμνάσιου ήταν πολλαπλά αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Πιο συγκεκριμένα, το ΣτΕ έκρινε πως η νέα διδασκαλία των θρησκευτικών «είναι ικανή να παρέμβει στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη των ενηλίκων και να τους εκτρέψει από την Ορθόδοξη Χριστιανική συνείδηση». Σύμφωνα λοιπόν με τους δικαστές, το νέο πρόγραμμα σπουδών παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις ως προς το περιεχόμενο της Ορθόδοξης Χριστιανικής διδασκαλίας, καθώς στη νέα διδασκαλία των θρησκευτικών «δεν γίνεται αναφορά στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα την οποία επικαλούνται στην επικεφαλίδα τους όλα τα Ελληνικά Συντάγματα και στη Γ΄ τάξη του Δημοτικού ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως ξένος, ως προσδοκώμενος Μεσσίας, ως δάσκαλος που όλοι θαυμάζουν, ως αγαπημένος φίλος, όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου».

Μάλιστα, όπως γράφει κι αναλύει η Ελένη Καλαμπάκου, Δικηγόρος και Μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολείται συνεχώς και εκδίδει ανακοινώσεις σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών.

Παρεμβάσεις εκκλησίας σε μια σειρά θεμάτων

Κατά την περίοδο της πανδημίας έγινε ξεκάθαρο πως εκκλησία και κράτος πάνε χέρι χέρι, με την πρώτη να παρεμβαίνει ξεκάθαρα σε θέματα δημόσιας υγείας και τους πολιτικούς να κάνουν τα στραβά μάτια.

Η παρουσία της εκκλησίας είναι έντονη σε πολλά θέματα, όπως έντονη είναι και η επιρροή της. Η Πολιτεία επεμβαίνει στην οργάνωση της Εκκλησίας με νόμους, ενώ οι εκκλησιαστικοί κανόνες εφαρμόζονται μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας, με την προϋπόθεση να μην έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους του κράτους.

Γράφει ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου, Δρ Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Πάντειο Πανεπιστήμιο & Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, μέλος Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: Όπως αναφέρει ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας (Ν. 590/1977, άρ. 2): «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος, της εν τω στρατεύματι θρησκευτικής υπηρεσίας, της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας, […], της καθιερώσεως νέων Θρησκευτικών εορτών, ζητεί δε την προστασίαν της Πολιτείας οσάκις προσβάλλεται η θρησκεία». Σύμφωνα με το άρ. 33 παρ. 2 για την καθιέρωση πολιτικού όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας, άθεος, αγνωστικιστής ή πιστός άλλης θρησκείας δεν μπορεί να εκλεγεί στο ύπατο αξίωμα, σαν να ήταν ο Πρόεδρος και αρχηγός της Εκκλησίας.

Ως προς τις οικονομικές σχέσεις, το 2018 σε μια «ιστορική διμερή συμφωνία» προχώρησαν Κράτος -Εκκλησία όπως ανακοίνωσαν από κοινού οι κ.κ. Τσίπρας-Ιερώνυμος. Σύμφωνα με τη συμφωνία, οι περίπου 10.000 ιερείς δεν είναι πλέον δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ συστάθηκε ειδική εταιρεία που διαχειρίζεται την εκκλησιαστική περιουσία, στην οποία είναι μέτοχος και το Δημόσιο. ( Διαβάστε εδώ πόσο κόστιζε στο Δημόσιο η Εκκλησία)

Οι ιερείς δεν είναι πλέον δημόσιοι υπάλληλοι. Έχουν ως εργοδότη τους τις Μητροπόλεις που είναι εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ. Οι κληρικοί, σύμφωνα με το ΣτΕ, θεωρούνται κατά τους κανονισμούς της Εκκλησίας της Ελλάδος εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, και πληρώνονται από το Δημόσιο σε ό,τι αφορά τις οργανικές θέσεις, χωρίς να υπάγονται στο Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα. Πληρώνονται από το Δημόσιο, σωστά διαβάσατε, και συγκεκριμένα, το Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές αλλαγές του Ελληνικού Δημοσίου.

Ιστορική θα είναι μία συμφωνία που θα φέρει επιτέλους τον πραγματικό διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Πράγμα το οποίο μοιάζει ουτοπικό, δεδομένου ότι το κράτος βολεύεται από αυτή τη διαπλοκή των εξουσιών, με τον κλήρο να αποτελεί εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης με την επιρροή που ασκεί στους πολίτες. Τα «χάδια» της Πολιτείας στην Εκκλησία τα είδαμε και προσφάτως, στο όχι και πολύ μακρινό 2022, όταν με νόμο της κυβέρνησης στις ήδη υπάρχουσες 6.000 θέσεις που προέβλεπε ο νόμος του 1945, προστέθηκαν άλλες 2.311 μόνιμες οργανικές θέσεις και επιπλέον 955 για την Εκκλησία της Κρήτης.