Ο 37χρονος Ρεζά αναγκάστηκε να γίνει πολιτικός πρόσφυγας εξαιτίας ενός ντοκιμαντέρ που έκανε για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών στο Αφγανιστάν. Μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο τους ανήλικα παιδιά απέδρασαν από τη χώρα τους για να σωθούν. «Αυτοί που είναι στην εξουσία δεν ανέχονται τέτοια ντοκιμαντέρ. Επιτέθηκαν στο γραφείο μου και προσπάθησαν να με συλλάβουν». Σήμερα η οικογένεια μετράει έναν χρόνο και πέντε μήνες στην Ελλάδα – τους πρώτους εννέα έζησαν στη Μόρια ενώ εδώ και οκτώ μήνες στριμώχνονται σε ένα κοντέινερ στη Μαλακάσα.
Τα παιδιά ξοδεύουν τη μέρα τους παίζοντας στο χώμα “τούσλα”, ένα αφγανικό παιχνίδι σαν τους δικούς μας βόλους.
Τους συναντώ στη Μαλακάσα στις 3 Σεπτεμβρίου, όπου περίπου 250 πρόσφυγες έχουν συγκεντρωθεί έξω από το καμπ τους για να διαμαρτυρηθούν. Τα πανό τους γράφουν «Malakasa=Jail. We are human». «Η Μαλακάσα είναι φυλακή. Είμαστε άνθρωποι».
Στο καμπ ζουν ως επί το πλείστον Αφγανοί και πρόκειται για ένα ανοιχτό καμπ, δηλαδή μπορεί να μπει ελεύθερα ο οποιοσδήποτε μέσα. «Είναι η χαρά των διακινητών. Δεν είναι καθόλου ασφαλές αυτό για τα παιδιά μας» μου λέει ο Μοχάμεντ που θα προτιμούσε να υπάρχει κάποια φύλαξη και έλεγχος του ποιος μπαινοβγαίνει. Οι αιτούντες άσυλο ζουν στα κοντέινερ τα οποία διαθέτουν air condition, όμως στο καμπ βλέπω και πολλές σκηνές κάμπινγκ. «Αυτοί έφτασαν τώρα και δεν έχουν κανένα χαρτί ακόμα» μου εξηγεί ο Αφγανός δημοσιογράφος.
Οι ενήλικες επιμένουν πως δεν έχουν απολύτως τίποτα για να απασχολούνται μέσα στη μέρα τους και ο χρόνος τους περνάει άσκοπα. Κανείς από όσους συζητάμε δεν μιλάει ελληνικά αν και δεν θέλουν να φύγουν από τη χώρα μας. «Δεν υπάρχει τάξη για ενήλικες εδώ» λένε.
Μία από τις ενασχολήσεις τους και μια δραστηριότητα που γέμιζε τη μέρα τους ήταν να πηγαίνουν στην Αθήνα με το τραίνο – ένα ταξίδι 50 λεπτών – άλλοτε για να ψωνίσουν στο σούπερ μάρκετ και άλλοτε για να καλύψουν διάφορες ανάγκες τους, όπως να επισκεφτούν ένα νοσοκομείο. Για οτιδήποτε χρειάζονταν μετακινούνταν στην Αθήνα με το τραίνο. Τη διαδρομή Μαλακάσα-Αθήνα, μέχρι πριν λίγες μέρες, την έκαναν δωρεάν. Στις 31 Αυγούστου όμως, αστυνομικοί κατέβασαν από το τραίνο όσους πρόσφυγες δεν είχαν εισιτήριο.
Ο Ρεζά, η γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά λαμβάνουν οικογενειακώς 400 ευρώ τον μήνα για τη διαβίωσή τους. Το κόστος του τραίνου είναι 8 ευρώ ανά άτομο πήγαινε-έλα. Οι πρόσφυγες δεν καταλαβαίνουν τι άλλαξε ξαφνικά και εκδιώχνονται από το τραίνο αν δεν πληρώσουν το αντίτιμο. Η σημερινή τους διαμαρτυρία αφορά ακριβώς αυτή την επιβαρυντική νέα συνθήκη καθώς, όπως λένε, «είναι ένα έξοδο και μια επιπλέον δυσκολία στη ζωή μας που δεν μπορούμε να την αντέξουμε».
«Νιώθουμε σαν να ζούμε στη ζούγκλα. Δεν έχει μαγαζιά, δεν έχει φαρμακείο αν χρειαστούμε κάποιο φάρμακο. Για ό,τι χρειαζόμαστε, πηγαίνουμε στην Αθήνα. Πώς να σηκώσουμε αυτό το έξοδο του τραίνου; Αυτό που ζητάμε από την κυβέρνηση είναι να μας δείξει έναν εφικτό τρόπο για να καλύπτουμε τις ανάγκες μας» λέει ο Ρεζά.
Μετά από απόφαση του ΟΑΕΔ, τον Φεβρουάριο του 2018 ανακοινώθηκε η δυνατότητα εγγραφής στα μητρώα ανέργων και ομάδων πληθυσμού που μέχρι τότε δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, όπως άστεγοι και πρόσφυγες και με την κάρτα ανεργίας εξασφάλιζαν ελεύθερη πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ όμως, που είναι πλέον ιδιωτική εταιρεία, σύμφωνα με το site της, δεν διαθέτει μειωμένο αντίτιμο για τους ανέργους – Έλληνες και μη.
Όσοι πρόσφυγες όμως μένουν σε απομακρυσμένα από τις πόλεις καμπ χρησιμοποιούσαν τα τραίνα δωρεάν μέχρι τώρα. Γιατί αλλάζει αυτή η συνθήκη;
Πηγή της ΤΡΑΙΝΟΣΕ απαντά στο ThePressProject:
«Δεν υπήρχε ποτέ κάποια συμφωνία για δωρεάν μετακίνηση των προσφύγων. Η πολιτική της εταιρείας είναι σαφής: όποιος δεν έχει εισιτήριο, δεν ταξιδεύει. Αυτό δεν έχει να κάνει με το αν είναι Έλληνες ή μετανάστες. Αν ο προϊστάμενος αμαξοστοιχίας δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα περιστατικό, τότε καλείται να παρέμβει η αστυνομία. Η αλλαγή στάσης ως προς την προηγούμενη ανοχή και χαλαρότητα για όσους δεν είχαν εισιτήριο, μπορεί να οφείλεται σε απόφαση της διοίκησης να γίνουν πιο αυστηροί ή σε εντολή του υπουργείου προς τη διοίκηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ».
Το καμπ βρίσκεται στο στρατόπεδο Γερακίνη, δίπλα στην εθνική οδό, κρυμμένο στα δέντρα και τα βουνά. Αρκετά από τα μέρη που επιλέχθηκαν να γίνουν προσφυγικά καμπ βρίσκονται μακριά από τον αστικό ιστό χωρίς ποτέ όμως να έχει γίνει μια καταγραφή και μια οργάνωση σχετικά με την προέλευση, την εμπειρία και τις γνώσεις των προσφύγων ώστε να μπορέσουν να εγκλιματιστούν και να συνεισφέρουν στις τοπικές κοινωνίες. Για παράδειγμα, ο Ρεζά ήταν δημοσιογράφος και είχε μάθει να εργάζεται σε γραφείο και να ζει στην πόλη, ενώ άλλοι πρόσφυγες ήταν αγρότες στις χώρες τους και θα μπορούσαν πιο εύκολα να ενταχθούν και να προσφέρουν σε μια αγροτική κοινωνία.
Μέσα υπάρχει ένα αυτοσχέδιο περίπτερο με λίγα πράγματα, όπως μπισκότα και σαπούνια. Η αγορά της Μαλακάσας, από την άλλη, «είναι πολύ μικρή και πολύ ακριβή» λένε οι πρόσφυγες. «Εσάς σας αρέσει ο καπουτσίνο. Εμείς πίνουμε πολύ τσάι. Θέλουμε να βρίσκουμε τα τρόφιμα και τα προϊόντα και της δικής μας κουλτούρας και κουζίνας ώστε να μπορούμε να μαγειρεύουμε τα φαγητά που ξέρουμε να μαγειρεύουμε. Αυτά τα βρίσκουμε στην Αθήνα και εκεί μπορούμε να φτάσουμε μόνο με το τραίνο» λέει ο Ρεζά όσο στέκονται στον δρόμο για τη διαμαρτυρία. «Είμαστε ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, πώς να τους κάνουμε να μας ακούσουν, είμαστε μπερδεμένοι. Δεν μας ακούει κανείς. Συχνά νιώθω να εξαντλείται η ανοχή μου αλλά συνεχίζω να προσπαθώ και να προσπαθώ».
Περνούν 3 ώρες στο σημείο της διαμαρτυρίας. Δεν υπάρχουν κάμερες ούτε κάποιος εκπρόσωπος του υπουργείου. Υπάρχει διακριτική αστυνομική παρουσία. Οι πρόσφυγες σκέφτονται να βγουν στον δρόμο σε μια απόπειρα να τραβήξουν την προσοχή των ιθυνόντων.
Άνθρωποι που εργάζονται χρόνια στο προσφυγικό και οργανώσεις που δρουν στο πεδίο αγωνιούν ότι με τη νέα κυβέρνηση κανείς δεν θα ενδιαφερθεί, κανείς δεν σηκώνει το τηλέφωνο ούτε υπάρχει περίπτωση να μεταβεί σε ένα καμπ ώστε να δει τι αληθινά συμβαίνει.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει δοθεί εντολή να φτιαχτούν εσπευσμένα νέα καμπ προκειμένου να αποσυμφορηθούν τα νησιά.
Ο Νίκος Κουραχάνης διδάσκει Κοινωνική Πολιτική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι συγγραφέας των βιβλίων Κοινωνικές πολιτικές στέγασης (εκδ.Παπαζήση, 2017) και Πολιτικές στέγασης προσφύγων (εκδ.Τόπος, 2019). «Πρόκειται για ακόμα ένα περιστατικό το οποίο αναδεικνύει με τον πιο κυνικό τρόπο ότι οι κοινωνικές πολιτικές που αναπτύσσονται, από την πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική μέχρι το πιο απλό μέτρο, δεν επιδιώκουν την κοινωνική ενσωμάτωση αλλά την κοινωνική απομόνωση. Η κοινωνική ενσωμάτωση είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία που σχετίζεται με τη διασφάλιση των βασικών ανθρώπινων αναγκων, την εκμάθηση γλώσσας, τη δυνατότητα μετακίνησης και πρόσβασης σε κοινωνικές και ευρύτερα δημόσιες υπηρεσίες, την ανάπτυξη κοινωνικών συναναστροφών, τη δυνατότητα κατάρτισης δεξιοτήτων και διοχέτευσης σε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και πολλά άλλα ακόμη. Όταν το μόνο που διασφαλίζεται είναι στεγαστικές συνθήκες στα όρια της εξαθλίωσης, αποκόπτοντας ευάλωτες ομάδες από την πρόσβαση στους θεσμούς εκπλήρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων και από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα τότε, όχι μόνο δεν υπηρετείς την κοινωνική συνοχή, αλλά, εκτρέφεις την κοινωνική περιθωριοποίηση και τη γκετοποίηση των αδύναμων» εξηγεί.
«Η φιλοσοφία διαχείρισης του προσφυγικού δεν συνιστά ένα μεμονωμένο γεγονός, αποκομμένο από τις ευρύτερες τάσεις της κοινωνικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού» συμπληρώνει ο Ν.Κουραχάνης. «Αυτή η μορφή υπολειμματικής κοινωνικής διαχείρισης για όσους ζουν στα όρια της εξαθλίωσης δεν εφαρμόζεται μόνο για τους πρόσφυγες. Αντίθετα, πολιτικές με παρόμοια χαρακτηριστικά έκτακτης ανάγκης εφαρμόζονται και για τους άστεγους και για τους άπορους και για όσους ανθρώπους βρίσκονται σε μια συνθήκη ακραίας φτώχειας. Ένα μοντέλο κατασταλτικής κοινωνικής πολιτικής παγιώνεται σε ποικίλες εκφάνσεις της διαβίωσης των αδύναμων. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που πρέπει να βλέπουμε την όποια πράξη αλληλεγγύης όχι ως αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, αλλά, ως αλληλεγγύη στους φτωχούς αυτού του κόσμου».
Update 5/09/19: Ο σύμβουλος επικοινωνίας της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, Στέλιος Ζωντός, επικοινώνησε με το TPP, ζητώντας να διευκρινιστούν τα παρακάτω:
«Δεν πήραμε καμία κυβερνητική εντολή για να τους κατεβάσουμε. Ουδέποτε υπήρξε συμφωνία να ταξιδεύουν χωρίς εισιτήριο. Είναι άλλο πράγμα να υπάρχουν ένας-δυο άνθρωποι που ταξιδεύουν χωρίς εισιτήριο και να μην γίνει έλεγχος και έτσι να μην δημιουργηθεί θέμα, και άλλο πράγμα να μπουν ξαφνικά 150 άνθρωποι χωρίς εισιτήριο σε ένα τραίνο. Δεν υπάρχει καμία διαφορά για εμάς είτε είναι Έλληνας είτε μετανάστης ή πρόσφυγας».