Κείμενο από τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου και την Ηρώ Τσαρμποπούλου-Φωκιανού
Το σημείωμα αυτό μελετά τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι που στελεχώνουν τις Ε.Δ. οικειοποιούνται, αναπαράγουν και κανονικοποιούν με φαινομενικά αθώο τρόπο, ακροδεξιές ρητορικές και λόγους. Οι ως τώρα μελέτες γύρω από τις Ε.Δ. αφορούν κυρίως τον Στρατό ως ιδεολογικό μηχανισμό του Κράτους, ως θεσμό-ραχοκοκαλιά του θεσμικού πατριωτισμού, ως πόλο άσκησης ή απονομής της εξουσίας δίνοντας έμφαση κυρίως στην εμπλοκή του στα πολιτικά και πολιτειακά δρώμενα της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο εστιάζει στα στελέχη που συγκροτούν τις Ε.Δ., στους ίδιους τους λόγους τους, στις θέσεις και στις απόψεις τους.
Το εγχείρημα αυτό καθίσταται δύσκολο καταρχάς λόγω της φύσης του Στρατού ως μιας αυστηρά περιχαρακωμένης και κλειστής δομής, η οποία επιφορτίζεται με το βάρος της πρόσφατης ιστορίας κατάλυσης δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και της τραγωδίας της Κύπρου, καθώς και λόγω της καχυποψίας ως προς τους σκοπούς της έρευνας, ειδικά των εν ενεργεία στελεχών με τα οποία μιλήσαμε. Λόγω της συνάντησης με άτομα με τα οποία υπάρχει ιδεολογικά ασυμφωνία μεταξύ άλλων εγείρονται ζητήματα σεβασμού, διαχείρισης της γνώσης που αποκτάται.
Η ερευνητική μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν η χρήση ερωτηματολογίων καθώς και ημιδομημένες συνεντεύξεις βάθους με άντρες και γυναίκες από όλα τα όπλα και την ιεραρχική κλίμακα, όπου θίχτηκαν καίρια πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, οι απαντήσεις στα οποία κρίνουμε πως μαρτυρούν ορισμένες ιδεολογικές συγγένειες με την ακροδεξιά ρητορική.
Στην διευρυμένη εκδοχή αυτού του κειμένου το οποίο βρίσκεται στο βιβλίο Η Κανονικοποιήση του Ακροδεξιού Λόγου, μετά από μια βιβλιογραφική αναφορά και μια σύντομη ιστορική επισκόπηση που μας βοηθά να κατανοήσομε την πολιτική και κοινωνική θέση των Ε.Δ. στην ελληνική κοινωνία, την μερίδα του λέοντος στο κεφάλαιο κατέχει ‘’Ο Λόγος των Ε.Δ.’’. Στο κομμάτι αυτό, βασιζόμενοι στις συνεντεύξεις αναλύουμε δομές και κατηγορίες λόγου που αφενός στοιχειοθετούν τον χαρακτήρα του σύγχρονου Στρατού, αφετέρου είτε προσιδιάζουν στην άκρα δεξιά, είτε ταυτίζονται απόλυτα με τη ρητορική της.
Μερικά από τα στοιχεία αυτά είναι:
Η συνεχής αίσθηση αβεβαιότητας και κινδύνου λόγω της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας, των εθνικών ανταγωνισμών στα βαλκάνια, της πολιτικής συγκυρίας. Η αίσθηση κινδύνου συνδέεται με ένα δεύτερο στοιχείο που είναι η έννοια της κρίσης, η οποία έχει εδώ διττό χαρακτήρα. Αφενός ως συνυφασμένος με την γέννηση και την προστασία των εθνών-κρατών, ο στρατός βιώνει μια απειλή και αναδιαπραγμάτευση της θέσης και του ρόλου του σε ένα διεθνοποιημένο, παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο κρίσης των εθνών κρατών. Παράλληλα, οι κοινωνικές αλλαγές βιώνονται με όρους κρίσης εθνικής και ηθικής και όχι με όρους κοινωνιολογικούς -κλασικό μοτίβο της άκρας δεξιάς- αίσθηση που οδηγεί στην συνεχή επίκληση στην ‘’κρίση αξιών’’. Με αυτά συνδέεται το τρίτο στοιχείο, ο περιχαρακωμένος και αυστηρά οριοθετημένος χαρακτήρας του στρατού, που παρότι κομμάτι της κοινωνίας, μοιάζει μερικώς αποκομμένος από αυτήν, με την δική του εσωτερική λογική και κανόνες. Τέλος, διακρίνουμε μια έντονη έλλειψη εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ και την πολιτική ηγεσία, που συχνά οδηγεί σε ανορθολογισμό και συνωμοσιολογία.
Ένα πέμπτο στοιχείο που αναδεικνύεται ως κεντρικό είναι αυτό του φύλου. Πέραν ομοφοβικών, σεξιστικών, τρανσφοβικών αντιλήψεων, που δεν αποτελούν μονοπώλιο των Ε.Δ., το φύλο είναι κεντρικής σημασίας για τον στρατό, κυρίως αναφορικά με την αντρική ταυτότητα και την αρρενωπότητα. Ο στρατός αποτελεί μια σφαίρα ιδανικής και προνομιακής ανδρικότητας, ενώ θεμελιώνεται στην σύνδεση μεταξύ αντρικής ταυτότητας και έθνους. Η κατασκευή των αντρών αλλά και των ίδιων των ΕΔ ως προστάτες του έθνους, η σύνδεση αυτή μεταξύ έθνους και φύλου, είναι ένα φαινόμενο που έχει βιβλιογραφικά αποδοθεί ως εθνοπατριαρχία.
Από όλους τους λόγους και τα ιδεολογικά μοτίβα που αναλύονται τρία είναι τα κεντρικά συμπεράσματα που τεκμαίρουν το πώς ο στρατός συνομιλεί με την άκρα δεξιά.
Καταρχάς ο στρατός κατασκευάζει αναπαράγει και θεμελιώνεται σε μια συνεχή αίσθηση επικινδυνότητας, φόβου, αβεβαιότητας που πολιτικά βασίζεται στην κρίση των εθνών κρατών, και κοινωνικά στην κρίση αξιών και τις κοινωνικές αλλαγές.
Δεύτερον, ο στρατός δεν είναι ένα επάγγελμα σαν όλα τα άλλα, δεν έχει φτάσει μια αμιγώς επαγγελματοποιημένη μορφή, αλλά αντίθετα είναι ακόμη έντονα πολιτικά, συμβολικά, ιδεολογικά φορτισμένος. Όπως επαναλαμβάνεται στις συνεντεύξεις, είναι ένα ‘’λειτούργημα’’.
Το τρίτο κεντρικό συμπέρασμα αφορά την ετερότητα και την μετατόπισή της. Ως χώρος που κατασκευάζει πρότυπα, ο στρατός έχει πάντοτέ απέναντί του έναν κοινωνικό ή συμβολικό εχθρό, Άλλο. Από τον κομμουνιστικό εχθρό, στον φυλετικό, στον έμφυλο ή εθνικό Άλλο, σήμερα ο στρατός βλέπει ως απόλυτο Άλλο τον Μουσουλμάνο Άλλο. Το Ισλάμ, γίνεται αντιληπτό ως απόλυτη, αγεφύρωτη ετερότητα, ως ένα τεράστιο πολιτισμικό χάσμα, που ενσαρκώνει όλα τα άγχη και τους φόβους.
Η συνισταμένη των τριών, και συνδετικός κρίκος των Ε.Δ. με την άκρα Δεξιά είναι το Έθνος. Ο Στρατός βιώνει φόβο και αβεβαιότητα, γιατί η έννοια του έθνους απειλείται. Στρατός δεν είναι ένα επάγγελμα σαν όλα τα άλλα γιατί καλείται να προστατεύσει το έθνος, πρακτικά και συμβολικά. Ο μουσουλμάνος Άλλος είναι ο απόλυτος εχθρός, όχι γενικά και αόριστα και όχι μόνο λόγω της κανονικοποιημένης ισλαμοφοβίας, αλλά γιατί εκπροσωπεί τους εθνικούς ανταγωνισμούς στα βαλκάνια, όπου οι έχθρες και ρατσισμός δεν βιώνονται με όρους φυλής αλλά με όρους έθνους.
Είναι μέσω του Έθνους που ο στρατός στοιχειοθετεί την ταυτότητά του και είναι μέσω αυτού που παράγει ένα πλέγμα ιδεολογιών επικίνδυνα οικείο στην άκρα δεξιά. Φόβος, αβεβαιότητα, κίνδυνος, μοναδικότητα, ιδιαιτερότητα, απόλυτος Άλλος: όλα αυτά είναι απαραίτητα συστατικά για την επιτυχία μιας ακροδεξιάς ρητορικής, και εδώ τα βλέπουμε όλα μέσω του Έθνους να εντάσσονται στον λόγο των Ε.Δ.