«Η ΑΔΑΕ προχωρεί και θα προχωρήσει στην πραγματοποίηση όλων των απαραιτήτων ελέγχων. Αυτό όμως γίνεται µε βάση ένα πολύπλοκο νομικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να τηρηθεί κατά γράμμα και για τον λόγο αυτό χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία και σε βάθος μελέτη των θεμάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η ΑΔΑΕ είναι η μόνη δημόσια αρχή, που έχει την αρμοδιότητα από το Σύνταγμα (άρθρο 19, παρ. 2) και τον νόμου να ελέγχει την τήρηση της νομιμότητας στον τομέα των επικοινωνιών. Μπορεί να ελέγχει κατόπιν καταγγελίας, αλλά και αυτεπαγγέλτως αρχεία, τράπεζες δεδοµένων, κ.λπ., μεταξύ άλλων, της ΕΥΠ και των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Όλες οι άλλες αρχές που υπάρχουν για την προστασία της κυβερνοασφάλειας ή της κυβερνοάμυνας ή την προστασία από το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν έχουν αυτήν την αρμοδιότητα. Ο ίδιος ο νόμος για την ΕΥΠ δίνει στην ΑΔΑΕ αρμοδιότητες που δεν τις δίνει ούτε στις δικαστικές αρχές. Είναι συνεπώς στοιχειώδες καθήκον της ΑΔΑΕ, η οποία είναι η μόνη που μπορεί µε βάση τον νόμο να επιβάλει τη συνταγματική ευταξία στον τομέα της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, να µην παραμένει σιωπηλός παρατηρητής καταστάσεων σαν αυτές που ζούμε τους τελευταίους μήνες», τονίζει ο κ. Ράμμος.

Ερωτηθείς, μεταξύ άλλων, για το αν η ΑΔΑΕ δεσμεύεται από το απόρρητο, ο κ. Ράμμος απαντά κατηγορηματικά: «Δεν μπορεί να αντιταχθεί στην ΑΔΑΕ το απόρρητο. Και τούτο για τον ακόλουθο λόγο: Η ΑΔΑΕ έχει αρμοδιότητες να ελέγχει τους παρόχους, τόσο τεχνικά όσο και από την άποψη του σεβασμού του νομικού πλαισίου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος έχει δύο διατάξεις κατανεμημένες σε δύο εδάφια. Η πρώτη ορίζει ότι το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών είναι απολύτως απαραβίαστο, το μόνο ατομικό δικαίωμα, το οποίο ο συνταγματικός νομοθέτης χαρακτηρίζει απολύτως απαραβίαστο. Η δεύτερη διάταξη προβλέπει ότι µε νόμο ορίζονται οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες η δικαστική αρχή δεν κωλύεται από το απαραβίαστο αυτό για λόγους εθνικής ασφάλειας και για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου του Συντάγματος (19) προβλέπεται η ίδρυση και λειτουργία μιας ανεξάρτητης αρχής, η οποία ελέγχει την τήρηση του απορρήτου της προηγούμενης παραγράφου. Συνεπώς όλης της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένης, δηλαδή, και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου από τη δικαστική αρχή».

Όσο για το αν η Βουλή δεσμεύεται από το απόρρητο όταν διερευνά την πιθανότητα τέλεσης αξιόποινων πράξεων, ο κ. Ράμμος τονίζει η προσωπική του γνώμη είναι ότι «στο Κοινοβούλιο που είναι ο εκφραστής της υπέρτατης συνταγματικής αρχής, που είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, δεν είναι αντιτάξιμο το απόρρητο από ένα μέλος Ανεξάρτητης Αρχής, εκτός αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Αυτό εξάλλου ορίζει και ο Κανονισμός της Βουλής».

Αναφορικά με αρκετούς που υποστηρίζουν ότι η τροπολογία που αφαίρεσε από την Αρχή τη δυνατότητα να ενημερώνει τον παρακολουθούμενο ήταν αντισυνταγματική, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εννοείτε προφανώς την παλιότερη τροπολογία του νόμου του 2021, που ήδη δεν ισχύει. Εγώ είχα αρθρογραφήσει τότε με κάποιους άλλους συναδέλφους σε ένα ηλεκτρονικό νομικό περιοδικό ότι η διάταξη εκείνη είναι πρόβλημα αντιθέσεων με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Και τούτο ισχύει όχι επειδή το είπα εγώ, αλλά επειδή το έχει κρίνει µε πάγια νομολογία του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι περισσότεροι νομικοί στη χώρα µας συμφωνούν ότι µια διάταξη που έχει πρόβλημα αντίθεσης µε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ περί προστασίας του ιδιωτικού βίου έχει το ίδιο ακριβώς πρόβλημα αντίθεσης και µε το άρθρο 19 του Συντάγματος. Το Ελληνικό Σύνταγμα δεν παρέχει λιγότερη προστασία στο δικαίωμα από ότι η Ευρωπαϊκή Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως έχει ερμηνευτεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ωστόσο τη συνταγματικότητα νόμων μπορούν να τη διαπιστώσουν μόνο τα δικαστήρια, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο».