Η αισχρή φωτογραφία της Athens Voice που χλευάζει τη νεκρή μετανάστρια δεν μου έκανε καμία εντύπωση. Σε μια χώρα που η λέξη “παράνομος” — να μην αναφερθώ και στη λέξη “λαθραίος” και τα παράγωγά της — χρησιμοποιείται κατά κόρον να περιγράψει ανθρώπους χωρίς χαρτιά, όταν δηλαδή λέμε ότι η ύπαρξη η ίδια των ανθρώπων αυτών είναι παράνομη, είναι εύκολο να τους στερήσεις και την ελάχιστη ανθρωπιά, ειδικά όταν πρόκειται για την θλίψη για έναν τραγικό και αχρείαστο θάνατο.

Η γυναίκα αυτή λοιπόν πήδηξε στο κενό γιατί φοβήθηκε ότι ο έλεγχος της αστυνομίας θα οδηγούσε στην απέλασή της. Από τη μία, ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του για 30 ευρώ, όπως είπε και ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ. Από την άλλη, ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του επειδή στη χώρα μας είναι εξαιρετικά δύσκολο, ως αδύνατο, κάποιος στη θέση αυτής της γυναίκας να βγάλει τα χαρτιά που χρειάζεται για να μην ζει με τον φόβο.

Έπρεπε να πεθάνει κάποιος για να έρθει το θέμα στην ειδησεογραφία, όπως κάποτε έπρεπε να πυροβοληθούν κάποιοι εργάτες γης στη Μανωλάδα για να αντιληφθούμε το μέγεθος της εκμετάλλευσης που υπέφεραν οι μετανάστες που μας παρέχουν την τροφή μας. Όμως οι συνέπειες μιας μεταναστευτικής πολιτικής που δεν αναγνωρίζει τις πραγματικές ανάγκες μας σε εργατικό δυναμικό είναι πολλαπλές, τόσο για τους μετανάστες που ζουν στο περιθώριο, όσο και για όλους μας.

Οι έλεγχοι δεν μας κάνουν πιο ασφαλείς

Πριν από δεκαεννέα χρόνια ο τότε υπουργός Υγείας καλούσε τα νοσοκομεία να ειδοποιούν την αστυνομία αν κάποιος άνθρωπος χωρίς χαρτιά εισαχθεί για νοσηλεία. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει τέτοια εντολή στην Ελλάδα, όμως δεν είναι αδιανόητο να φοβηθεί κάποιος που δεν έχει χαρτιά να πάει στο νοσοκομείο.

Είναι εύλογο επίσης να φοβηθεί ένα θύμα βίαιης επίθεσης ή μία εργαζόμενη που δεν πληρώνεται για την δουλειά της να απευθυνθούν στις αρχές για να καταγγείλουν το περιστατικό και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στις δημόσιες υπηρεσίες και τις υπηρεσίες που ελέγχουν το κατά πόσο είναι νόμιμη η παραμονή κάποιου πολίτη τρίτης χώρας στην Ελλάδα.

Σαν αποτέλεσμα, όχι μόνο ζουν αυτοί οι άνθρωποι στο περιθώριο χωρίς την αυτονόητη προστασία από τις αστυνομικές και ελεγκτικές αρχές, αλλά γίνεται και δυσκολότερο για το κράτος να εφαρμόσει τους νόμους του και να αποδώσει δικαιοσύνη. Η λύση είναι να αποσυνδεθεί ο έλεγχος της μεταναστευτικής κατάστασης ενός ανθρώπου από την αλληελπίδρασή του με τις δημόσιες δομές, συμπεριλαμβανόμενης της αστυνομίας. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία οι μετανάστες χωρίς χαρτιά μπορούν να απευθυνθούν στα αστυνομικά τμήματα για να κάνουν οποιαδήποτε καταγγελία χωρίς να συλληφθούν.

Όπως αναφέρει το ευρωπαϊκό δίκτυο PICUM, πρωτοβουλίες όπως αυτή στην Ολλανδία αντικατοπτρίζουν “την αναγνώριση ότι η επιβολή κανόνων μετανάστευσης σε βάρος των βασικών δικαιωμάτων έχει καταστροφικές συνέπειες για τους ανθρώπους, ενώ υπονομεύει σημαντικές προτεραιότητες σε άλλους τομείς — όπως η ασφάλεια της κοινωνίας, η διερεύνηση εγκλημάτων, και η προστασία και υποστήριξη όσων το χρειάζονται.”

Ψάχνοντας για χαρτιά που δεν υπάρχουν

Η Νεα Δημοκρατία, πιθανότατα η επόμενη κυβέρνηση του τόπου, υπόσχεται να εντατικοποιήσει τον έλεγχο των νομιμοποιητικών εγγράφων σε όλη τη χώρα. Η υπόσχεση θυμίζει τον Ξένιο Δία, τις επιχειρήσεις-σκούπα όπου αστυνομικοί σταματούσαν όποιον πίστευαν πώς μπορεί να είναι στην Ελλάδα χωρίς χαρτιά με μόνο κριτήριο το χρώμα του δέρματός του.

Ένας ταξιτζής από την Ινδία (με όλα του τα χαρτιά) μου είχε πει τότε πως έψαχνε να φύγει όσο γρηγορότερα μπορούσε. Δεν άντεχε τον εξευτελισμό του βίαιου ελέγχου κάθε φορά που έβγαινε ραντεβού με την (Ελληνίδα) κοπέλα του. Παρότι εργαζόμενος και κανονικά φορολογούμενος, ήταν σα να μην είχε το δικαίωμα να περπατήσει στον δρόμο όπως οι υπόλοιποι. Την ίδια εποχή ένας συμπατριώτης του καθηγητής, ομιλητής σε ημερίδα της ΑΣΟΕΕ, κατέληξε στο τμήμα επειδή τον πέρασαν για μικροπωλητή χωρίς χαρτιά.

Ακόμα και αν οι εμπνευστές του συγκεκριμένου προγράμματος έχουν στο μυαλό τους κάτι άλλο, πιο ανθρώπινο, από αυτό που έγινε από το 2012 μέχρι το 2015, οι έλεγχοι αυτοί θα οδηγήσουν όσους ζουν στην Ελλάδα χωρίς χαρτιά ακόμα περισσότερο στο περιθώριο. “Πριν από έξι χρόνια φοβόμουν να βγω από το σπίτι για να μη με απελάσουν” είπε ο καλύτερος μπασκετμπολίστας στον κόσμο σε μια συνέντευξη στην El Pais. Η χώρα μας έχει συμφέρον να μην φοβάται κανείς να συμμετέχει στην κοινωνία, να φροντίζει την υγεία του, να στέλνει τα παιδιά του στο ελληνικό σχολείο και να αλληλεπιδρά με τις αρχές.

Αντί να ψάχνουμε λοιπόν για χαρτιά που δεν υπάρχουν, και που δεν μπορούν να υπάρχουν, μπορούμε να παραδεχτούμε μερικά πράγματα. Πρώτο, οι άνθρωποι αυτοί που ζουν μακροχρόνια στην Ελλάδα έχουν πολλά να προσφέρουν και τους χρειαζόμαστε. Δεύτερο, όσο καλλιεργούμε ένα εχθρικότερο περιβάλλον για μετανάστες, τους σπρώχνουμε περισσότερο στο περιθώριο. Τρίτο, ένα τέτοιο εχθρικό περιβάλλον βλάπτει και τους Έλληνες που ζουν σε πόλεις πιο κατακερματισμένες, πιο αφιλόξενες και, τελικά, λιγότερο ασφαλείς.

Ας δώσουμε λοιπόν την ευκαιρία σε ανθρώπους σαν την Γκαϊανέ τη δυνατότητα να μας μιλήσουν και να ζήσουν μαζί μας. Το κράτος μας χρειάζεται ένα σύστημα όπου άνθρωποι που είναι εδώ να δουλέψουν σε θέσεις που τους χρειαζόμαστε (αλλιώς δεν θα είχαν δουλειά) να μπορούν να πάρουν τα απαραίτητα χαρτιά χωρίς φόβο απέλασης. Αντί να ζητάμε από το ελάχιστο νοσηλευτικό προσωπικό που έχουμε να είναι και σεκιούριτι, να δώσουμε την ευκαιρία σε αυτούς τους ανθρώπους που βοηθάνε τους άρρωστούς μας και έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του συστήματος υγείας μας να πάρουν τις γνώσεις που χρειάζεται για να κάνουν τη δουλειά τους σωστά.

Θυμηθείτε τον άνθρωπο από το Μάλι που πήρε την Γαλλική υπηκοότητα επειδή, χωρίς χαρτιά και αυτός, αψήφησε τον κίνδυνο και σκαρφάλωσε τέσσερις ορόφους για να σώσει ένα παιδί. Ή τον δικό μας Ερβίν Τζέκα Γκάνι, που δύο δεκαετίες αφού ήρθε στην Ελλάδα με τα πόδια όπου, όπως είπε στην Lifo, “υπήρχε κυνηγητό πολύ από την αστυνομία, εκμετάλλευση, κατατρεγμός,” ήταν ένας από τους τρεις ήρωες ψαράδες που έσωσαν ζωές στο Μάτι και πήραν την ελληνική ιθαγένεια.

Η Γκαϊανέ που έχασε τη ζωή της στη Νίκαια φροντίζοντας κάποιον δικό μας άνθρωπο, όπως τόσες άλλες γυναίκες που δίνουν την φροντίδα που εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε, όπως και τόσοι άλλοι που φροντίζουν να έχουμε φρούτα και λαχανικά, ή καθαρίζουν για εμάς και τους τουρίστες μας, είναι και αυτοί απαραίτητοι. Ακόμα και αν δεν διαβάζουμε για τις ζωές τους στις ειδήσεις, ακόμα και αν δεν μας φαίνεται επίτευγμα ο καθημερινός τους μόχθος, μας είναι απαραίτητος. Αντί για ελέγχους, ας τους δώσουμε χαρτιά.

ΥΓ: Ίσως μπορούμε να ψάξουμε και στις ίδιες μας τις οικογένειες για μαρτυρίες του τι σημαίνει ζωή χωρίς έγγραφα. Δεν χρειάζεται καν να ανατρέξουμε στις ιστορίες Ελλήνων του ’50 και του ’60 που έπλεναν πιάτα στην Αμερική χωρίς χαρτιά. Στα χρόνια της κρίσης και συγκεκριμένα το 2012 και το 2013 περίπου 8% των Ελλήνων έφτασαν στην Αυστραλία με τουριστική βίζα δεν έφυγαν όταν έληξε η νόμιμη περίοδος διαμονής τους. Δεκάδες από αυτούς κατέληξαν σε κέντρα κράτησης μεταναστών. Ακούγεται εξοργιστικό όταν συζητάμε για Έλληνες στην Αυστραλία, θα έπρεπε να μας εξοργίζει και για τους δικούς μας ανθώπους, όπως η Γκαϊανέ στην Αθήνα.