Τη βδομάδα που μας πέρασε, ηελληνική αντιτρομοκρατική υπηρεσία προχώρησε σε συλλήψεις μελών της νεοναζιστικής οργάνωσης «Combat 18 Hellas», οι οποίοι κατηγορούνται για μια σειρά από εγκλήματα σε τόπους φιλοξενίας προσφύγων, αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, εβραϊκά μνημεία και καταυλισμούς Ρομά. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα μέχρι τη στιγμή που γράφτηκε αυτό το κείμενο, η «Combat 18 Hellas» είναι ολιγομελής ομάδα με έναν αρχηγό που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Αλέξανδρος Τσαμπανίκας» και έδινε εντολές μέσω Facebook (ναι, καλά διαβάσατε μέσω αυτού του απόλυτα ασφαλούς και αδιάτρητου μέσου). Μεταξύ των υπόλοιπων συλληφθέντων φέρεται να είναι και νεαρός δικηγόρος Πειραιώς ο οποίος υποστήριξε παλαιότερα ότι «η 21η Απριλίου εκπορεύθηκε από τον ένοπλα συντεταγμένο Λαό, τις δοξασμένες ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, τον πολεμικό ανθό του Γένους».
Πολλοί απόρησαν στην αρχή με την επιλογή της αγγλόφωνης ονομασίας «Combat 18»,καθώς αποπνέει σαφώς λιγότερη εθνική ανάταση από τη συνοδοιπόρο οργάνωση «Αυτόνομοι (ή Ανένταχτοι, διχάζονται εδώ οι μελετητές κειμενικών σπουδών) Μαιάνδριοι Εθνικιστές» (δηλαδή είτε εθνικιστές σε σχήμα μαιάνδρου είτε συνδεόμενοι/καταγόμενοι από τον Μαιάνδριο, έμπιστο γραμματέα και διάδοχο του Σάμιου τυράννου Πολυκράτη). Άλλοι πάλι έσπευσαν να τρολάρουν αναφέροντας ότι το όνομα «Combat 18» ταιριάζει καλύτερα σε βιντεοπαιχνίδι της δεκαετίας του ’90 παρά σε νεοναζιστική τρομοκρατική οργάνωση. Και κάποιοι, τελικά, σωστά επισήμαναν ότι το «18» είναι αναφορά στο πρώτο και όγδοο γράμμα του λατινικού αλφάβητου, τα αρχικά AH δηλαδή, του γνωστού και μη εξαιρετέου από νεοναζιστικές οργανώσεις Adolf Hitler.
Αν το ψάξει κανείς λίγο παραπάνω θα μάθει ότι «Combat 18» ή «C18» είναι το όνομα μιας αγγλικής νεοναζιστικής οργάνωσης, με συνδέσμους και σε άλλες χώρες και με διόλου βαρετή ιστορική διαδρομή. Κι επειδή, όπως ξετυλίγεται το αστυνομικό ρεπορτάζ φαίνεται να έχει ζουμί η υπόθεση, έχει, νομίζω, αξία να εξετάσουμε αυτή την ιστορία.
Bloody Nasty People
Η Combat 18 δημιουργήθηκε το 1992 από τον Charlie Sargent, πρώην μέλος του επίσης νεοναζιστικού British Movement που ιδρύθηκε το 1968 και αργότερα μετονομάστηκε σε British National Socialist Movement. Ο ίδιος ο Sargent, γεννημένος το 1960 στο Βόρειο Λονδίνο, είχε υιοθετήσει την εικόνα του skinhead[1] από την ηλικία των 15 ετών (Lowles, 2001), ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγάλου του αδερφού που συμμετείχε στο British Movement αλλά και του πατέρα του, υποστηρικτή των Ενωτικών (Loyalists) της Βόρειας Ιρλανδίας (αυτών που μάχονταν εναντίον της ιρλανδικής ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής της Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και ιδεολογικών προγόνων, δηλαδή,του Democratic Unionist Party που συγκυβερνά σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με τους Συντηρητικούς της Theresa May).
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα του βιβλίου Bloody Nasty People: The Rise of Britain’s Far Right (2012) Daniel Trilling, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ακροδεξιό και φασιστικό κόμμα British National Party (BNP) που είχε ιδρυθεί ήδη από το 1982, γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλές και ορατό με αποτέλεσμα διάφορες ομάδες αντιφασιστών να προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν διαλύοντας τις κομματικές συναντήσεις των μελών του. Η ηγετική ομάδα του BNP, λοιπόν, κάλεσε για «βοήθεια» μια συμμορία εν ονόματι «East End Barmy Army», αποτελούμενη από νεότερα μέλη του BNP και skinheads από το Ανατολικό Λονδίνο, που στοχοποιούσε, κυρίως, αριστερούς ακτιβιστές, αλλά και μαύρους και Ασιάτες. Ο αρχηγός αυτής της συμμορίας ήταν ο Charlie Sargent, ο οποίος και απαίτησε να μη δρουν τα μέλη της συμμορίας απλά ως ομάδα περιφρούρησηςκαι ασφάλειας για το BNP, αλλά ως μια πιο ανεξάρτητη ομάδα κρούσης, την Combat 18.
This is war. Race war.
Λίγο μετά τη σύστασή της Combat 18, τον Μάρτιο του 1992, ο αδελφός του Charlie Sargent, Steve, αντλώντας έμπνευση από το Αμερικανικό περιοδικό Jew Watch που εκδιδόταν στο Τέξας και δημοσίευε ονόματα Εβραίων σε «θέσεις επιρροής», ξεκίνησε να εκδίδει το περιοδικό Red watchτο οποίο περιείχε φωτογραφίες, ονόματα, τηλέφωνα και διευθύνσεις πολιτικών αντιπάλων της Combat 18, κυρίως αριστερών και αντιφασιστών ακτιβιστών.Το σλόγκαν του περιοδικού ήταν το απόφθεγμα του Καλιγούλα «oderint dum metuant» που σε ελεύθερη απόδοση μεταφράζεται ως «άσε τους να σε μισούν όσο σε φοβούνται». Η εντολή σχετικά με το Redwatch ήταν η εξής:
Φωτοτυπήστε το περιοδικό και διαδώστε αυτό το πολεμοφόδιο στους συναγωνιστές και αδελφούς σας, αφήστε τα καθάρματα να μάθουν, ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΟΥ. Τσακιστείτε να μάθετε τις λίστες στην περιοχή σας, ονόματά, τηλέφωνα, διευθύνσεις, τόπους συνάντησης, δραστηριότητες κλπ. Υπενθυμίστε στον εαυτό σας ότι ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος είναι αυτός τον οποίον δεν μπορείς να δεις. Γι’ αυτό ντυθείτε κομψά, φορέστε πουκάμισο και γραβάτα. Ανακατευθείτε με το πλήθος και να είστε διακριτικοί, ό,τι δεν μπορεί να δει η Σιωνιστική Κατοχική Κυβέρνηση [ZOG]δεν μπορεί και να το σκοτώσει. Ο δικός μας πόλεμος θα είναι ένας πόλεμος εξέγερσης και τρομοκρατίας. Θα πρέπει να είστε σε θέση να κρυφτείτε στις ορδές των σάπιων, μολυσμένων από τη Σιωνιστική Κατοχική Κυβέρνηση πόλεων. Για να μπορείτε να κουβεντιάσετε γελώντας και πίνοντας κοκτέιλ με έναν αράπη [nigger] και το λευκό τσουλάκι του, αλλά όταν γυρίσουν την πλάτη τους να μπορείτε να τους καρφώσετε το μαχαίρι στην πλάτη. Να χαιρετάτε και να χαμογελάτε στους μπάτσους και στην πρώτη ευκαιρία να τραβάτε το όπλο σας. Να εργάζεστε μόνοι σας ή σε μικρές ομάδες, οι μεγαλύτερες ομάδες δεν είναι απαραίτητα καλύτερες, διότι έτσι βρίσκουν τρόπο οι προδότες να παρεισφρήσουν. Θα πρέπει να είστε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, στρατιώτες, κατάσκοποι, ηθοποιοί. Αυτή είναι η νέα εποχή, ο σιωπηλός κυνηγός είναι ο πιο τρομαχτικός εχθρός, δεν έχει ούτε όνομα, ούτε μπορεί να τον βρει κανείς, ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΤΕ -ΕΞΑΧΡΕΙΩΣΤΕ – ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΤΕ (Lowles, 2001).
Εκτός από τους Sargent, πρωταγωνιστής στη σύσταση του Combat 18 υπήρξε ο Αμερικανός αντισημίτης και θιασώτης της λευκής υπεροχής Harold Covington, μετέπειτα ιδρυτής του National Socialist White People's Party που υπήρξε, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, το πιο ενεργό νεοναζιστικό κόμμα στις ΗΠΑ. Όπως φανερώνεται από τη δράση του που περιλάμβανε και δεσμούς με τη ρατσιστική τρομοκρατική οργάνωση Κου Κλουξ Κλαν, ο Covington πίστευε στον φυλετικό πόλεμο και στη χρήση κάθε μέσου για την προάσπιση της λευκής υπεροχής.Ο Sargent εξομολογούνταν σχετικά σε συνέντευξή του στον NickRyan το 1998: «Ξέρω πολύ καλά ότι πρόκειται να νικήσουμε. Δεν έχω καμία αυταπάτη γι’ αυτό…[Θα νικήσουμε] τον πόλεμο ενάντια στην κυβέρνηση και τους ανθρώπους που εισβάλλουν σ’ αυτή τη γαμημένη χώρα».
Εκτός από τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον μεταναστών, μαύρων, Εβραίων και αριστερών έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η υποστήριξη ενός άλλου μέσου: του ψυχολογικού πολέμου. «Ο ψυχολογικός πόλεμος» έλεγε ο Covington «εξυπηρετεί αρκετούς σκοπούς ζωτικής σημασίας…καταστρέφει τον εχθρό, τον αποθαρρύνει, τον μπερδεύει για το ρόλο του στην τάξη πραγμάτων. Ο ψυχολογικός πόλεμος πρέπει να κάνει τον εχθρό να αμφιβάλλει. Ενισχύει, ταυτόχρονα, το δικό μας ηθικό. Ποντάρετε σε αυτό τον φόβο, αδέρφια μου! Θυμηθείτε, ένας εκνευρισμένος και κουρασμένος Εβραίος είναι ένας Εβραίος που κάνει λάθη» (Lowles, 2001).
Θυμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι Μαιάνδριοι Εθνικιστές απορρίπτουν τη Χρυσή Αυγή—«Η ύπουλη προσπάθεια διασύνδεσής μας με το κόμμα “Χρυσή Αυγή”» έλεγαν το 2013,«έχει τόση βαρύτητα, όσο ότι ο γάιδαρος πετάει»—τα μέλη του Combat 18 απέρριπταν τις εκλογές και κάθε είδους δημοκρατική εκπροσώπηση των νεοναζιστικών κομμάτων. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της απόρριψης αλλά και του μη μεταμφιεσμένου πολέμου τους προς μειονότητες και αριστερούς, το 1993 το BNP, που σταδιακά μπήκε σε κοινοβουλευτική τροχιά, προσπάθησε να αποτάξει το Combat 18 από τους κόλπους του. Άλλωστε, ο ίδιος ο Sargent είχε αποκαλέσει το BNP«πολύ μαλθακό» [too soft] και με τις εκλογικές αποτυχίες που ακολούθησαν πολλά μέλη του BNP το εγκατέλειψαν και προσχώρησαν στο Combat 18 και την πιο «σκληρή» γραμμή φυλετικού πολέμου.
Όπως συμβαίνει συχνά με τις νεοναζιστικές οργανώσεις (ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε, για την ελληνική τοπική παραγωγή), πολλά μέλη του Combat 18 ανήκαν και σε γνωστούς ποδοσφαιρικούς συνδέσμους οπαδών. Το πιο διάσημο περιστατικό που προκλήθηκε από τη δράση του Combat 18 στα γήπεδα έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1995 στο ματς Ιρλανδία-Αγγλία. Την ώρα των εθνικών ύμνων, τα μέλη τουCombat 18 φώναζαν το γνωστό ναζιστικό σύνθημα «Sieg Heil» χαιρετώντας ναζιστικά. Έλεγαν επίσης και άλλα συνθήματα που απευθύνονταν στο ιρλανδικό κοινό όπως «δεν παραδινόμαστε στον IRA [Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός με ένοπλη δράση και αίτημα την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας]» και «το Όλστερ [ιρλανδική επαρχία] είναι βρετανικό». Ακολούθησαν σοβαρά επεισόδια στα οποία τραυματίστηκαν 20 άνθρωποι.
Blood and Honour
Το 1997, ο Sargent είχε χωρίσει από τους πρώην συντρόφους τηςCombat 18 εξαιτίας διάφορων ισχυρισμών ότι ήταν πληροφοριοδότης για τις βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας. Μια αντίπαλη ομάδα, με επικεφαλής τον Wilf «The Beast» Browning, ζητούσε από τον Sargent να ανταλλάξει τη λίστα μελών της Combat18 με κάτι εργαλεία για σοβάτισμα που του είχαν πάρει και 1.000 βρετανικές λίρες.
Ωστόσο, ήταν τόση η εχθρότητα και ο φόβος μεταξύ του Sargent και του Browning ώστε την ημέρα της συνάντησης, στις 10 Φεβρουαρίου 1997, ο Browning έβαλε ένα άτομο κοινής αποδοχής, το 28χρονο μέλος της Combat 18 «Cat ford Chris» Castle να χτυπήσει την πόρτα του Sargent στο Χάρλοου του Έσεξ ενώ εκείνος περίμενε στο αυτοκίνητο. Του άνοιξαν ο Sargent μαζί με τον πρώην κιθαρίστα του συγκροτήματος Skrewdriver (του ρατσιστικού κινήματος Rock Against Communism) Martin Cross. Για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο ο Cross βύθισε μια λεπίδα 20 εκατοστών στην πλάτη του Castle με αποτέλεσμα τον θάνατό του, παρά την εσπευσμένη μεταφορά του στο νοσοκομείο από τον Browning. Το ιατροδικαστικό πόρισμα έδειξε ότι το μαχαίρι διαπέρασε τους πνεύμονες και την καρδιά του Castle, ένα τραύμα από χέρι επιδέξιο σε μαχαιρώματα που στόχευε στη δολοφονία. Ακολούθησε ένας εσωτερικός πόλεμος μεταξύ Sargent και Browning και εκατέρωθεν προπαγάνδα από τις ακροδεξιές ομάδες που τους υποστήριζαν σχετικά με τον έλεγχο και την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει η Combat 18. Τελικά, παρά την αρχική υπόθεση της αστυνομίας ότι ο Browing και ο νεκρός Castle εισέβαλαν στο σπίτι και οι άλλοι ήταν σε άμυνα, έναν χρόνο αργότερα ο Sargent και ο Cross καταδικάστηκαν σε ισόβια για φόνο. Στην ακρόαση μέσα στο δικαστικό μέγαρο παρουσιάστηκαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία αμέσως μετά την επίθεση ο Cross χαρακτήρισε τον Castle ως «θύμα πολέμου».
Η ιστορία της Combat 18 δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι στο παζλ που συνθέτει την ακροδεξιά δράση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εκτός από το BNP που, όπως αναφέραμε, ακολούθησε κοινοβουλευτική τροχιά και το ακόμα πιο light ευρωσκεπτικιστικό UKIPπου πρωτοστάτησε στην προεκλογική καμπάνια του Brexit το 2016, το παζλ αυτό συνθέτουν μεγαλύτερες ή μικρότερες ακροδεξιές και εθνικιστικές ομάδες και πολιτικοί σχηματισμοί όπως το British Movement, το National Socialist Movement, το White Nationalist Party, το England First Party αλλά και το National Frontκαι το English Defence Leagueμε τα οποία φαίνεται να σχετιζόταν ο δολοφόνος της βουλευτίνας των Εργατικών Jo Cox στις 16 Ιουνίου του 2016. Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως σε μια χώρα όπως η Αγγλία, της οποίας ο εθνικός μύθος και η εθνική ταυτότητα βασίζεται πάνω στο αφήγημα της «νίκης επί του ναζισμού» (όπως φάνηκε και στην πρόσφατη ταινία-αγιογραφία του Τσώρτσιλ «Σκοτεινή Ώρα»), τα κομμάτια αυτού του ακροδεξιού και εν πολλοίς νεοναζιστικού παζλ είναι αναπάντεχα πολλά. Και ούτε έχει καταστεί δυνατόν να εξαλειφθούν συστηματικά, εάν υπήρξε ποτέ τέτοια πρόθεση.
Και για να έρθουμε και στα δικά μας χωράφια, η σύλληψη των μελών της νεοναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Combat 18 Hellas, όσο λίγοι ή ερασιτέχνες και αν ήταν, φέρνει στο φως ένα γεγονός: το παζλ ακροδεξιάς δράσης στη χώρα μας, της οποίας επίσης το εθνικό αφήγημα έχει εν πολλοίς, αν και όχι αποκλειστικά, χτιστεί πάνω στην Αντίσταση επί ναζιστικής κατοχής, συντίθεται από πολλά κομμάτια. Ο φασισμός δεν εξαντλείται στη Χρυσή Αυγή και ούτε θα λήξει με την πολυαναμενόμενη καταδίκη της ως εγκληματικής οργάνωσης. Ο φασισμός βρίσκεται στον δρόμο, στα θρανία που γέμισαν από απεγνωσμένα παιδιά δίχως παρόν και μέλλον, στις προσφυγικές γειτονιές που ξέχασαν τη δική τους προσφυγιά, στα νησιά που ξέχασαν τις εξορίες, στα χωριά που ξέχασαν τις εκτελέσεις στις πλατείες, στα στρατόπεδα που ξέχασαν τους θαλάμους αερίων. Ενίοτε αφήνει τα τσεκούρια και τη φωτιά στη μπάντα, φοράει πουκάμισο και γραβάτα, ασκεί δικηγορία, κάθεται στα κοινοβουλευτικά έδρανα, κάνει πολιτική καριέρα. Ο φασισμός, φοβάμαι, βρίσκεται στα μυαλά, εκεί όπου ποτέ δεν ηττήθηκε. Εκεί όμως βρίσκεται και ο αντιφασισμός. Ας μην χάσουμε κι αυτόν τον πόλεμο.
Βιβλιογραφία
- Lowles, Nick. White Riot: The Violent Story of Combat 18 (2001). Milo Books Ltd.
- Trilling, Daniel. Bloody Nasty People: The Rise of Britain's Far Right (2012). Verso.
- Ryan, Nick. Combat 18: Memoirs of a street-fighting man, Independent, 1 February 1998.