«Η κριτική που ασκούμε στον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση του αφορά το σύνολο της ατζέντας του. Οικονομική πολιτική, ακρίβεια, ενεργειακή κρίση, κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, εργασιακά», ανέφερε ο κ. Τζανακόπουλος, για να επισημάνει: «Το σκάνδαλο των υποκλοπών όμως πρέπει να παραδεχτείτε ότι είναι ένα γεγονός τομή. Ο Πρωθυπουργός παρακολουθεί τους πολιτικούς του αντιπάλους και ταυτόχρονα κάνει ότι μπορεί για να συγκαλύψει ευθύνες και παράνομες πράξεις. Από μόνο του είναι λόγος παραίτησης της κυβέρνησης, όχι ενός γγ, έστω και αν είναι πρωθυπουργικός ανιψιός. Είναι η κορυφαία στιγμή του δράματος δημοκρατίας που ζει η χώρα από το 2019. Και, ξέρετε, η κρίση αντιπροσώπευσης, δεν οφείλεται μόνο στην αδυναμία ικανοποίησης υλικών αναγκών. Οφείλεται και στην έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική. Άρα είναι καθήκον μας η αποκατάσταση της δημοκρατίας ταυτόχρονα με την μείωση των ανισοτήτων».
Αναφερόμενος στην κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ανέφερε: «Παρουσιάζει οικονομικό σχέδιο 5,5 δισ. ο Κ. Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη και αντιμετωπίζεται ως μάννα εξ ουρανού. Παρουσιάζει σχέδιο 5,6 δισ. ο Αλ. Τσίπρας και με λαθροχειρίες και ψέματα τα 5,6 δισ. γίνονται 24 από την κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη.
»Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι τα νούμερα που κάνουν τη διαφορά, αλλά οι στοχεύσεις. Όσα παρουσίασε ο πρωθυπουργός είναι κομμένα και ραμμένα για τους πάρα πολύ λίγους: χορηγίες στα καρτέλ και μέτρα συντήρησης της αισχροκέρδειας. Και έτσι τα μέτρα καθίστανται όχι απλά ανεπαρκή αλλά άσχετα με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι απαράδεκτο για παράδειγμα να υπερφορολογούνται οι πολίτες μέσω του ΦΠΑ λόγω του πληθωρισμού και αυτά να καταλήγουν ως ενισχύσεις απευθείας στο καρτέλ της ενέργειας και να παρουσιάζονται ως δήθεν ενισχύσεις στους πολίτες.
»Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλήρως κοστολογημένο και προκαλεί τέτοια αντιπαράθεση γιατί εξυπηρετεί διαφορετικά συμφέροντα, αυτά της πλειοψηφίας και όχι των ολιγαρχών. Απαντάει στις ανάγκες των εργαζόμενων που πλήττονται ακραία από την ακρίβεια, απαντάει στις ανάγκες των μικρομεσαίων που δεν μπορούν να πάρουν ανάσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και απαντάει στις ανάγκες των συνταξιούχων που η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξαπάτησε διπλά. Με αύξηση των μισθών, με ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους που γιγαντώνεται καθημερινά. Όσο για την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ και την ΕΤΕ αυτά που ισχυρίζεται η ΝΔ είναι ξεδιάντροπα ψεύδη. Με τη σημερινή τιμή της μετοχής η επαναφορά του ελέγχου στο Δημόσιο κοστίζει περίπου 1 δις ενώ σε σχέση με την ΕΤΕ αρκούν νομοθετικές τροποποιήσεις χωρίς δημοσιονομικό κόστος για την άσκηση των δικαιωμάτων του δημοσίου».
Σχολιάζοντας την κριτική που ασκεί η αξιωματική αντιπολίτευση στο επιτελικό κράτος τόνισε: «Το “επιτελικό κράτος” του Κ. Μητσοτάκη έχει υπάρξει η μεγαλύτερη παρωδία στην ιστορία της πολιτικής, το πιο νοσηρό newspeak. Πίσω από μια φωτεινή επιγραφή κρύφτηκε το πιο σκληρό κομματικό κράτος της Μεταπολίτευσης: υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων, πολυθεσίτες με μισθούς του δημοσίου δήθεν αντικρατιστές, αναξιοκρατία, πλαστά πτυχία, ελάχιστα προσόντα και τελικά αδιαφάνεια και ρεμούλα. Ο τελευταίος κομματικός παράγοντας έχει πάρει αναθέσεις χιλιάδες ευρώ και στην κορυφή γίνεται το πάρτι του αιώνα. Και ταυτόχρονα εντελώς ανίκανοι να διαχειριστούν την καθημερινότητα των πολιτών. Στον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχουμε βγάλει συμπεράσματα και θα επιδιώξουμε μια διαχείριση του κράτους χρηστή, διαφανή και αποτελεσματική που θα βάζει τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας σε προτεραιότητα».
Τέλος, για την αναγκαιότητα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης σημείωσε: «Η προοδευτική διακυβέρνηση δεν είναι ένα σύνθημα είναι αναγκαιότητα. Βλέπουμε τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη με την αποτυχία των νεοφιλελεύθερων και των τεχνοκρατών. Στην Ελλάδα έχουμε τη βιωμένη εμπειρία από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη που συνιστά μια υποχώρηση σε όλα τα επίπεδα, και στο πολιτικό και στο οικονομικό και στο κοινωνικό και στη δημοκρατία. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια των υπεκφυγών από κανέναν μας, πολιτικές δυνάμεις και πολίτες, για να σταματήσει η καταστροφή και ανακάμψει η χώρα.
«Ένα σχέδιο προγραμματικών συγκλίσεων που θα λειτουργούν ως εγγυήσεις για την κοινωνική συνοχή, θα προστατεύουν το εισόδημα, θα επαναθεμελιώνουν το κοινωνικό κράτος και θα αποκαθιστούν τη δημοκρατία στους θεσμούς και την κοινωνία δεν είναι μόνο αναγκαίο, είναι και εφικτό».