Πριν από οποιαδήποτε έρευνα, οι αστυνομικοί οφείλουν να ζητούν από τους αφιχθέντες να επιδεικνύουν όλα τα χρήματα σε μετρητά και τα αντικείμενα αξίας που μεταφέρουν. Στη συνέχεια μπορούν να ψάχνουν τις τσάντες ή τις βαλίτσες.

Σύμφωνα με το υπουργείο, «η επιθεώρηση μπορεί να πραγματοποιηθεί με ψηλάφηση και άγγιγμα των ρούχων και με ψάξιμο των τσεπών. Η αστυνομία μπορεί να ζητήσει από τους πρόσφυγες να ξεκουμπώσουν το πάνω μέρος του πουκάμισου ή να σηκώσουν τα μανίκια, αλλά δεν έχει δικαίωμα να διατάξει κάποιον να γδυθεί ή να ερευνήσει σωματικές κοιλότητες».

Ο γενικός γραμματέας του συνδικάτου των αστυνομικών Politiforbundet Κλάους Όξφελτ είπε ότι δεν μπορεί «να φανταστεί ότι θα είναι πολλά τα κοσμήματα που θα κατασχεθούν».

«Οφείλουμε να ψηλαφούμε τους ανθρώπους όπως όταν προβαίνουμε σε μια σύλληψη» και «να βεβαιωνόμαστε ότι δεν φέρουν όπλο», δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Ritzau.

Ο επίμαχος νόμος που επιτρέπει την κατάσχεση μετρητών πέραν των 10.000 κορωνών (1.340 ευρώ) ή αντικειμένων που αξίζουν περισσότερο από το ποσό αυτό, προκάλεσε έντονες επικρίσεις στο εξωτερικό, με την Washington Post να κάνει σύγκριση με τις κατασχέσεις αγαθών των εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία.

Επιπλέον, ο νόμος προβλέπει και άλλα περιοριστικά μέτρα, όπως ένα περιθώριο αναμονής τριών ετών πριν από οποιοδήποτε αίτημα οικογενειακής επανένωσης, σχέδιο το οποίο είχε υιοθετηθεί στις 26 Ιανουαρίου με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.