Προσοχή: το κείμενο περιέχει spoilers.

 

Μέσα σε πέντε χρόνια, από το 2017 που τον πρωτογνωρίσαμε στο Δε λες κουβέντα (Μελάνι, 2018), στο 2022 του Deepfake, ο Μιχάλης Κρόκος, συγγραφέας που εγκατέλειψε το Παρίσι για την Αθήνα, κάτοικος Εξαρχείων όταν δεν νοικιάζει το διαμέρισμα του ως Airbnb, οδηγός ενός πανάρχαιου Seat Ibiza, βιώνει μια οδυνηρή ενηλικίωση. Αυτό που ξεκινά ως η κατάρρευση της πόλης μέσω του εξευγενισμού και προχωρά με ταχείς ρυθμούς ως την πλήρη τουριστικοποίηση της χώρας απολήγει στην ίδια την εξαφάνιση των ταυτοτικών αναφορών της γενιάς που γεννήθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, ενηλικιώθηκε την χρυσή εποχή των 90’ς και έζησε την κατάβαση σε όλους διαδοχικά τους κύκλους της πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής και ηθικής κόλασης από το 2008 και μετά.

Το 2017 ο Κρόκος δεν ξέρει. «Εγώ δεν ήξερα τίποτα από σύγχρονη τέχνη»: η εναρκτήρια φράση του βιβλίου δηλώνει τη ρίψη του ήρωα-αφηγητή σε έναν κόσμο που δεν περιμένει. Ερχόμενος από το Παρίσι, με ένα βιβλίο για τον Κολτρέιν στις αποσκευές του (προφανές alter ego του Μαλαφέκα που ζούσε επίσης στο Παρίσι και έχει γράψει ένα βιβλίο για τον Μάιλς Ντέιβις -αλλά και προφανώς διαφορετικός γιατί ο Μαλαφέκας ξέρει από σύγχρονη τέχνη) βρίσκεται σε μια Αθήνα που ζει υπό την πολιτισμική ηγεμονία της documenta 14. Όλο το βιβλίο πατάει πάνω στις αντινομίες της μοντέρνας τέχνης, την απόσταση από το χειραφετητικό της πρόταγμα και τη βαθιά κερδοσκοπική αγοραστική της πραγματικότητα, για να χτίσει μια αλληγορία για τον εξευγενιστικό αποικισμό της πόλης. Το δεύτερο μότο του βιβλίου καταδεικνύει τον ειρωνικό χαρακτήρα της αφήγησης («Εκείνη τη χρονιά είχαν βάλει Ρέμπραντ στο ημερολόγιο. Μια κακοτυπωμένη αυτοπροσωπογραφία του» —Τσάντλερ). Ο Μαλαφέκας γράφει ένα νουάρ και στο νουάρ το οξυγόνο αντιδιαστολής του ήρωα είναι το μαύρο χιούμορ και ο κυνισμός ενός ηθικά ηττημένου. Μέσα σ’ όλα αυτά τα σκατά ωστόσο κυριαρχεί η ελπίδα. Παρά το μάλλον απαισιόδοξο πρώτο μότο («Νομίζω ότι έχω ξεπεράσει πια την αυταπάτη πως όταν η ζωή γίνεται βαθιά αντιφατική, έρχεται το μυθιστόρημα να την επανορθώσει» -Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο) ο Κρόκος ακόμα ελπίζει σε μια ορθολογική διευθέτηση της αυτοαφηγήσης του.

«Το καλοκαίρι είχε τελειώσει, είχε περάσει ο χειμώνας, και τώρα ήταν και πάλι καλοκαίρι». Η έναρξη της Μεσακτής (Μελάνι, 2020) τοποθετεί τον χρόνο της αφήγησης ένα έτος μετά την documenta. Η καταβύθιση του Κρόκου στην κόλαση συνεχίζεται. Έχει γράψει ένα βιβλίο, αλλά ο εκδότης τον αποφεύγει. Οι διακοπές του έχουν ακυρωθεί, παραπαίει στην τουριστικοποιημένη Πλάκα και πίνει μπύρες. Εκεί μπλέκει στα δίχτυα ενός παλιού και πλούσιου φίλου. Σε μια πλοκή που ανακαλεί το Διχασμένο κορμί του Μπράιαν ντε Πάλμα, ο Κρόκος θα βρεθεί στη γενέθλια Ικαρία να φυλάει μια βίλα, θα ερωτευτεί την ιδιοκτήτρια μέσα από μια φωτογραφία (σε μια από τις καλύτερες σκηνές ανδρικού αυνανισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία) και θα γίνει ο ιδανικός μάρτυρας μιας δολοφονίας. «Τι θα ‘ταν ο ωκεανός χωρίς ένα τέρας να παραμονεύει στα βάθη του; Σαν ύπνος χωρίς όνειρα…», προειδοποιεί ο Βέρνερ Χέρτσονγκ στο πρώτο μότο, ενώ οι The Beach Boys τραγουδούν «Close my eyes/ She’s somehow closer now». Αν στο Δε λες κουβέντα ο καμβάς της πλοκής ήταν η μοντέρνα τέχνη, η Μεσακτή κυριαρχείται από το σερφ. Τα κύρια γεγονότα ακολουθούν την πνοή του ανέμου και η καταβύθιση του Κρόκου γίνεται όλο και πιο παροξυσμική όσο αυτοί γίνονται θυελλώδεις. Στο τέλος όλα ξαναβρίσκουν τη θέση τους. «Πήγα στη κουζίνα, ήπια ένα ποτήρι νερό, το ξαναγέμισα, και ρούφηξα σιγά σιγά το μισό πηγαίνοντας προς τον καναπέ. Στη μέση της διαδρομής , σταμάτησα και πότισα τον φίκο». Σαν άλλος Φίλιπ Μάρλοου, ο Κρόκος καταλήγει μόνος, ήγουν ανασυγκροτημένος ως υποκείμενο που ελέγχει τον εαυτό του.

«Τώρα όμως είχαν αλλάξει τα πράγματα». Αν η εναρκτήρια φράση της Μεσακτής εγκαθίδρυε μια συνέχεια, η εναρκτήρια φράση του Deepfake θέτει μια τομή. Το τελευταίο μέρος της τριλογίας είναι γραμμένο σαφώς σε άλλο τονικό ύψος. Ο Κρόκος δεν είναι ο ίδιος. Καταρχάς δεν είναι ίδιο το περιβάλλον του. Αν στα προηγούμενα βιβλία ο εξευγενισμός της πόλης παρουσιαζόταν ως διαδικασία, εδώ είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Μερικές από τις πιο απολαυστικές σελίδες του βιβλίου είναι αυτές που με αφηγηματική δεινότητα καταδεικνύουν αυτήν την πραγματικότητα. Π.χ.:

Στη γωνία ψηλά, σαν φάρος, το Casa Bianca. Το μέγκα μπαρ-κλαμπ της φέτας Στρέφη-Νεάπολη-Αλεξάνδρας. Με τη μακρόστενη αμερικάνικη μπάρα και τους ψαγμένους ντιτζέι είχε φτιάξει τον μύθο του και μάζευε, πέντε χρόνια τώρα, όλο τον ωραίο κόσμο. Κοριτσοπαρέες, ηθοποιοί, νταρκγουεϊβάδες… Στην αρχή ένα απίθανο νυφοπάζαρο με πραγματική ένταση και βλέμματα και σάρκα, ύστερα οι ωραιόπουλοι και οι μαυροτισερτάδες άκουσαν για νυφοπάζαρο κι ήρθαν κι αυτοί, ένας δύο μάνατζερ και σελέμπριτι, αμέσως μετά πλάκωσαν οι φασαίοι που είδαν φως και μπήκαν, οι λιγότερο κουλ, κι ύστερα οι κάγκουρες κι οι ξέμπαρκοι γιατί έτσι πάει.

Ίδιος δεν είναι και ο Κρόκος. Σε συγγραφικό μπλοκάρισμα -έχει να γράψει βιβλίο τέσσερα χρόνια- περιφέρεται στο Κέντρο σαν την άδικη κατάρα με μόνη ασχολία να παρακολουθεί στο λάπτοπ τη δίκη του Τζόνι Ντεπ. Μέχρι που φτάνει στην πόρτα του (κυριολεκτικά) η εισαγγελέας Χαρίτση για να του αναθέσει μια υπόθεση. Αυτή αφορά τη διείσδυση σε μια alt-right οργάνωση που κυριαρχεί στο χώρο της κατασκευής fake news, με σκοπό της την αντιπαράθεση με την επελαύνουσα woke κουλτούρα (σας θυμίζει κάτι; ). Δουλειά του Κρόκου θα είναι απόσπαση στοιχείων που θα βοηθήσουν την εισαγγελέα να τους αντιμετωπίσει. Ο Κρόκος έκων άκων θα βρεθεί και πάλι να «περιοδεύει» τόσο εντός της Αθήνας (Καλλιθέα, Ελληνικό, Κηφισιά και φυσικά στη «Τζάιαντ» του Πύργου των Αθηνών» όσο και εκτός (η πλοκή λύνεται στα Φιλιατρά, με τον φέηκ Πύργο του Άιφελ να αποτελεί την ερζάτς αντίστιξη του Πύργου των Αθηνών και το σύμβολο του ψεύδους που διατρέχει το βιβλίο).

Γρήγορα ωστόσο καταλαβαίνει κανείς ότι η πλοκή είναι προσχηματική. Τα μότο του βιβλίου είναι για άλλη μια φορά αποκαλυπτικά. «Εντός του αντεστραμμένου κόσμου, η αλήθεια είναι μια στιγμή του ψεύδους» προειδοποιεί ο εσαεί επίκαιρος Γκι Ντεμπόρ. «Τρόμος είναι να ξυπνήσεις μια μέρα και να δεις ότι οι παλιοί σου συμμαθητές κυβερνάνε τη χώρα» λέει ο Κουρτ Βόνεγκατ. Στο Deepfake έχουμε τη σύμπτωση των τροχιών των δύο φράσεων: έναν αναστοχασμό για μια γενιά που ήρθε η ώρα της να κυβερνήσει σε ένα κόσμο που δεν ξέρεις ποιος είναι ποιος. Ο Κρόκος έχει να αντιμετωπίσει την κακιά εκδοχή της γενιάς του, που το έχει ρίξει στην alt-right, με την ψευδαίσθηση ότι αντιστέκεται σε μια αλλαγή της οποίας είναι φορέας, με όπλο μια νοσταλγία που αδυνατεί να καταλάβει ότι στις συνθήκες της ολοκληρωτικής αποικιοποίησης αυτό που κυρίως ψεύδεται είναι η μνήμη:

«Αυτή ήταν εξάλλου η γενιά μου. Άτομα που έζησαν στην τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή, που την πρόλαβαν στο παρά πέντε. Κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και-μη-σε-νοιάζει τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο, συζητήσεις στο σκοτάδι για ένα μέλλον που υπάρχει και αύριο θα του ορμήσουμε γιατί το ’90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δεν θα μας καταπιεί, για ένα μέλλον που θα του δώσουμε να καταλάβει, που θα το πάρουμε όρθιο κόντρα στον τοίχο, λίγο μετά το σάιμπερπανκ και λίγο πριν τα κινητά, η τελευταία γενιά που έζησε κάτι μαζικά πριν περάσει στην επιβίωση, που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα, που πήρε τον εαυτό της λίγο λιγότερο σοβαρά απ’ όσο όλες οι άλλες, έτσι, γιατί μπορούσε».

Το απόσπασμα έρχεται μετά από καίρια ανακάλυψη του Κρόκου, η οποία μάλιστα συνδέει την καλτ μυθολογία των 90’s με την εξωφρενική alt-right πραγματικότητα. Ο λυρισμός του αποσπάσματος δεν θα πρέπει να μας παρασύρει. Ο Κρόκος αφήνεται στη νοσταλγία γιατί έχει χάσει το κέντρο του. Η συνειδητοποίηση της λύσης του αινίγματος δεν είναι παρά ένας ακόμα κρίκος στη διαρκή ψευδαίσθηση που συνοδεύει όλους τους ήρωες. Μπροστά στο deepfake της πραγματικότητας κάθε αληθινή στιγμή είναι μια στιγμή του ψεύτικου. Η εισαγγελέας Χαρίτση ζει υπό το βάρος μια φαντασίωσης που δεν της ανήκει (αλλά της υπαγόρευτηκε) -και να μη το ξεχνάμε, χωρίς αυτήν δεν θα είχε πάει στον Κρόκο και δεν θα είχαμε πλοκή··οι εχθροί του Κρόκου αισθάνονται ότι προστατεύουν χαμένες αξίες, αλλά στην πραγματικότητα είναι βασικοί πρωταγωνιστές της σαπίλας. Ως αρνητικός κατοπτρισμός του καλού φέρνουν συμμετρικά τα γνωρίσματά του με αρνητικό πρόσημο. Παρόμοια, ο Κρόκος δεν διαφεύγει από τη μοίρα της γενιάς του. Ο Μαλαφέκας εντέχνως ρίχνει τον ήρωά του στην ίδια θεμελιώδη απάτη των εχθρών του: την αναπόληση ενός ηρωικού τότε.

Τα συμπτώματα είναι εξάλλου εμφανή από την αρχή. Αν στα προηγούμενα βιβλία της τριλογίας η συγγραφική διαδικασία θεματοποιείται περιθωριακά, εδώ τίθεται στο επίκεντρο. Στο Δε λες κουβέντα έχουμε τη σχέση του συγγραφέα με τον εκδότη σε σχέση με το θέμα (ο Κολτρέιν ενάντια στους χίπστερ). Στη Μεσακτή ο Κρόκος υπερασπίζεται το στιλ και τη γλώσσα του: θέλει να γράφει όπως μιλά (όπως κάνει και ο Μαλαφέκας μέσα από τον Κρόκο). Στο Deepfake το πράγμα βαθαίνει. Η Χαρίτση εμπλέκει τον Κρόκο στην υπόθεσή της επικαλούμενη το συγγραφικό του μπλοκάρισμα. Ο Κρόκος δεν πέφτει πια τυχαία στους μπελάδες, είναι πρεζάκι τους. Τους ψάχνει για να γράψει. Η ενσωμάτωσή του στην παράνοια είναι ολοκληρωτική. Και ποιος είναι καλύτερος τρόπος για να καταδειχθεί αυτό από το γεγονός ότι εισέρχεται στην οργάνωση ως μέλος. Περισσότερο από διακειμενική αναφορά στον Χάντερ Τόμπσον, αυτό εδώ καταδεικνύει τη διαλεκτική σχέση του νουάρ ήρωα με το άλλο του. Οι διάλογοι του Κρόκου με τον Τσεχλεντίδη δεν καταδεικνύουν απλώς τις διαφοροποιήσεις της χαμένης γενιάς, αλλά και μια συμπληρωματικότητα. Ο Κρόκος κάνει καλά την «ψεύτικη» δουλειά του.

Βέβαια, όπως σε κάθε νουάρ που σέβεται τον εαυτό του, ο ήρωας δια πυρός και σιδήρου περνώντας, θριαμβεύει εντέλει. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να πιστωθεί στον Μαλαφέκα είναι ότι η επιτυχία του ήρωα συσχετίζεται με τη γυναικεία παρουσία. Αντί να στέκονται στο δρόμο του είτε ως απειλή είτε ως αντικείμενα προς κατανάλωση, οι γυναίκες στα έργα του Μαλαφέκα προχωρούν την πλοκή, ανοίγοντας τα μάτια του Κρόκου (όταν δεν του τα βγάζουν).

Η επιτυχία στην λύση της υπόθεσης δεν ανατρέπει ωστόσο την διάχυτη μελαγχολία που διαπερνά το βιβλίο. Παρόλη τη θετική νότα που αφήνει η τελευταία παράγραφος, ξέρουμε ότι κάτι πια έχει σπάσει στο συγγραφικό εγώ του Κρόκου. Το «εγώ», λέξη με την οποία τελειώνει το βιβλίο, όπως με ένα «εγώ» άνοιγε, όπως είδαμε παραπάνω η τριλογία, είναι ένα εγώ κατακερματισμένο. Ο Μαλαφέκας προειδοποιεί ήδη γι’ αυτόν τον κατεκερματισμό  μέσα από τα παροξυσμικά στην παράνοιά τους όνειρα που βλέπει ο Κρόκος (η πραγμάτευση του ονείρου στην Τριλογία αποτελεί από μόνη της θέμα ολόκληρου δοκιμίου).

«Δύο στενά παρακάτω είδα να ανεβαίνει την Καλλιδρομίου η γειτόνισσα του δευτέρου, αυτή με τις μάσκες. Κοντοστάθηκα. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό, που έβλεπα το πρόσωπό της. Μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα κι εγώ».

«Κάθε σκέψη πρέπει να φέρνει στο νου τ’ απομεινάρια ενός χαμόγελου» βάζει κάποιον να λέει Στην ελεγεία του έρωτα ο Γκοντάρ. Το χαμόγελο του Κρόκου, με το οποίο κλείνει η τριλογία του Μαλαφέκα, φέρνει στο νου όλη την απόλαυση που μας χάρισε ο Κρόκος ως τώρα.