– Το 2021, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2020, αυξήθηκε κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2019) και ανέρχεται σε 5,8, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού

– Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 4,2 έναντι 4,0 το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 6,4 έναντι 5,7 το προηγούμενο έτος.

Στον Δείκτη άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής GINI) που δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ανισότητα, αναφέρεται πως αν όλο το εθνικό εισόδημα ήταν συγκεντρωμένο σε ένα άτομο, ο συντελεστής θα ήταν 1. Αν ο συντελεστής Gini ήταν π.χ. 30,0%, το εισόδημα 2 τυχαίων ατόμων θα διέφερε κατά 30,0% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος).

Τα στοιχεία της κατανομής του εισοδήματος σε τεταρτημόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήματος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τμήματα του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, εάν κατατάξουμε τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουμε τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων), προκύπτουν τα εξής:

Το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα (ως 5.947 ευρώ ετησίως) κατέχει το 9,6 % του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.

Το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα (πάνω από 12.308 ευρώ ετησίως) κατέχει το 45,7 % του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.

Το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,6% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε
σχέση με το 2020.