της Λαμπρινής Θωμά
“Αααα”, λάμπει ολόκληρη. Που είναι οι σφιχτοί, αγέλαστοι ρώσοι που μου έταξαν; “Αααα, είστε πολύ τυχερή, τόση Ελευθερία! Τότε ήταν όλα Ελεύθερα”.
Λάμπουν τα μάτια της. Δεν είχε καν γεννηθεί τότε.
“Ήταν παράξενα”. Της λέω. “Θυμάμαι ήρωες του πατριωτικού πολέμου να πουλάνε τα παράσημά τους στο δρόμο, γηραιές κυρίες να πουλάνε τα κρύσταλλά τους ή το σκύλο τους”.
“Ναι, αλλά ήταν όλα τόσο Ελεύθερα!”.
Ελεύθερα.. Η λέξη βαριά, λέξη που κρύβεται πίσω από όσα μας φέρνουν στο Λένινγκραντ/ Αγία Πετρούπολη αυτές τις βαριές μέρες της Ιστορίας του Κόσμου. Βαριά για τις εικόνες από την Αρμπάτ του 1992, εικόνες δυστυχίας, ταπείνωσης, πείνας, απελπισίας. Όλα τα σουβενίρ μας ήταν χειροποίητα, προϊόντα ανάγκης, σε τιμές όσο χαμηλές δεν πάει. Στο Λενινγκράτσκαγια, το σταλινικό μεγαλοπρεπές θηρίο που σήμερα στεγάζει το πανάκριβο Χίλτον, ήμασταν μόνοι σε έναν όροφο, εμείς κι ο θυρωρός του. Στο πρωινό τρώγαμε με τους εργάτες πιροσκί, μπιφτέκια, τίποτε άλλο. Πίναμε καφέ κι έπιναν κβας και μπύρες στις επτά, να κρατηθούν στο κρύο, μες στα ταλαίπωρα ρούχα τους.
Στα “καλά” εστιατόρια για δυτικούς ήμασταν μόνοι μας – εμείς και κάνα δυό κορίτσια της δουλειάς που ψάχνανε πελάτη. Στο μετρό, το “Παλάτι του Λαού”, τίποτε δεν ήταν φιλικό για τον ξένο εκτός από τις γιαγιάδες που προσπαθούσαν να σου πουλήσουν πλεκτά γάντια και καλύμματα για το σαμοβάρι.
Όχι, τίποτε δεν έμοιαζε ελεύθερο. Όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά ενός αδήλωτου μέλλοντος. Κι όμως, εισιτήρια για τα Μπολσόι δεν υπήρχαν. Τα κορίτσια με τα μακρυά παλτά και τα πάλλευκα πρόσωπα, που διάβαζαν προσηλωμένα στις διπλανές σου θέσεις στο βαγόνι του μετρό, μύριζαν Ντοστογιέφσκι και τριαντάφυλλο. Οι ήρωες του πολέμου σε κοιτούσαν με αξέχαστα μάτια και πρόσωπα σκαμμένα αλήθεια. Τίποτε δεν ήταν Ελεύθερο. Η περηφάνεια μόνο που σιγόβραζε κάτω από το χάλκεον χέρι. Και που τώρα ανακάλυψε τα Πράντα και τα Γκούτσι, που στολίζουν τις πανάκριβες βιτρίνες της Λεωφόρου Νέφσκι. Ο έτερος ανοξείδωτος κυρ-Αλέξανδρος ως λεωφόρος της ασωτίας.
Πρώτη φορά στην Αγία Πετρούπολη/Λένινγκραντ, με το αεροδρόμιο που φέρει τα τρία γράμματα LED, όπως Λένινγκραντ, στο διεθνές του όνομα. Με την περιφέρεια, τη νομαρχία να ονομάζεται ακόμη Λένινγκραντ. Δύο ιστορίες χέρι – χέρι. Η αυτοκρατορική πρωτεύουσα, η πόλη του πρώτου (αναρχικού) σοβιέτ, η πόλη της κατάληψης των ανακτόρων, της ηρωικής και πένθιμης πολιορκίας των 900 ημερών στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, η πόλη του Ντοστογιέφσκι και της Άννας Αχμάτοβα, των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι και της 7ης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς, που ακόμη λέγεται Λένινγκραντ κι εκείνη… Πρώτη φορά. Για δέκα μέρες. Στην πόλη που δεν γιορτάζει.
Πέρα από τις μαρμάρινες και χάλκινες πινακίδες στα κτίρια, το παρελθόν της πόλης είναι καλά κρυμμένο. Η επέτειος της Επανάστασης περισσότερο από όλα. Λίγες αφίσσες για τις (υποχρεωτικές;) εκθέσεις των μουσείων, κι αυτές στην περιοχή περί τις εισόδους τους. Τα πολυκαταστηματα ομορφιάς και τα χάι εστιατόρια έχουν μεγαλύτερη παρουσία στις αφίσες των δρόμων. Μες στο παράλογο της μεγαλούπολης – το αφιέρωμα στον Ταρκόφσκι στο μέγαρο των Στρογγανώφ διαφημίζεται πέντε μέτρα πιο πέρα από μια αφίσα για “το μεγάλο χαλοούιν πάρτυ”. Η Ουτοπία δε ζει πια εδώ. Η πραγματικότητα ονειρεύεται την κατανάλωση και ξεχνά ή παριστάνει πως ξεχνά όσα ξεκίνησαν και τελείωσαν τόσες φορές στην ομορφότερη πόλη που μου έτυχε να δω. Όταν έχτισε την πρωτεύουσά του ο Πέτρος την ονειρευόταν Δυτική, άλλωστε.
Η Επανάσταση στο στόχαστρο των “ρεαλιστών”. Η κάθε Επανάσταση, μάλλον. Το μουσείο που φτιάχτηκε από την κατάσχεση των συλλογών των ευγενών και πλουτοκρατών, το μουσείο που οφείλει το όνομά του ως το σημαντικότερο στον κόσμο στα μέλη των σοβιέτ, το Ερμιτάζ και τα βάζει με τον Αϊζενστάιν, επί τη επετείω. Τον μυθοπλάστη. Ποτέ δεν εισέβαλαν στα Χειμερινά Ανάκτορα χιλιάδες εργάτες, και το ήξερε, λέει, ο σκηνοθέτης. Η τέχνη δεν του λέει τίποτε του Μουσείου, που λατρεύει να χαριεντίζεται με το τσαρικό του παρελθόν…
Χιλιάδες εργάτες, χιλιάδες μέλη των σοβιέτ είχαν καταλάβει τους δρόμους, την πόλη, είχαν καταρρίψει την εξουσία. Από το 1905, τη Ματωμένη Κυριακή που ένας λαϊκός ηγέτης, ένας ορθόδοξος παπάς, ο Γκαπόν, αναθεμάτισε τον Τσάρο και κάλεσε τους εργάτες να τον ανατρέψουν, ο κόσμος άλλαζε κι ετούτη η πόλη ήταν η πρωτοπορία του. Με κάποιο τρόπο, χάρη στο Γκαπόν, τον φίλο των μεγαλύτερων επαναστατών και μαζί συνεργάτη της Οχράνας, βρέθηκαν σε τούτη την πόλη, Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν η τότε αγία τριάς των μπολσεβίκων, σε μια πόλη που ακόμη ήταν στα χέρια των αναρχικών, των σοβιέτ. Όλη η εξουσία στα σοβιέτ! Ο Κροπότκιν γυρίζει στη Ρωσία, ο Μάχνο επιδιώκει και συναντιέται με το Λένιν, οι γυναίκες έχουν θέση ίση και φωνή που ακούγεται παντού… Αυτή η πόλη, πριν εκατό χρόνια, το όνειρο της Ουτοπίας, του κόσμου που θα χτιστεί γκρεμίζοντας το παλιό.
Από την πορεία για την 100τηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης, Αγία Πετρούπολη/ Λενινγραντ, 7 Νοεμβρίου 2017
Εικοσιπέντε Οκτώβρη, Επτά Νοέμβρη, ο Λένιν έκλεψε την επανάσταση. Της φόρεσε μπολσεβίκικη φόρμα, δίχασε το κίνημα, εδραίωσε ένα καθεστώς που μετέτρεψε την αγροτική χώρα μες σε λίγες δεκαετίες στην παγκόσμια πυρηνική, διαστημική δύναμη, το δεύτερο πόλο του πλανήτη, την ισορροπία. Που νίκησε τους ναζί υπό την καθοδήγηση του Στάλιν. Του Στάλιν που ανέστησε τον πατριωτισμό και την ορθοδοξία για να νικήσει. Που συνέχισε το πραξικόπημα, ταυτίζοντας το σοσιαλιστικό όνειρο με την σοβιετική πολιτική και καταστρέφοντάς το. Οι κύκλοι κι οι σπείρες της Ιστορίας. Αόρατες και παρούσες μαζί, διακριτικά, στον αέρα της πόλης, στις μικρές σημαντικές λεπτομέρειες, το κανόνι της Ωρόρας που στις 9:40 μμ της 25ης Οκτώβριου 1917 οι εξεγερμένοι ναύτες της “έριξαν” κανονιά- σήμα “ξεκινήστε για τα ανάκτορα!” στους μπολσεβίκους. Οι ναύτες της Κροστάνδης θα ακολουθούσαν – πόσοι άραγε να ήταν παρόντες και στα δύο;
Για να φτάσουμε στον Άγιο Νικόλαο της Κροστάνδης, στην πλατεία των Ναυτών, εκεί που η άσβεστη φλόγα τιμά τους πεσόντες, περνάμε τη Λεωφόρο Λένιν και στρίβουμε στην οδό Κομμουνισμού. Λόγω μονοδρόμησης, φεύγουμε από την οδό Σοβιέτ, που στέγαζε το πρώτο σοβιέτ των ναυτών και το σπίτι του Αλεξάντερ Ποπώφ, εκ των εφευρετών των ραντάρ. Στην υπέροχη εκκλησία του Αη-Νικόλα, οι τοίχοι στολίζονται πλάκες με τα ονόματα των ναυτών που έπεσαν μαχόμενοι για το ρωσικό λαό. Στα δεξιά, τρίτη πινακίδα, αναγνωρίζω τη λέξη “Ποτέμκιν”.
Η ασβεστος φλόγα στο μνημείο της Κροστάνδης.
“Λάμπουμε ὅλοι στὴν Κρονστάνδη. Στὴν πιὸ περήφανη γεωγραφία”, μουρμουρίζω βγαίνοντας από το ναό, στο δρόμο για τη φλόγα που κάποιοι της έχουν εναποθέσει γαρύφαλλα, “θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί. Στο τέλος τα όνειρά μας θα μας σώσουν” – το χρωστούσα του Καρούζου.
Η διαδρομή προς το Μουσείο Πολιτικής Ιστορίας, κάποτε σπίτι της ερωμένης του τσάρου, που από το μπαλκόνι του μίλησε ο Λένιν στα πλήθη, είναι ήσυχη. Ο οδηγός μας, που μας έχει πάει τα 40 χιλιόμετρα ως την Κροστάνδη, μας λέει πως θέλει ως τις τέσσερις, αν γίνεται, να φύγει. “Δεν είναι αργία κανονική μα έχουμε πάρει άδεια, θα μαζευτούμε στο σπίτι του γαμπρού μου να γιορτάσουμε την 100ετηρίδα”. Διακριτικά, ήσυχα, η μνήμη της επανάστασης μπαίνει από την πίσω πόρτα, γίνεται κρυφό σχολείο. Δεν μας είχε περάσει από το νου, το μαθαίνουμε τυχαία. Βουλιάζουμε στη σιωπή. Σε πόσα σπίτια άραγε; πόσες άδειες, πόσα τραπέζια, πόσα μπουκάλια βότκα Κρέπκαγια, πόσα τραγούδια;
Το Μουσείο στήθηκε πάνω στους Ναρόντναγια Βόλια, οι Λαϊκή Θέληση, που μετά την εξέγερση του 1905 άρχισαν να μαζεύουν υλικό, να το φυλάνε για να το παραδώσουν στις επόμενες γενιές. Το 1919 ανοίγει τις πύλες του ως “Κρατικό Μουσείο της Επανάστασης”, όνομα μάλλον ενοχλητικό μετά τον πίτσα χατ πρόεδρο. Η έκθεση του για τα γεγονότα φιλοξενεί μοναδικό υλικό. Και μοναδικής ανοησίας σύγχρονη προπαγάνδα, με αποκορύφωμα το “η προπαγάνδα της ιδεολογίας του Στάλιν θα ήταν αναποτελεσματική σε μια χωρα που οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν. Γι’ αυτό και οι Μπολσεβίκοι κυρίως θεώρησαν την εξαφάνιση του αναλφαβητισμού ως την διεργασία επιρροής στη συνείδηση των ανθρώπων […]”. Φεύγουμε νωρίτερα για την πορεία – μετά μόλις μια ώρα στην έκθεση. Πόση μαλακία να αντέξει ο άνθρωπος, με το συμπάθειο;
Ο ταξιτζής που μας πάει στην Φίνσκι Περεϋλόκ είναι δεν είναι 25 χρονών. Σπαστά αγγλικά, φιλικό κλίμα, μέχρι να του πούμε να μας κατεβάσει στην πορεία. Αμήχανος πληρώνεται και φαίνεται πως μας θεωρεί ημίτρελους, που φύγαμε από την Ελλάδα για να έρθουμε εδώ γι’ αυτό το λόγο. Ευτυχώς ο ιταλός της Λόττα Κοντίνουα που μας χαμογελάει, “από που είσαστε; μιλάτε αγγλικά”, αυτοεξόριστος τριάντα χρόνια, η ψυχή μου, ξέρει γιατί είμαστε εκεί. Μας λέει πως είδε κι άλλους έλληνες “ένα λεωφορείο”, ακόμη τους ψάχνουμε… όμως, στο ψάξιμο, περνάμε δίπλα από μια ομάδα όμορφων παιδιών, που ψάλλουν τη διεθνή – ξεχωρίζω τέσσερις γλώσσες, κι είναι σίγουρα περισσότερες, λίγες λέξεις ελληνικές προσθέτουμε, η αρμονία απόλυτη, τα μάτια μου γεμίζουν. Ένας ρώσος γέροντας, λεπτός σαν κλαράκι κάτι μου λέει, “γκριέκ, νο ρουσκι” του λέω και τα δακρυα κυλάνε, ο Νίκος πιο πέρα βγάζει φωτογραφίες, ο γέροντας με ταρακουνάει και συνεχίζει απτόητος, καταλαβαίνω πως στα δάκρυά μου βλέπει ήττα κι όχι το φούσκωμα της καρδιάς. Εκείνος έζησε το τέλος.
συντροφική υποστήριξη
Είναι πολλοί που προσπαθούν να μας μιλήσουν. Ή μας χαμογελούν, μόλις καταλάβουν ότι είμαστε ξένοι. Ή μας στέλνουν στο μπλοκ του ΚΚΕ (που δεν το είδαμε μα είναι παρόν). Είναι πολλοί που χαίρονται, όταν τραγουδούν να μας βλέπουν να τους καμαρώνουμε ή να τους ακολουθούμε- εκείνη η Μπέλλα τσάο γι’ ακόμη μια φορά εδώ, μετά τη διεθνή, από το Ιταλικό μπλοκ, εκείνοι οι γέροντες με το ακορντεόν και τα πορτραίτα του Στάλιν που δε σταματούν λεπτό… Τι να τους εξηγήσεις; πως είσαι δω για την επανάσταση, πως γυρίζεις εκεί που γύρισε ο Κροπότκιν κι όχι εκεί που γύρισε ο Λένιν; Και πως να το εξηγήσεις όταν τα μάτια σας λένε τα ίδια πράγματα, οι φωνές σας ξέρουν τα ίδια λόγια;
Από την πορεία για την 100τηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης, Αγία Πετρούπολη/ Λενινγραντ, 7 Νοεμβρίου 2017
Καθώς η πορεία στρίβει προς την Ωρόρα, το πλοίο – θρύλο, η μπάντα που προπορεύεται αρχίζει μια μουσική που ξαναφέρνει δάκρυα στα μάτια μου. Τα ισπανικά μου δεν τα τελείωσα ποτέ μα αυτά τα λόγια τα ξέρω. Είναι δικά μας αυτά τα λόγια. Ξεσηκωθείτε εργάτες, εμπρός στη μάχη, να ανατρέψουμε την αντίδραση, Στα χαρακώματα, Στα χαρακώματα, για το Θρίαμβο της Συνομοσπονδίας, τραγουδάω μαζί τους.
En pie el pueblo obrero, a la batalla
hay que derrocar a la reacción.
¡A las barricadas! ¡A las barricadas!
por el triunfo de la Confederación.
Ένα τραγούδι για τη CNT, για τους καταλανούς αναρχοσυνδικαλιστές. Αφήνουμε την πορεία αισιόδοξοι. Τώρα πια, ξέρουμε όλοι τα λάθη μας, είναι βέβαιο.
Όταν η σημερινή προπαγάνδα ξεπερνάει τα όρια.
Οι φωτογραφίες είναι του Νίκου Βεντούρα.