Του Stefan Simanowitz, υπεύθυνου media της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ευρώπη και την Τουρκία

αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Διεθνούς Αμνηστίας

Καθώς τα τανκ εισέρχονταν στα συριακά σύνορα τον περασμένο μήνα, ένα δεύτερο μέτωπο άνοιγε μέσα στην Τουρκία, όπου τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα μετατράπηκαν στο πεδίο μάχης. Η συζήτηση για τη στρατιωτική εισβολή αστυνομευόταν ισχυρά, καθώς η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε το προκάλυμμα της στρατιωτικής επιχείρησης για να πυροδοτήσει μια εγχώρια εκστρατεία για τη συντριβή των διαφωνούντων απόψεων από τα ΜΜΕ, τα κοινωνικά δίκτυα και τους δρόμους.

Η συζήτηση και η άσκηση κριτικής για ζητήματα δικαιωμάτων και πολιτικής του Κουρδικού λαού ξέφυγε ακόμα περισσότερο εκτός ορίων, με εκατοντάδες ανθρώπους να κρατούνται απλώς και μόνο επειδή σχολίασαν ή μετέδιδαν κάτι σχετικά με την επίθεση. Αντιμετωπίζουν παράλογες ποινικές κατηγορίες, συχνά σύμφωνα με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, και αν διωχθούν και βρεθούν ένοχοι/ες, θα μπορούσαν να αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.

Στις 10 Οκτωβρίου, μια μέρα μετά την έναρξη της επίθεσης, ο ρυθμιστικός φορέας μεταδόσεων της Τουρκίας (RTÜK), προειδοποίησε τα μέσα ενημέρωσης ότι θα υπήρχε μηδενική ανοχή απέναντι σε «κάθε μετάδοση που μπορεί να επενεργήσει αρνητικά στο ηθικό και το κίνητρο των […] στρατιωτών ή μπορεί να παραπλανήσει τους πολίτες μέσα από ατελείς, παραποιημένες ή μερικές πληροφορίες που υπηρετούν τους σκοπούς του τρόμου.»

Την ίδια μέρα, ο Hakan Demir, δημοσιογράφος της ημερήσιας εφημερίδας Birgün έκανε ένα τουίτ: «Τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα ξεκίνησαν να διενεργούν αεροπορικές επιθέσεις σε περιοχές αμάχων.» Το τουίτ του βασιζόταν σε ένα ρεπορτάζ του NBC. Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί, η αστυνομία εισέβαλλε στο σπίτι του και τον πήραν για ανάκριση, για «υποκίνηση εχθρότητας ή μίσους.» Αφέθηκε, στη συνέχεια, ελεύθερος, ενώ του επιβλήθηκε ταξιδιωτικός περιορισμός εν αναμονή του αποτελέσματος των ποινικών ερευνών.

Ο Hakan Demir είναι απλώς ένας από τους πολλούς δημοσιογράφους που τέθηκαν σε κράτηση – και δεν έχουν στοχοποιηθεί μόνο οι Τούρκοι δημοσιογράφοι. Την περασμένη βδομάδα, οι δικηγόροι του προέδρου Ερντογάν ανακοίνωσαν ότι έχουν καταθέσει ποινική καταγγελία εναντίον του εκδότη του γαλλικού περιοδικού Le Point, μετά τη δημοσίευση του τεύχους της 24ης Οκτωβρίου, με τίτλο του εξωφύλλου: «Εθνική εκκαθάριση: η μέθοδος του Ερντογάν,» καλύπτοντας τη στρατιωτική επίθεση. Οι δικηγόροι υποστήριξαν ότι το εξώφυλλο είναι προσβλητικό προς τον πρόεδρο, κάτι που αποτελεί έγκλημα σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο.

Οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων έχουν επίσης στοχοποιηθεί, με 839 λογαριασμούς κοινωνικών δικτύων να βρίσκονται υπό διερεύνηση για «κοινοποίηση εγκληματικού περιεχομένου» την πρώτη βδομάδα της επίθεσης. Σύμφωνα με τα επίσημα νούμερα, 186 άτομα αναφέρεται ότι τέθηκαν υπό αστυνομική επιτήρηση και 24 προφυλακίστηκαν.

Ένας χρήστης κοινωνικών δικτύων, που κρατήθηκε και κατηγορήθηκε για «προπαγάνδα σε όφελος τρομοκρατικής οργάνωσης» είχε αναπαράξει τρία τουίτ, ένα από τα οποία έγραφε: «Η Ροζάβα [η αυτόνομη κουρδική περιοχή στη βορειοανατολική Συρία] θα νικήσει. Όχι στον Πόλεμο,» Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, τα τουίτ αυτά δεν είχαν καμία σχέση με αποδείξεις για κάποιο διεθνώς αναγνωρισμένο έγκλημα.

Του επιβλήθηκε ταξιδιωτική απαγόρευση για το εξωτερικό και είναι αναγκασμένος να παρουσιάζεται στο τοπικό αστυνομικό τμήμα δύο φορές τον μήνα. Ένας δικηγόρος είπε στη Διεθνή Αμνηστία: «Η χρήση των λέξεων ‘πόλεμος’, ‘κατοχή’, ‘Ροζάβα’, έχει μετατραπεί σε έγκλημα. Τα δικαστήρια λένε ‘δεν μπορείς να λες όχι στον πόλεμο’.»

Αυτό αποτυπώθηκε γλαφυρά στην Ιστανμπούλ στις 12 Οκτωβρίου, όταν οι Μητέρες του Σαββάτου, που διεξήγαγαν μια ειρηνική ολονυχτία για τους εκλιπόντες συγγενείς τους, έλαβαν προειδοποίηση από την αστυνομία να μη χρησιμοποιήσουν τη λέξη «πόλεμος». Όταν διαβάστηκε μια δήλωση που ασκούσε κριτική στη στρατιωτική επέμβαση, η ολονυχτία διαλύθηκε βίαια από την αστυνομία.

Η «επιχείρηση Άνοιξη Ειρήνης» έχει, επίσης, χρησιμοποιηθεί από την κυβέρνηση ως πρόσχημα για την κλιμάκωση της καταστολής απέναντι σε αντιπολιτευόμενους/ες πολιτικούς και ακτιβιστές/ριες. Αρκετοί βουλευτές έχουν υποβληθεί σε ποινική διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένου του Sezgin Tanrıkulu, που αντιμετωπίζει ποινική έρευνα για σχόλια που έκανε στα ΜΜΕ, και ένα τουίτ, το οποίο έγραφε: «Η κυβέρνηση πρέπει να το ξέρει, πρόκειται για αδικαιολόγητο πόλεμο, και πόλεμο ενάντια στους Κούρδους.»

Υπό τον μανδύα δύο ετών κατάστασης έκτακτης ανάγκης, οι τουρκικές αρχές σκόπιμα και μεθοδικά έθεσαν ως στόχο τη διάλυση της κοινωνίας των πολιτών. Παρά την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε και τα έκτακτα μέτρα κανονικοποιούνται όλο και περισσότερο.

Για τρίτη συνεχή χρονιά, η Τουρκία είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως στη φυλάκιση δημοσιογράφων, και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν τεθεί υπό κράτηση από ένα δικαστικό σώμα που στερείται θεμελιώδους ανεξαρτησίας, και φυλακίζει ανθρώπους που ασκούν, ή θεωρείται ότι ασκούν, κριτική στην κυβέρνηση, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία για οποιαδήποτε ενέργειες που θα μπορούσαν λογικά να συνιστούν αδίκημα.

Μετά την επίθεση που δέχτηκε στο σπίτι του πριν από δύο εβδομάδες, ο δημοσιογράφος και υπερασπιστής ανθρώπινων δικαιωμάτων, Nurcan Baysal, δήλωσε: «Η επίθεση στο σπίτι μου, και η τρομοκρατία απέναντι στα παιδιά μου, από 30 βαριά οπλισμένους αστυνομικούς με μάσκες, απλώς για μερικές αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα καλώντας σε ειρήνη, αποδεικνύει το επίπεδο της καταστολής της ελευθερίας της έκφρασης στην Τουρκία.»