Η πρώτη φορά που ο άνθρωπος «κατέκτησε» το διάστημα ήταν το 1957, όταν εκτοξεύθηκε και μπήκε σε τροχιά γύρω από τη γη ο σοβιετικός δορυφόρος Sputnik 1. «Το γεγονός αυτό,» γράφει έναν χρόνο αργότερα, το 1958, η φιλόσοφος Hannah Arendt στην Ανθρώπινη Κατάσταση, «που υπερβαίνει κάθε άλλο σε σπουδαιότητα, ακόμη και τη διάσπαση του ατόμου, θα έπρεπε να χαιρετισθεί με έξαλλη χαρά, αν δεν υπήρχαν τα δυσάρεστα στρατιωτικά και πολιτικά συμπαρομαρτούντα».[1] Και ποια είναι, άραγε, αυτά; Δέκα χρόνια περίπου από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, οι Σοβιετικοί με ηγέτη τον Νικίτα Χρουστσόφ, κατάφεραν να σημειώσουν μια πρώτη νίκη στο επονομαζόμενο Space Race, το δίδυμο αδερφάκι του Nuclear Arms Race, στο πλαίσιο ενός ακήρυχτου πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, όπου οι δυο υπερδυνάμεις ανταγωνίζονταν ποια τον έχει μεγαλύτερο (τον πύραυλο). Θα ακολουθήσουν δύο ακόμα νίκες των Σοβιετικών, το 1961 με τον Γιούρι Γκαγκάριν και το 1963 με τη Βαλεντίνα Τερεσκόβα, τον πρώτο άνδρα και την πρώτη γυναίκα αστροναύτες, αντίστοιχα, που μπήκαν σε τροχιά γύρω από τη γη. Οι Αμερικάνοι προπορεύονται στο Nuclear Arms Race, κατέχοντας, μάλιστα πυρηνικό μονοπώλιο από το ’45 και τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα έως και το ’49 όταν κατασκευάζεται η πρώτη σοβιετική ατομική βόμβα. Τρώνε, όμως, τη σκόνη των Σοβιετικών στη βαλλιστική επιστήμη και την κατασκευή πυραύλων, η οποία, αρχικά, αναπτύσσεται με σκοπό την κατασκευή διηπειρωτικών συστημάτων ρίψης πυρηνικών για να αντικαταστήσει τα αργά και ευάλωτα αεροσκάφη που έριχναν, έως τότε, τις βόμβες και αργότερα χρησιμοποιείται για την κατάκτηση του διαστήματος. Το 1969, όμως, οι ΗΠΑ στέλνουν την πρώτη πετυχημένη επανδρωμένη αποστολή στη Σελήνη με το διαστημόπλοιο Apollo 11. Έχοντας, μάλιστα, την πρόνοια να μεταδώσουν ζωντανά την προσσελήνωση στην τηλεόραση, αυτό το «giant leap for mankind», που είπε και ο Neil Armstrong, γράφει με χρυσά γράμματα το όνομά των Αμερικάνων δίπλα στις λέξεις «κατάκτηση του διαστήματος» στη συνείδηση του κόσμου.
Ένα κομμάτι μου θα ήθελε πολύ να αγνοήσει το ποιος πήγε πρώτος πού ή το ποιος κατασκεύασε πρώτος τι, θα ήθελε, ακόμα, και να το ψυχολογικοποιήσει, να το ανάγει –μειώνοντας τη σημασία του— σε ένα παιχνίδι μεταξύ δύο αγοριών, αδερφών, ίσως, που ανταγωνίζονται ποιος θα φτάσει πρώτος τη γραμμή τερματισμού, ποιος θα έχει το μεγαλύτερο σπαθί, ποιος θα έχει την περισσότερη προσοχή και αγάπη της μητέρας του. Όμως, αυτό θα ήταν αφελές εκ μέρους μου. Όχι μόνο επειδή το οικονομικό και κοινωνικό διακύβευμα αυτού του ακήρυχτου πολέμου ήταν τεράστιο –και οι δύο υπερδυνάμεις έφτασαν στο χείλος της οικονομικής καταστροφής με τον αντίστοιχο αντίκτυπο πάνω στους ανθρώπους λόγω των κεφαλαίων που ξοδεύονταν για τα πυρηνικά και τους πυραύλους στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Αλλά διότι έχει τεράστιο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η επιστήμη και η τεχνολογία μετατρέπονται από εργαλεία βελτίωσης και διευκόλυνσης της ζωής των ανθρώπων μέσα στις κοινωνίες σε όπλα πολιτικής ισχύος και επικράτησης στο πλαίσιο της απώτατης μορφής κατάρρευσης του κοινωνικού, δηλαδή στον πόλεμο· πολλές φορές, μάλιστα, η κατεύθυνση είναι η αντίστροφη: όπως και με τον πρώτο ηλεκτρονικό υπολογιστή που κατασκευάζει η ομάδα του Βρετανού μαθηματικού Alan Turing στο Bletchley Park μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να σπάσει τον κώδικα Enigma των Ναζί που, κάποιες δεκαετίες αργότερα, αποκτά τη γνωστή οικιακή του χρήση που αλλάζει τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, έτσι και η κατάκτηση του διαστήματος από τον άνθρωπο, γεννιέται πρώτα στο πλαίσιο ενός (ακήρυχτου και γι’ αυτό ψυχρού) πολέμου και μετά περνά σε εφαρμογές που διευκολύνουν την κοινωνική ζωή, όπως για παράδειγμα το GPS ή το 5G. Και είναι αυτή, ακριβώς, η συνθήκη, όπου κάτι εν δυνάμει χρήσιμο για την κοινωνία γεννιέται μέσα από την κατάρρευση του κοινωνικού, που οδηγεί, συχνά, σε απελπισία και τάσεις φυγής από αυτή την κοινωνία και τα γεννήματά της. Ή όπως το λέει και η Arendt «η χαρά αυτή δεν ήταν χαρά θριάμβου- δεν γέμιζε έπαρση ή δέος για το μεγαλείο της ανθρώπινης δύναμης και δεξιοτεχνίας τις καρδιές των ανθρώπων, οι όποιοι μπορούσαν τώρα ν’ αντικρύζουν ψηλά στον ουρανό ένα δικό τους δημιούργημα. Η άμεση αντίδραση, που αυθόρμητα εκφράστηκε, ήταν η ανακούφιση για το πρώτο ‘βήμα διαφυγής των ανθρώπων από τη φυλακή της γης’.»
Για άλλη μια φορά, σήμερα, σε μια συνθήκη κατάρρευσης του κοινωνικού λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, έχουμε εναποθέσει στην επιστήμη, δηλαδή στα υποκείμενα που την ασκούν, τους επιστήμονες, τις ελπίδες μας για να ξεπεράσουμε αυτή την κρίση, δηλαδή να διευκολύνουμε και να βελτιώσουμε την κοινωνική μας ζωή. Είναι αυτοί που παρατήρησαν τους τρόπους και τη συχνότητα της μετάδοσης, που ανέλυσαν το γενετικό υλικό του ιού, που ταξινόμησαν τα κριτήρια επικινδυνότητας και ευπάθειας, που επιστράτευσαν παλιές ή εφάρμοσαν νέες θεραπευτικές μεθόδους. Και, κυρίως, είναι αυτοί που μπορούν να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την πανδημία, δημιουργώντας τεχνητή και όχι φυσική ανοσία (που προϋποθέτει τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων) με την ανάπτυξη του εμβολίου.
Και το κάνουν. Και είναι άθλος και είναι συγκινητικό και είναι ανακουφιστικό και σωτήριο. Αλλά δεν είναι πολιτικά ουδέτερο. Το ρωσικό εμβόλιο λέγεται Sputnik, ευθεία αναφορά και ενθύμηση στο σοβιετικό δορυφόρο που νίκησε το πάλαι ποτέ τη Δύση. Η Γερμανία με την Αγγλία συστρατευμένες πίσω από τη Pfizer και την AstraZeneca, εντάξει δεν κάνουν άλλο ένα Blitz του ’40-’41 ας μην είμαι υπερβολική, παίζουν, όμως, στα ζάρια το Brexit και τη γερμανική πρωτοκαθεδρία στην ΕΕ. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ επιβεβαιώνουν τα σενάρια των συνωμοσιολόγων για το ποιος κινεί τα νήματα του πλανήτη εμβολιάζοντας το μεγαλύτερο σύνολο του πληθυσμού τους άμεσα και γρήγορα. To COVAX πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών προμήθευσε την Αφρική με εμβόλια τα οποία, όμως, ω του θαύματος, δεν φτάνουν.
Για να έρθουμε και στα δικά μας. Τον Μάρτιο του 2020, που τα μέσα προστασίας δεν φτάνουν καλά καλά για τους υγειονομικούς, ο Σωτήρης Τσιόδρας λέει ότι οι μάσκες εντείνουν τη διασπορά του ιού, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, που η παραγωγή μάσκας επαρκεί, η μάσκα γίνεται υποχρεωτική σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Τα μέλη της επιτροπής διαφωνούν μεταξύ τους, βγάζουν αποφάσεις παράλογες με βάση τη στοιχειώδη γνώση βιολογίας, όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 6 μμ και το άνοιγμα των σχολείων στην κορύφωση του τρίτου κύματος. Αποφάσεις που μοιάζουν να έχουν πολιτικά και όχι υγειονομικά κίνητρα. Οι επιστήμονες, όμως, είναι άνθρωποι, και ως άνθρωποι είναι προϊόντα της κοινωνίας που τους γεννά, τους αναθρέφει και τους στέφει με δάφνες ή τους πετάει στα τάρταρα. Έχουν εκπαίδευση δομημένη και οργανωμένη μέσα σε συγκεκριμένα συστήματα παραγωγής γνώσης και ασκούν την επιστήμη τους εντός θεσμών και ιδρυμάτων με δεδομένα δίκτυα ιεράρχησης και εξουσίας που δεν διαφέρουν από αυτά της υπόλοιπης κοινωνίας. Έχουν στερεότυπα, προκαταλήψεις, ιδεολογία, ηθικό κώδικα, συναισθήματα, σχέσεις, υλικότητες όπως η τσέπη και το τρωτό τους σώμα. Και αλίμονο αν δεν είχαν. Αλίμονο αν το κοινωνικό αίτημα είναι μια επιστήμη ουδέτερη και αντικειμενική, μια επιστήμη αλάθητη, απαλλαγμένη από οτιδήποτε κοινωνικό. Θα ήταν μια επιστήμη μη ανθρώπινη, μια επιστήμη απάνθρωπη, όχι γιατί θα ήταν «κτηνώδης» αλλά γιατί θα ήταν θεϊκή. Θα ήταν μια επιστήμη απόλυτη, τσιμεντωμένη, δογματική που επιτάσσει και επιβάλει ολοκληρωτική υποταγή. Ευτυχώς η επιστήμη είναι ανθρώπινη, είναι διαψεύσιμη που έλεγε και ο Karl Popper, είναι η ώρα της να εκπέσει από το βάθρο της θρησκείας που την έβαλαν οι άνθρωποι μετά τον Διαφωτισμό που έλεγε και ο Michel Foucault.
Στη συζήτηση, λοιπόν, για το ακαταδίωκτο της επιτροπής των λοιμοξιολόγων, νομίζω ότι και οι δύο πλευρές της συζήτησης κλείνουν τα μάτια στο ότι οι επιστήμονες είναι άνθρωποι και τους βλέπουν λίγο σαν θεούς. Οι μεν λένε ότι οι επιστήμονες δεν πρέπει να λογοδοτούν και να διώκονται για να είναι ελεύθεροι (sic) να εκφράζουν την άποψή τους, δηλαδή να μην παίρνουν την ευθύνη για τις πράξεις τους, οι οποίες ενδέχεται να έχουν άλλα κίνητρα, ίσως πολιτικά. Οι δε λένε ότι οι επιστήμονες πρέπει να λογοδοτούν και να διώκονται εφόσον οι αποφάσεις τους υπαγορεύονται από άλλα κίνητρα, ίσως πολιτικά, λαμβάνοντας σαν θέσφατο ότι οι αποφάσεις τους πρέπει να υπαγορεύονται από μια υποτιθέμενα καθαρή, αντικειμενική, ουδέτερη επιστημονική γνώση. Κατά τη γνώμη μου οι επιστήμονες, ως άνθρωποι και μέλη ενός συνόλου με κοινωνικό συμβόλαιο που συμπεριλαμβάνει την ελευθερία της έκφρασης, δεν πρέπει να διώκονται για την άποψη τους, ανεξαρτήτως κινήτρων, πρέπει, όμως, να λογοδοτούν. Επειδή, ακριβώς, είναι άνθρωποι και έχουν την ευθύνη των πράξεων τους απέναντι στην κοινωνία.
Η επιστήμη έχει την ικανότητα να σώζει ζωές αλλά έχει και την ικανότητα να τις καταστρέφει – ολοσχερώς στην περίπτωση των πυρηνικών όπλων που συντάραξαν τα θεμέλια της φιλοσοφίας της επιστήμης αλλά και την ίδια την πολιτική και την άσκησή της μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. «Από επιστημονική άποψη» γράφει η Arendt, «η [νεωτερική] εποχή άρχισε τον δέκατο έβδομο αιώνα και τερματίζεται με την έναρξη τού εικοστού αιώνα· από πολιτική άποψη ο [νεωτερικός] κόσμος, στον οποίο ζούμε σήμερα, γεννήθηκε με τις πρώτες ατομικές εκρήξεις.» [2] Η κατάκτηση του διαστήματος, μάλιστα, ως απότοκο του πυρηνικού ανταγωνισμού του ακήρυχτου πολέμου ΗΠΑ-ΕΣΣΔ δεν αλλάζει μόνο τη σκέψη των φιλοσόφων, των διανοουμένων, όσων διάγουν μια στοχαστική ζωή, τη vita contemplativa που λέει και η Arendt ασκώντας κριτική στην περίφημη φράση του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο ως ζώο πολιτικό. Αλλάζει τη σκέψη και των ανθρώπων του μόχθου που καθόλου ικανούς για σκέψη δεν τους θεωρούσε ο Αριστοτέλης. Ο Κύπριος λαϊκός κομμουνιστής ποιητής Παύλος Λιασίδης γράφει στο ποίημά του «Οι Αστροναύτες» τη δεκαετία του ’60 πως το ότι βγήκαν άνθρωποι στο διάστημα «έν’ μοναδικόν μπροστά στα μέλλοντα» καθώς «εννά ‘ρθει η ώρα που ο νους εννά πετάσσεται σαν την στραπήν να φέρνει το χαπάριν». Η Arendt, λοιπόν, προτάσσει ως απάντηση στο ερώτημα «τι κάνουμε οι άνθρωποι» όχι τον αποξενωμένο στοχασμό των φιλοσόφων αλλά τη vita activa, η οποία θεμελιώνεται πάνω σε τρεις αρχές: α) τον μόχθο, δηλαδή τη βιολογική δραστηριότητα για την παραγωγή και την αναπαραγωγή, β) την εργασία, την κοινωνική, δηλαδή, δραστηριότητα του να φτιάχνουμε κάτι που έχει αρχή μέση και τέλος, και γ) την πράξη, τη δραστηριότητα που επιτελείται μεταξύ των ανθρώπων χωρίς να μεσολαβεί η ύλη και ορίζει πως η ζωή είναι εφικτή μόνο ως ζωή ανάμεσα σε ανθρώπους, θυμίζοντας αυτό που αργότερα θα πει ο Foucault ότι το υποκείμενο συγκροτείται μόνο σε σχέση με τα άλλα υποκείμενα, δηλαδή την κοινωνία. Η πράξη, άλλωστε, λέει η Arendt, είναι και αυτή που επιβεβαιώνει την ικανότητά μας για ελευθερία.
Η επιστήμη, λοιπόν, για να χρησιμοποιήσω την προσφιλή έκφραση κάπως ειρωνικά αφού αποποιούμαι τον θεϊκό χαρακτήρα της, «κάνει θαύματα». Ή μάλλον, είναι ικανή για θαύματα. Αλλά είναι ικανή και για την ολοσχερή καταστροφή κάθε οργανικής ζωής πάνω στη γη. Διότι τόσο αυτά τα θαύματα όσο και αυτή η καταστροφή είναι ανθρώπινα δημιουργήματα. Το ζήτημα δεν είναι να αρνηθεί κανείς την—ικανή για καταστροφή—επιστήμη, όπως κάνουν οι αρνητές του κορωνοϊού ή οι οπαδοί του αντιεμβολιαστικού κινήματος βουλιάζοντας στον μανιχαϊσμό και τη χριστιανική αφήγηση του απόλυτου καλού και του απόλυτου κακού. «Το ζήτημα» γράφει η Arendt «είναι μόνο αν θέλουμε ή όχι να χρησιμοποιήσουμε τη νέα επιστημονική και τεχνική γνώση μας προς αυτή την κατεύθυνση [της καταστροφής κάθε οργανικής ζωής πάνω στη γη], και η απόφαση σχετικά με το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να ληφθεί με τα μέσα τής επιστήμης· αποτελεί πολιτικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους και συνεπώς δεν μπορεί ν’ αφεθεί στους επαγγελματίες επιστήμονες ή στους επαγγελματίες πολιτικούς». Μπορεί, όμως, να αφεθεί στους ανθρώπους που διάγουν τη vita activa, κυρίως αυτούς που ασκούν την πράξη, ζουν ανάμεσα στους ανθρώπους και σκέφτονται με κριτήριο το σκάφανδρο που μας δίνει οξυγόνο, την κοινωνία
[1] Χάννα Άρεντ, Η Ανθρώπινη Κατάσταση (Vita Activa), μτφρ. Στέφανος Ροζάκης και Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (Αθήνα: Γνώση, 1986), 11.
[2] Χάννα Άρεντ, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, 17.