Του Κώστα Εφήμερου

Ακόμα και ο πιο πατριώτης σκεπτόμενος Έλληνας (δηλαδή σχεδόν όλοι εκτός από τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής) αντιλαμβάνεται διά της εμπειρίας του ότι τα σχολικά ιστορικά εγχειρίδια είναι σε κάποιο βαθμό έργα μυθοπλασίας. Θα ήταν άλλωστε περίεργο, ενώ η ιστορία γράφεται από κανονικούς ανθρώπους σαν και μας, με πάθη, αδυναμίες και έλλειψη ευθυκρισίας, να έτυχε στο παρελθόν να είχαμε πάντα δίκιο.
 
Η δημιουργική καταγραφή της ιστορίας δεν είναι φυσικά ελληνικό φαινόμενο. Είναι  βασικό συστατικό της κατασκευής της εθνικής ταυτότητας και λειτουργεί ως συστατικό της εθνικής συνείδησης. Μάλιστα, όσο πιο άμεση είναι η ανάγκη εφαρμογής ενός εθνικού σχεδίου, τόσο πιο απλοϊκά αφηγείται την ιστορία το κράτος. Έτσι για παράδειγμα ενώ η μακρινή ιστορία της αρχαίας Ελλάδας διδάσκεται σε μικρότερο βαθμό ωραιοποιημένη και περιλαμβάνει διδάγματα για την πολιτική διαφθορά, τις κοινωνικές ανισότητες και τις ανθρώπινες αδυναμίες, η σύγχρονή μας ιστορία αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από ήρωες και ινδάλματα που λίγα έχουν να ζηλέψουν από τους αγίους της ελληνορθόδοξης εκκλησίας.
 
Η ελληνορθόδοξη εκκλησία από την άλλη ήταν και ο καταλύτης που χρησιμοποιήθηκε για να ενώσει ένα λαό και να τον ξανακάνει ένα έθνος (αφού το επιχείρημα που τόσο αγαπάει η Χρυσή Αυγή περί φυλετικής καθαρότητας σκοντάφτει σε μερικές πραγματολογικές λεπτομέρειες). H ελληνική καταγωγή και η ελληνική γλώσσα δεν ήταν στοιχείο που ένωνε τους επαναστάτες (έχει αποδειχτεί ότι το κρυφό σχολιό παραήταν κρυφό). Άλλωστε η φουστανέλα, η εθνική μας φορεσιά, είναι και αλβανική, ενώ πολλοί από τους ήρωες του 1821 δεν μιλούσαν ελληνικά αλλά αρβανίτικα. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τους ήρωές μας λιγότερο Έλληνες επειδή η καταγωγή τους ήταν από την περιοχή της Νότιας Αλβανίας ή επειδή κάποιοι από αυτούς δεν ήξεραν λέξη ελληνική;
Μάρκος Μπότσαρης: Σε ηλικία 19 ετών, ενώ ζούσε στην Κέρκυρα, ο Μάρκος Μπότσαρης κατά παραγγελία του Πουκεβίλ και με τη βοήθεια μεγαλυτέρων του συνέγραψε ένα ελληνο-αλβανικό γλωσσάριο. Αυτό αποτελεί και ένα από τα πρώτα ελληνο-αλβανικά λεξικά. Ο ίδιος επιγράφει το έργο αυτό «Λεξικόν της Ρωμαϊκοις και Αρβανητηκής Απλής». Το χειρόγραφο αφιερώθηκε από τον Πουκεβίλ στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων και φέρει την ιδιόγραφη σημείωση «Ce lexique est ecrit de la main de Marc Botzari a Corfou 1809 devant moi. Pouqueville». Το ίδιο χειρόγραφο περιλαμβάνει και ένα είδος ελληνο-αλβανικής μεθόδου άνευ διδασκάλου και ελληνο-αλβανικούς διαλόγους.
 
Οδυσσέας Ανδρούτσος: Ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου ήταν Αρβανίτης και λεγόταν Ανδρέας Βερούτσος ή Ανδρέας Βερούσης ή Ανδρέας Μουτσανάς (εξού και το υποκοριστικό Ανδρούτσος) και γεννήθηκε στις Λιβανάτες Λοκρίδας (Νομός Φθιώτιδας) το έτος 1750, όπου διετέλεσε διαβόητος αρχικλέφτης, αλλά και πειρατής συνεργάτης του Λάμπρου Κατσώνη τις περιόδους 1770-1792. Ο Ανδρέας Βερούσης, Βερούτσος (1750-1797) ήταν ήδη επαναστάτης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν την επίσημη κήρυξή της επανάστασηςτην 25η Μαρτίου 1821.
 
Ανδρέας Μιαούλης: Το οικογενειακό επώνυμο του Μιαούλη ήταν Βώκος ή Βόκος. Γιατί όμως ο Ανδρέας αποφάσισε να αλλάξει το επώνυμο του δεν είναι γνωστό. Εικάζεται ότι το επώνυμο Μιαούλης το απέκτησε από το τουρκικό πλοίο «Μιαούλ» που αγόρασε στη Χίο. Μια άλλη εκδοχή κάνει λόγο για προσωνύμιο που του κόλλησαν οι άνδρες του πληρώματός του επειδή συνήθιζε να τους φωνάζει «με μια ούλοι», δηλαδή «με μιας όλοι μαζί». Αυτό όμως αμφισβητείται από το γεγονός ότι τότε ο Μιαούλης δεν μπορούσε να δώσει τέτοιο παράγγελμα, αφού τα πληρώματά του μιλούσαν και καταλάβαιναν μόνο αρβανίτικα.
 
Ίσως λοιπόν η μεταστροφή της Χρυσής Αυγής από το «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ» που ακουγόταν πριν από λίγα χρόνια στο «Οι Αλβανοί είναι φίλοι μας» να μην οφείλεται σε πολιτική σκοπιμότητα αλλά σε μερική μόρφωση.