των Κωνσταντίνου Πουλή & Γεωργίας Κριεμπάρδη

Τη Ν. την έσωσαν οι γειτόνισσες. Εκείνες που δεν έκλεισαν τα παράθυρα όταν άκουσαν φωνές και “βοήθεια”.

Η Γ. μας αφηγείται τα γεγονότα. «Τo Σάββατο 1 Ιουλίου, στις 11.30 το πρωί, ακούω έναν δυνατό θόρυβο, σα να έσπαγαν τζάμια. Δεν κατάλαβα ότι ήταν μέσα από το κτίριο. Ήταν πολύ δυνατός θόρυβος και υπέθεσα ότι θα ήταν από τον δρόμο. Μετά, κάποιος χτύπησε δυνατά τη δική μας πόρτα, αλλά το αγνόησα, γιατί δεν περίμενα κάποιον. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, άκουσα έναν άντρα να φωνάζει και μια γυναικεία φωνή να ζητά βοήθεια. Κατεβήκαμε, σε δευτερόλεπτα, στον κάτω όροφο -στο ισόγειο δηλαδή- (εγώ και μία ακόμα φίλη) και βρήκαμε έναν γεροδεμένο άντρα, περίπου 1,80 ύψος να κρατά από τους καρπούς μία μικροκαμωμένη κοπέλα γύρω στα 20 και να την έχει σηκώσει όρθια. Της έλεγε “θα σε γαμήσω,, παλιοπουτανάκι”. Αυτή ήταν παγωμένη, σε σύγχυση, έτρεμε και μπήκε η άλλη κοπέλα ανάμεσά τους, στην κάσα της πόρτας, να τους χωρίσει. Αυτός της έλεγε “νόμιζες ότι δε θα σε βρω, ε;”. Σε εμάς έλεγε ότι βρήκε μια παλιά φωτογραφία της που “γαμιέται μ’ έναν”. Τον προσεγγίσαμε χωρίς φωνές, μένοντας ουδέτερες, για να μην της κάνει κακό και να ηρεμήσει. Ρωτούσε “ποιος μένει εδώ, ποιος είναι ο σπιτονοικοκύρης”».

Από τα “δώρα”, στην κακοποίηση – «Επιθυμώ την ποινική του δίωξη και την τιμωρία του»

Όπως περιγράφει η Γ., το σπίτι της κοπέλας ήταν 20 τ.μ., φτωχικό, χωρίς πράγματα τριγύρω, αλλά η ίδια είχε ακριβά εσώρουχα και παπούτσια, δώρα του κακοποιητή της.

Η επιζώσα εξαρχής είπε κάποια πράγματα στις δύο κοπέλες, την Γ. και τη φίλη της. «Έφυγα από τον διάδρομο του ορόφου που ήμουν με εκείνον και πήγα μέσα να μιλήσω με την κοπέλα. Μου είπε “δεν μπορώ να φάω, ζαλίζομαι, μου άνοιξε το κεφάλι έξω από το κλαμπ και μετά με άρπαξε και με έβαλε πάνω στη μηχανή και φύγαμε, να, κοίτα τι μου έκανε” και μου έδειχνε τα χτυπήματα. Είχε μώλωπες, εκδορές, χτύπημα στο σαγόνι με αίμα κι ανοιχτή πληγή, χτύπημα στο κεφάλι. Μου είπε ότι τη χτυπούσε πολύ άσχημα» συνεχίζει η Γ.

Όσο για το χρονικό της σχέσης, «δεν είναι καιρό μαζί, κάτι λιγότερο από μήνα. Μας είπε η κοπέλα ότι πέρασαν δύο εβδομάδες μέσα στα μέλια και μετά άρχισαν οι ζήλιες, ο έλεγχος και πολύ γρήγορα τη χτύπησε» εξιστορεί η Γ. Οι απειλές φαίνεται πως δεν του ήταν δύσκολο να τις εκστομίζει. «Προσπάθησε να εκφοβίσει κι εμάς μέσα στην κουβέντα, μας είπε ότι “οι πόρτες σας με μια σπρωξιά πέφτουν”. Επίσης, από τα πρώτα πράγματα που είπε ήταν πως δουλεύει μπράβος σε πολλά μαγαζιά – πως “πουλάει ασφάλεια”. Πιθανότατα το έκανε για εκφοβισμό» λέει η Γ.

Και συνεχίζει:

«Ήρθε περιπολικό, το είχε καλέσει η κοπέλα και άλλοι δύο γείτονες. Πήγε αυτός πρώτος στους αστυνομικούς και είπε “εντάξει, έχουμε μια σχέση, είχαμε έναν τσακωμό. Θα πληρώσω την τζαμαρία”. Ο αστυνομικός ρώτησε αν η κοπέλα θέλει να κάνει μήνυση και ρώτησε μπροστά σ’ αυτόν. Eπισημάναμε πως “αυτό γίνεται αυτεπάγγελτα σ’ αυτή την περίπτωση”. Όσο ο αστυνομικός ρωτούσε την κοπέλα το ιστορικό της υπόθεσης, αυτός φώναζε “θα σε σκοτώσω”. Την ώρα δηλαδή που έπρεπε να αποφασίσει η μικρή αν θα του κάνει μήνυση, εκείνος ήταν λίγα μέτρα μακριά (στην είσοδο της πολυκατοικίας) και ο αστυνομικός με την κοπέλα στην πόρτα του διαμερίσματος της στο υπερυψωμένο ισόγειο.

Τα λάθη, συνήθης πρακτική της Αστυνομίας

«Μας πήγαν πρώτα στο Α.Τ. Κυψέλης και μετά στο Α.Τ. Ομονοίας που έχει ειδικό τμήμα για τα έμφυλα περιστατικά. Ήθελαν να τους βάλουν μαζί στο περιπολικό και παρεμβήκαμε, είπαμε να πάμε εμείς με το αυτοκίνητο την κοπέλα κι έτσι έγινε, ευτυχώς.

Στο Αστυνομικό Τμήμα, την μικρή την πήγαν σε ένα δωματιάκι, το οποίο είναι για τα περιστατικά έμφυλης βίας και μιλούσε στη γυναίκα αστυνομικό, όσο εκείνος ήταν σ’ ένα παγκάκι έξω από την αίθουσα (!). Ούρλιαζε, την απειλούσε… Και καλούσε μπροστά μας τηλέφωνα και έδινε τη διεύθυνσή μας όσο εμείς ήμασταν εκεί και ενώ η εξώπορτα και η πόρτα του διαμερίσματος της κοπέλας ήταν σπασμένες».

Και τα λάθη στη διαδικασία συνεχίζονται. Περιγράφει η γυναίκα που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας:

«Μπήκε ένας αστυνομικός μέσα στο δωμάτιο που κατέθετε η μικρή και της είπε “να ξέρεις, εγώ του μίλησα και αν του κάνεις μήνυση, θα σου κάνει κι εκείνος”. Η ίδια αντέδρασε έντονα. «Δηλαδή θα μείνω στο κρατητήριο; Νοσοκομείο χρειάζομαι! Όχι κρατητήριο!». Παρόλ’αυτά, η Ν. είπε “επιθυμώ την ποινική του δίωξη και την τιμωρία του”. Οι υπόλοιποι αστυνομικοί προσπαθούσαν να μην την αποθαρρύνουν. Της έλεγαν ότι “το θέμα τώρα είναι ότι κινδυνεύει η ζωή σου, όχι αν θα μείνεις ένα βράδυ στο κρατητήριο”. Πάω να την αγκαλιάσω και πετάχτηκε, πονούσε από τα χτυπήματα. Πονούσε. Της λέω “μπράβο, είσαι πολύ θαρραλέα” και μου λέει “εγώ γιατί νομίζω ότι δε θα βγω ζωντανή απ’ όλο αυτό;”. Μας έλεγε ότι φοβάται, ότι θα τη βρουν. Μας έλεγε ότι την έχει χτυπήσει πολλές φορές.
Δεν ξέρουμε πώς βρήκε πού μένει» μας εξιστορεί η Γ. ενώ μέρες πριν το περιστατικό, όπως μας λέει, «είχαν έρθει κάποιοι άντρες και χτυπούσαν όλες τις πόρτες, μας είπε κυρία που ήταν στην πολυκατοικία».

Η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη ανέλαβε την υπόθεση όταν το κορίτσι και ο δράστης είχαν οδηγηθεί στο Τμήμα κι εκείνος είχε ήδη συλληφθεί. Της ζητήσαμε να σχολιάσει αυτή τη στάση της αστυνομίας και μας είπε ότι είναι μία στάση νομότυπη μεν, γιατί ο αστυνομικός υποστηρίζειι ότι προστατεύει το θύμα εξηγώντας της τους κινδύνους, αλλά πρακτικά είναι μία συνήθης διαδικασία αποθάρρυνσης του θύματος να κινηθεί νομικά κατά του δράστη.

Πρόσφατα εκδόθηκε ειδική εγκύκλιος της Εισαγγελίας του Α.Π. για τα περιστατικά κατά τα οποία η απειλή της μήνυσης για ψευδή καταμήνυση ακυρώνει στην πράξη το δικαίωμα του θύματος να καταγγείλει. Προβλέπεται η άμεση επικοινωνία της αστυνομίας με τον εισαγγελέα ώστε να αποφασίσει αυτός εκείνη τη στιγμή για την απελευθέρωση τουλάχιστον του θύματος. Το ζήτημα είναι βεβαίως να δούμε πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη η εγκύκλιος.

Σε ό,τι αφορά την ελευθερία του δράστη να απειλεί το θύμα μπροστά στους αστυνομικούς, είναι προφανώς παράνομη και το γεγονός ότι συμβαίνει σχεδόν πάντα χωρίς συνέπειες για το δράστη, αποδεικνύει πόσο φυσιολογικό θεωρεί η αστυνομία, να απειλεί ένας άντρας ότι θα σκοτώσει μια γυναίκα που τον καταγγέλλει για ξυλοδαρμό…

Όσο για το γεγονός ότι ο δράστης βρισκόταν εκεί και απειλούσε ακριβώς έξω από το δωμάτιο όπου κατέθετε η κοπέλα, αυτό μας είπε ότι συμβαίνει στο 100% των περιπτώσεων! Σημείωσε, δε, πως το σώμα φαίνεται ότι δε θέλει να πολυασχοληθεί με τέτοιες υποθέσεις. «Υπάρχουν στους κόλπους της αστυνομίας και οι πατριαρχικές στερεοτυπικές αντιλήψεις ότι “έλα μωρέ, βράδυ δουλεύει κι αυτή, τα’ θελε”».

Σ’αυτή την πρώτη φάση, το κορίτσι χρειαζόταν υγειονομική περίθαλψη. Κάτι το οποίο δεν της δόθηκε, αν και το ζήτησε. «Αναρωτιέμαι, όταν βλέπει κάποιος αστυνομικός μια τέτοια γυναίκα, δεν οφείλει να την πάει στο νοσοκομείο; Γιατί δεν την πάει; Κι αυτό δεν είναι προς όφελος του δράστη; Θα είναι παράλογο να θυμηθούμε τις διασυνδεσεις της αστυνομίας με αυτούς τους ανθρώπους της νύχτας; Δε θα είναι» λέει η Αντωνία Λεγάκη, ενώ συμπληρώνει «Θα μπορούσε ο εισαγγελέας, που είναι σε άμεση επαφή με την αστυνομία, να διατάξει να πάει το θύμα στο νοσοκομείο και μετά στο σπίτι; Βεβαίως. Δεν το έκανε». Αντί για αυτό, στη Ν. δόθηκε μόνο ένα παραπεμπτικό για ιατροδικαστή με την οδηγία να καλέσει την επόμενη μέρα αφού «σήμερα είναι κλειστά». Να σημειωθεί πως αν η κοπέλα ήταν μόνη της χωρίς τα αλληλέγγυα άτομα δίπλα της, πιθανότατα δε θα πήγαινε, τόσο αποδιοργανωμένη που ήταν.

Έμεινε στο κρατητήριο για 2 νύχτες και όταν απελευθερώθηκε τη Δευτέρα είχαν ήδη περάσει δύο 24ωρα και περισσότερα από το περιστατικό με το κεφάλι της προηγούμενης εβδομάδας. Επίσης, δεν της έδωσαν παραπεμπτικό για ψυχολογική αξιολόγηση (για τα βασανιστήρια και την / ψυχική οδύνη δηλαδή που δέχτηκε).

Ένα κατηγορητήριο πολύ μακριά από την πραγματικότητα

Η κοπέλα έμεινε τελικά στο κρατητήριο στο Α.Τ. Νέας Σμύρνης. Τα αλληλέγγυα άτομα της πήγαν φαγητό και ρούχα για την επόμενη μέρα που θα πήγαινε στον εισαγγελέα.

Ο εισαγγελέας πήγε την υπόθεση στο μονομελές Πλημμελειοδικείο για απειλή και σπασμένη πόρτα κι όχι για ενδοοικογενειακή βία. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει «απειλή και φθορά ξένης περιουσίας». Η δικηγόρος σχολιάζει στο ΤΡΡ λάθη, παραλείψεις, αβλεψίες κατά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αστυνομία και την εισαγγελία.

«Το κατηγορητήριο αυτό είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα και τη νομική πρόβλεψη. Έχουμε έναν άνθρωπο αποφασισμένο, που μπουκάρει σε ένα σπίτι, σπάζοντας τη τζαμαρία της πολυκατοικίας και την πόρτα του διαμερίσματος της κοπέλας, χωρίς κανέναν φόβο αν θα τον δουν, και μπαίνει στο σπίτι και αρπάζει την κοπέλα. Είναι μία απόπειρα ανθρωποκτονιας ή τουλάχιστον βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης και βεβαια ενδοοικογενειακής, κατι που ανεβαζει το αξιόποινο και είναι και αυτεπαγγέλτως διωκόμενο κακούργημα. Αντί γι’ αυτό, ο εισαγγελέας θεωρεί ότι βλέπει μπροστά του το χαμηλότερης απαξίας πλημμέλημα και δεν εφαρμόζει καν τον ειδικό νόμο για την ενδοοικογενειακή βία, όπως είναι υποχρεωμένος».

Όπως εξηγεί, «κάτω από την ομπρέλα της ενδοοικογενειακής βίας εντάσσεται οποιαδήποτε συντροφική (νυν ή και πρώην) βία. Είναι βία ανάμεσα και γύρω από ανθρώπους που έχουν ή είχαν ερωτική σχέση)». «Το άλλο αδίκημα που έχουν σημειώσει, αυτό της φθοράς ξένης περιουσίας, είναι επίσης πολύ μακριά από αυτό που έγινε στην πραγματικότητα» προσθέτει.

Στον εισαγγελέα, οι αστυνομικοί μετέφεραν την κοπέλα με τον κακοποιητή της μέσα στο ίδιο περιπολικό (!).

«Αυτός ακόμα και με τις χειροπέδες μέσα στο περιπολικό την απειλούσε» αναφέρει η Γ., ενώ ίδιο θράσος φαίνεται πως έδειξε και ο δικηγόρος του, καθώς όπως ανέφερε η επιζώσα, «όσο ήταν στο κρατητήριο, ο δικηγόρος του αντάλλασσε κινητά με τους αστυνομικούς που τον κρατούσαν και καλαμπουρίζανε. Ήρθε επίσης μαζί κι ένας που δήλωνε εργοδότης του». Μάλιστα, όπως καταγγέλλει η επιζώσα, «ο δικηγόρος του την προσέγγισε για “να τα βρουν” έξω από τα δικαστήρια».

Της έδωσαν panic button αλλά όχι παραπεμπτικό για μαγνητική στο κεφάλι, όπου έφερε χτυπήματα

Η δικηγόρος της κοπέλας εμφανίζεται πρώτη φορά στο δικαστήριο. Όλα εκτυλίχθηκαν πολύ γρήγορα.

«Παίρνουμε μία αναβολή και η κοπέλα βγαίνει ελεύθερη. Μετά από δύο ημέρες ξαναπάμε και εμφανίζεται ο δικηγόρος του κατηγορουμένου με αίτημα αναβολής λόγω αρρώστιας (του κατηγορουμένου)» λέει.

Από το δικαστήριο η κοπέλα έφυγε με ένα panic button και… χωρίς τα προσωπικά της αντικείμενα. «Όταν την αποδέσμευσαν από το δικαστήριο, τα πράγματά της (κινητό, λάπτοπ, ταυτότητα, πορτοφόλι) τα είχαν στην Ομόνοια, έπρεπε να πάει μόνη της να τα πάρει. Η κοπέλα γύρισε μετά το δικαστήριο αμέσως σπίτι της, όπου να σημειωθεί πως η πόρτα ήταν ακόμα σπασμένη. Δηλαδή, όσο εκείνη ήταν στο τμήμα, εκείνος την απειλούσε και έδινε στο τηλέφωνο τη διεύθυνσή μας σε “δικούς του”, μπορούσε να μπει οποιοσδήποτε στο σπίτι της και να κάνει το οτιδήποτε».

Γύρισε με τα αλληλέγγυα άτομα σπίτι της να μαζέψει τα πράγματά της. Μαζί και τα βιβλία που είχε γιατί θέλει να ξαναδώσει πανελλήνιες κι ένα τετράδιο με ποιήματα. Πήγε σε ένα ασφαλές σπίτι, στο σπίτι της Θ.

Μετά, ακολούθησε ο ιατροδικαστής. «Από το δικαστήριο της έδωσαν χαρτί για ιατροδικαστή και της είπαν “πάρε εσύ τηλέφωνο”. Εν τω μεταξύ, ήταν δύο μέρες στο κρατητήριο και της είπαν “σήμερα είναι κλειστά, πάρε τηλέφωνο από αύριο”. Και το αύριο ήταν Κυριακή. Ελεύθερη την άφησαν τη Δευτέρα και μόνη της δε θα πήγαινε, την πήγαμε εμείς την Τρίτη. Μαγνητική κάναμε, επίσης, με δική μας πρωτοβουλία και φυσικά δεν έδειξε κάτι μετά από 10 μέρες, είχαν φύγει οι μώλωπες».

Όσα λέει η Ν.

Εκτός από τη μάρτυρα που ήρθε σε επαφή μαζί μας, μιλήσαμε και με τη Θ. Εκεί η κοπέλα ένιωσε ασφάλεια. Κι άρχισε να περιγράφει σταδιακά όσα είχε βιώσει.
«Αυτός τη μετέφερε από τη μία δουλειά στην άλλη, αναλόγως πού ήθελε εκείνος. Στην αρχή δούλευε σε ψητοπωλείο, μετά την πήγε σε ένα μπαρ ως μπαργούμαν. Τώρα αυτά έγιναν στις δύο εβδομάδες που ήταν σε σχέση. Τότε αυτός τη μετέφερε σε άλλο μαγαζί, λέγοντάς της “δε θα ξαναδουλέψεις εκεί, αυτός θέλει να σε γαμήσει και δε με αφήνει να βγάλω λεφτά”. Και τη βάζει να δουλέψει στο μαγαζί, στο οποίο αυτός είναι μπράβος».

«Μου είπε για το ξύλο. Την είχε δείρει πολύ εκείνο το Σάββατο. Αυτός της παρείχε “ακριβή” ζωή. Για παράδειγμα, η κοπέλα ήταν σε ένα σπίτι άδειο, χωρίς έπιπλα, κοιμόταν στο πάτωμα αλλά φορούσε πανάκριβα παπούτσια . Μέσα σ’ έναν μήνα την εξανάγκαζε να πάει μαζί του στο γυμναστήριο ακόμα και για να κάθεται απλώς να τον κοιτάζει» περιγράφει η μάρτυρας που φιλοξένησε την επιζώσα.

Από την κυκλωτική «φροντίδα» στην κακοποίηση

«Χτυπάει καμπανάκι για τράφικινγκ» μας λέει η δικηγόρος. Η κοπέλα γνώρισε τον κατηγορούμενο σε ένα μπαρ, όπου εκείνος δούλευε προστασία (μπράβος). Το πρώτο ξύλο που έφαγε η κοπέλα ήταν με αφορμή το να αλλάξει δουλειά, να φύγει από εκεί όπου δούλευε και να πάει στο μπαρ όπου δούλευε εκείνος. «Η πρώτη φάση του “happy trafficking” είναι “σ΄αγαπάω, σε λατρεύω, σου παίρνω δώρα”. Αυτός που είναι αποφασισμένος να αιχμαλωτίσει και να “πουλήσει” μία κοπέλα, της παρουσιάζεται ως καλύτερος άντρας του κόσμου, αυτός που είχε ονειρευτεί, αυτός που της μιλάει και τη φροντίζει όπως κανείς άλλος. Μιλάμε για ολοκληρωτική περικύκλωση αγάπης.

Μετά αρχίζει η πρώτη διατύπωση απαίτησης.Είναι πανομοιότυπο το σχέδιο κύκλωσης του θύματος σε χάπι τράφικινγκ. Η απαίτηση συνήθως έρχεται ως εξής: “εμείς που είμαστε ερωτευμένοι θα ανοίξουμε σπίτι να κάνουμε τα όνειρα μας, πρέπει να δουλέψεις πολύ κι εσύ”. Η κοπέλα συνήθως ρίχνει στο τραπέζι ιδέα για σέρβις σε κάποιο μαγαζί, κι εκείνος της απαντά “εσύ δεν είσαι για τέτοια, είσαι για μεγάλα πράγματα και πολλά λεφτά”. Κι εκεί έρχεται η πρόταση για παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών. Κι εκεί στη δεύτερη φάση έρχεται και το πρώτο βαρύ ξύλο, με το όχι της κοπέλας, το οποίο μετά εγκλωβίζεται στον φόβο και ψάχνει πώς να επιβιώσει».

Όσα βίωσε η κοπέλα, κατά τα λεγόμενα της δικηγόρου, αποτελούν καμπανάκια και σημάδια που συναντώνται σε περιπτώσεις που ακολουθεί τράφικινγκ. Από την «κυκλωτική φροντίδα», πηγαίνουμε στις απαιτήσεις, την κακοποίηση και τέλος στον πλήρη έλεγχο του θύματος, την εκμετάλλευση, τη μεταφορά του και τον έλεγχο των κινήσεων και της ζωής του, για ίδιον κέρδος. H μεταφορά, όπως εξηγεί, αφορά σε μετακίνηση του θύματος από τον θύτη σε μέρη όπου εκείνος έχει τον έλεγχο.  έλεγχο. Βέβαια, δεν είναι πάντα δεδομένη η μεταφορά, αφού όσο επεκτείνεται το trafficking, μπορεί να καταστεί εμπόρευμα κάθε κοπέλα και να καταστεί αιχμάλωτη ακόμα και παραμένοντας στο σπίτι της.

Νομική αποθάρρυνση του θύματος – Η έμφυλη βία καταγγέλλεται σε ποσοστό μόλις 45%

Με τη μαρτυρία των προσώπων που βρέθηκαν μάρτυρες στο περιστατικό ή μίλησαν με την επιζώσα θα μπορούσαμε να έχουμε την αφήγηση μιας υπόθεσης ενδοοικογενειακής βίας. Όμως, αυτό που ενδιαφέρει είναι μετά από ανακοινώσεις της αστυνομίας για την ίδρυση 73 σχετικών επιτελικών υπηρεσιών και 18 γραφείων για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, τι συμβαίνει πρακτικά, πώς υποδέχεται η αστυνομία και η δικαιοσύνη το θύμα ενός τέτοιου περιστατικού.

Η έμφυλη βία καταγγέλλεται σε ποσοστό 45%, παρότι οι πιο συχνοί δράστες της βίας κατά γυναικών είναι σύντροφοι ή σύζυγοι.

Σε έρευνα Αριάδνη, για την “υποστήριξη διατομεακών διαδικασιών αστυνομικής αναφοράς για την πρόληψη και αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών”, με τη συμμετοχή αστυνομικών υπαλλήλων, φαίνεται ότι τα απαράδεκτα χαμηλά ποσοστά τιμωρίας των δραστών έμφυλης βίας οφείλονται εν μέρει ακριβώς στα στοιχεία που διαπιστώσαμε εδώ, δηλαδή στην καθυστερημένη παρέμβαση αλλά και την απόπειρα συμβιβασμού μεταξύ δράστη και θύματος ώστε να μη δοθεί δικαστική συνέχεια.

Στην ίδια έκθεση μαθαίνουμε ότι μόνο το 28% των γυναικών που είχαν ανάγκη από ιατρική φροντίδα την έλαβαν. Θυμίζουμε ότι το θύμα της υπόθεσης που παρουσιάζουμε εδώ έφτασε αρκετές μέρες αργότερα να δει γιατρό, εν μέρει χάρη στη βοήθεια και ενθάρρυνση των γυναικών που τη συνόδευσαν, και πάλι χωρίς να έχει παραπεμπτικό για μαγνητική τομογραφία.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι εκτός από τη δήλωση της δικηγόρου που έχει αναλάβει την υπόθεση, κάθε στοιχείο παρέκκλισης από έναν εύλογο κανόνα νομικής και πρακτικής προστασίας των θυμάτων, που το διαπιστώσαμε εμείς εδώ, εμφανίζεται επαναλαμβανόμενα, συνιστά δηλαδή συστημικό πρόβλημα και όχι παραφωνία ή εξαίρεση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ξεκινάμε με τη νομική αποθάρρυνση του θύματος από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται η αστυνομία, όταν ερωτάται αν θα κινηθεί νομικά σε μια υπόθεση που θα έπρεπε να διώκεται αυτεπάγγελτα, συνεχίζουμε με την πρόταση μεταφοράς της με το ίδιο περιπολικό που βρίσκεται μαζί της και ο θύτης και φτάνουμε σε εκείνη να καταθέτει στο αστυνομικό τμήμα με τον κακοποιητή της να την απειλεί έξω από το γραφείο όπου αυτή καταθέτει. Και όχι μόνο συμβαίνουν όλα αυτά, αλλά η Αντωνία Λεγάκη, που έχει χειριστεί ως δικηγόρος πλήθος συναφών υποθέσεων, μας εξηγεί ότι αυτός είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.

Το λιγότερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι η συμπεριφορά του θύτη να υπάρχει στις μαρτυρίες-καταθέσεις των αστυνομικών.

Το θύμα φεύγει από το τμήμα με ένα panic button, αλλά χωρίς τα προσωπικά της αντικείμενα, δηλαδή χωρίς έστω ένα πορτοφόλι για να πάρει ένα ταξί, για να καταλάβουμε πόσο παράλογο είναι αυτό, για να πάει σε ένα διαμέρισμα, όπου η πόρτα παραμένει σπασμένη. Πέρασε τη νύχτα στο κρατητήριο και δεν πήγε στο νοσοκομείο, παρότι όπως αποδεικνύεται από τις φωτογραφίες που έχουμε δει, η κοπέλα είναι εμφανώς τραυματισμένη και έχει και τραύματα από τις προηγούμενες μέρες.

Φτάνοντας στο δικαστήριο, η κατηγορία που έχει απαγγελθεί είναι για φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Έτσι εκτίμησε ο εισαγγελέας την πράξη ενός ανθρώπου που σπάει δύο πόρτες και μπουκάρει στο σπίτι μιας κοπέλας και την αρπάζει και τη σηκώνει στον αέρα, που σταματά μόνο χάρη στην παρέμβαση των ανθρώπων που έτρεξαν για να βοηθήσουν. Η οποία κατηγορία είναι και για έναν ακόμα λόγο μακριά από την πραγματικότητα: αφορά τον ιδιοκτήτη του σπιτιού κι όχι αυτόν που το νοικιάζει, εν προκειμένω την κοπέλα.

Τα πρωτόκολλα που μένουν στα χαρτιά

Υπάρχει ένα μέρος αυτής της συζήτησης που αφορά βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις γύρω από την αρρενωπότητα και το φύλο, που αφορά πρακτικά την πατριαρχία, την ανοχή απέναντι στη βία και κακοποίηση εκ μέρους των ανδρών που επιδεικνύει η κοινωνία μας, τρόπους με τους οποίους ενθαρρύνει αυτές τις συμπεριφορές και τις καθιστά περίπου κανονικές.

Μας ενδιαφέρει εδώ όμως να δείξουμε και πώς λειτουργούν τα πράγματα σε θεσμικό επίπεδο, εκεί που οι αλλαγές θα μπορούσαν να είναι καθοδηγούμενες και άμεσες, να αφορούν πιο συγκεκριμένα πρωτόκολλα αντιμετώπισης, στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη.

Οι οδηγίες που δίνει η Αστυνομία σε θύματα περιλαμβάνουν τις εξής προτάσεις:

  • Καλέστε το 100.
  • Αν δεν μπορείτε να μιλήσετε, στείλτε γραπτό μήνυμα (sms) στο 100, με: Ακριβή διεύθυνση – Ονοματεπώνυμο – Είδος επείγουσας ανάγκης (π.χ. «κινδυνεύει η ζωή μου», «δέχομαι βία από τον/τη σύζυγό μου»).
  • Εάν εσείς δεν μπορείτε να επικοινωνήσετε με το 100, ζητήστε από κάποιον άλλον να ειδοποιήσει τις Αρχές για εσάς (π.χ. από κάποιον οικείο ή το γιατρό σας).
    Αναζητήστε ιατρική περίθαλψη και πείτε στο γιατρό όλη την αλήθεια.
  • Υποβάλλετε μήνυση στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα ή στο πλησιέστερο Γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, όπου υφίσταται.
  • Για κατευθύνσεις και οδηγίες, τηλεφωνήστε ή στείλτε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) στις Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας, που βρίσκονται σε όλη την Επικράτεια
  • Καλέστε τη Γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, που απευθύνεται σε γυναίκες, για ψυχοκοινωνική στήριξη, νομική, συμβουλευτική και φιλοξενία σε ξενώνες. Επικοινωνία και μέσω e-mail στο [email protected].

Το τόσο έντονο ενδιαφέρον για τις επιζώσες έμφυλης βίας που φαίνεται στα πρωτόκολλα της Αστυνομίας δεν το συναντάμε στις αφηγήσεις των μαρτύρων παραπάνω. Και η συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Το επιβεβαίωσε η Αντωνία Λεγάκη, μια δικηγόρος που έχει εντρυφήσει και ασχοληθεί πολύ με περιπτώσεις έμφυλης κι ενδοοικογενειακής βίας.  Αυτά, φυσικά, δε θα πρέπει να αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για τα θύματα να προχωρήσουν σε καταγγελία και να αναζητήσουν βοήθεια. Αλλά, επιτέλους, αυτή η βοήθεια, η προστασία, η δικαιοσύνη να τους παρέχεται!

Η φροντίδα που θα έπρεπε να παρασχεθεί στην κοπέλα δεν ήρθε ποτέ. Όχι μόνο από την αστυνομία αλλά και τη δικαιοσύνη. Ο λόγος που δεν της δόθηκε από τον ιατροδικαστή χαρτί για να πάει για εξετάσεις (ειδικά μαγνητική στο κεφάλι) είναι επειδή η κακοποίησή της δεν κρίθηκε αρκετά βαριά περίπτωση! Η διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος αντιμετωπίζεται επιδερμικά -κι αυτό είναι το πιο επιεικές που θα μπορούσαμε να πούμε. Η λογική των αρχών λέει πως “σιγά μη στέλνουμε καθεμία που κακοποιείται για εξετάσεις στα νοσοκομεία που είναι ήδη γεμάτα”, οπότε παραπέμπουν μόνο τα περιστατικά που κρίνουν σοβαρά. Ποια είναι εκείνη η αρχή που κρίνει πως οι μώλωπες, τα χτυπήματα, το αίμα δεν είναι “βαριά κακοποίηση”; Η βαριά κακοποίηση είναι ένα ανοιγμένο κεφάλι; Είναι το βήμα πριν τον θάνατο, πριν το νεκροτομείο, πριν γράψουν οι εφημερίδες για άλλη μία γυναικοκτονία; Ποια είναι αυτή η αρχή;

Τα δύο πεδία αυτά, της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης,  δεν είναι ανεξάρτητα.  Οι θεσμικές αλλαγές δεν αλλάζουν μόνο την πράξη, αλλάζουν και τη σκέψη των ανθρώπων. Με μια έννοια, αυτές οι αλλαγές δεν εμποδίζουν μόνο πρακτικά τον θύτη από το να νιώσει ότι τόσο άνετα μπορεί να απειλεί, τον διδάσκουν και για το μέλλον, τι είναι και τι δεν είναι ανεκτό ή αδιανόητο.

Μία στις τρεις γυναίκες παγκοσμίως θύμα έμφυλης βίας

Οι γυναίκες που αναζητούν βοήθεια πέφτουν πάνω σε θεσμούς που, όπως είδαμε, χειρίζονται περιπτώσεις έμφυλης κι ενδοοικογενειακής βίας επικίνδυνα επιδερμικά κι αδιάφορα, κατά παράβαση των διαδικασιών που αναγράφονται στα πρωτόκολλα, πολλές φορές.

Σε παρέμβασή της σε ημερίδα με τίτλο «Γυναικοκτονία: πες την με το όνομά της», που πραγματοποιήθηκε τον προηγούμενο χρόνο, η Κική Πετρουλάκη , διδάκτωρ ψυχολόγίας και Πρόεδρος στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας, είχε σχολιάσει: «Στην Ελλάδα, στην καθημερινή πρακτική στήριξης γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και των παιδιών τους, παρατηρούνται ελλείψεις συντονισμού και δικτύωσης των αρμόδιων φορέων, έλλειψη κοινού πρωτοκόλλου αντιμετώπισης περιστατικών, εκπαίδευσης επαγγελματιών κ.ά. Στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας εμπλέκονται πολλά συστήματα, τα οποία δρουν διαδοχικά, χωρίς διασύνδεση. Αυτή η αλυσιδωτή ενεργοποίηση των συστημάτων οδηγεί σε δευτερογενή θυματοποίηση των θυμάτων αλλά και δισταγμό ώστε να προσφύγουν στις Αρχές. Αλλά και όταν προσφεύγουν, η προστασία δεν είναι εγγυημένη. Χρειάζεται, επομένως, να βρούμε τρόπους ώστε το σύστημα προστασίας και στήριξης των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας να ενεργοποιείται άμεσα και οι φορείς που το αποτελούν να αυτοσυντονίζονται και να συνεργάζονται διατομεακά με απώτερο στόχο την άμεση και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων».

Κάτι που αξίζει, επίσης, να αναφερθεί είναι και το πόσο ελλιπές είναι το πλαίσιο πρόνοιας και φιλοξενίας των κακοποιημένων γυναικών. Η Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του Wave, που δημοσιεύτηκε στις 8 Μαρτίου 2022 , έπρεπε να είχε 1072 κλίνες σε δομές υποστήριξης. Έχουμε 400.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο της ΕΕ, η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών συνιστά μία από τις συστηματικότερες και συνηθέστερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως. Οι χώρες της ΕΕ δεν αποτελούν εξαίρεση. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ για τις γυναικοκτονίες για το 2021, υπολογίζεται ότι μία στις τρεις γυναίκες παγκοσμίως έχουν υποστεί σωματική ή/και σεξουαλική βία, από σύντροφο ή μη, κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Σύμφωνα τη μεγαλύτερη δημοσκοπική έρευνα που έχει διεξαχθεί παγκοσμίως, για τη βία κατά των γυναικών,με τη συμμετοχή πάνω από 42.000 γυναικών, ηλικίας από 18 έως 74 ετών, από 28 κράτη μέλη της ΕΕ:

  • 1 στις 3 γυναίκες στην ΕΕ έχει υποστεί σωματική βία από την ηλικία των 15 ετών και άνω
  • 1 στις 2 γυναίκες έχει βιώσει ψυχολογική βία από τον σύντροφό της
  • 1 στις 8 γυναίκες έχουν υποστεί οικονομική βία από το σύντροφό τους
  • 1 στις 10 γυναίκες έχει βιώσει σεξουαλική βία από την ηλικία των 15 ετών και άνω
  • 1 στις 20 γυναίκες έχει πέσει θύμα βιασμού
  • 1 στις 3 γυναίκες  έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά στο χώρο εργασίας
  • 1 στις 5 νεαρές γυναίκες, μεταξύ 18-29 ετών, έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά στο διαδίκτυο
  • 1 στις 5 γυναίκες έχει βιώσει stalking
  • 50 γυναίκες χάνουν τη ζωή τους κάθε εβδομάδα λόγω της ενδοοικογενειακής βίας, στην Ε.Ε.

Δράστης ο σύντροφος/σύζυγος στην πλειοψηφία των περιστατικών έμφυλης/ενδοοικογενειακής βίας

Στην Ελλάδα, τα στοιχεία της 3ης Ετήσιας Έκθεσης για τη Βία κατά των Γυναικών, από τη Γεν. Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των φύλων, για το 2021 επιβεβαιώνουν και το τεράστιο ποσοστό των κακοποιημένων γυναικών αλλά και το ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, θύτης είναι ο σύζυγος/σύντροφος (νυν ή πρώην).

Και το 2022 τα στοιχεία είναι θλιβερά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., καταγράφηκαν 11.476 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Οι αρχές, δηλαδή, ασχολήθηκαν με 31 περιστατικά κατά μέσο όρο κάθε ημέρα.

Αλλά και το 2023 καταγράφεται αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας. Η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛΑΣ, Κωνσταντία Δημογλίδου μιλώντας στην ΕΡΤ, στις 25 Μαίου 2023, ανέφερε : «Μόνο το πρώτο τετράμηνο του 2023 η ελληνική αστυνομία διαχειρίστηκε πάνω από 3.100 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας με θύματα γυναίκες».

Και βαδίζουμε προς το 2024, ακόμη προς αναζήτηση ενός πλαισίου προστασίας των γυναικών, διεκδικώντας όσα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Διεκδικώντας οι γυναίκες να ακούγονται όταν καταγγέλλουν κακοποίηση.  Όλες οι παραβιάσεις που διαπιστώσαμε στη συγκεκριμένη υπόθεση έχουν χαρακτήρα συστημικό. Οφείλουμε να συζητούμε διεκδικώντας οι διακηρύξεις για το θεσμικό πλαίσιο και την αλλαγή κουλτούρας της αστυνομίας να αποκτήσουν σταδιακά περιεχόμενο, να αντιστοιχούν σε όσα βιώνει μια γυναίκα όταν όντως απευθύνεται σε αυτούς τους θεσμούς για να προστατευτεί από τον κακοποιητή της. Από αυτό, απέχουμε πάρα πολύ.