της Ηλιάνας Ζερβού
Την ώρα που ο κ. Πιερρακάκης διατυμπανίζει το τέλος των «λιμνάζοντων», όπως τους αποκαλεί, φοιτητών που ξεπερνούν το προβλεπόμενο όριο φοίτησης, σύμφωνα με τον νόμο 4957/2022 που ψηφίστηκε στη Βουλή επί υπουργίας Νίκης Κεραμέως, η ακαδημαϊκή κοινότητα κάνει λόγο για σαθρό αφήγημα, το οποίο απέχει πολύ από τις πραγματικές ανάγκες των δημόσιων πανεπιστημίων.
«Ο νόμος θα εφαρμοστεί απολύτως και απαρέγκλιτα. Τον έχουμε ψηφίσει και θα εφαρμοστεί, και μάλιστα περιλαμβάνει τη διάταξη, η οποία είναι πολύ πλήρης, και προβλέπει εξαιρέσεις για λόγους υγείας, φοίτηση μερικής απασχόλησης, κ.α. Δεν μπορεί και εδώ να είμαστε η διεθνής εξαίρεση. Δεν μπορεί να υπάρχει υπάρχει κουλτούρα κάποιος να πηγαίνει σε ΑΕΙ και να μη διαγράφεται ποτέ. Μέχρι σήμερα αν κάποιος παρατούσε τις σπουδές παρέμενε εγγεγραμμένος» έλεγε πριν περίπου έναν μήνα στον ΣΚΑΙ. Σύμφωνα με το μέτρο, τα ΑΕΙ θα πρέπει να αρχίσουν να διαγράφουν από τα μητρώα τους σχεδόν τους μισούς από τους εγγεγραμμένους που είναι ανενεργοί.
Φοιτητές: «Στόχος τους να εμπεδώνουμε την λογική του ατομικού δρόμου» – Προσπάθεια αποπολιτικοποίησης των Πανεπιστημίων
Με αυτές τις εξαγγελίας φτάσαμε στην Σύνοδο των Πρυτάνεων που ξεκίνησε στο Μυστρά Πελοποννήσου στις 10 Δεκεμβρίου και σήμερα, 13/12, αναμένεται η συνάντηση τους με τον Υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη, όπου συζητιέται και η εφαρμογή του μέτρου διαγραφών μετά το πέρας του προβλεπόμενου ορίου φοίτησης. «Η Σύνοδος γίνεται σταθερά σε απομακρυσμένα μέρη, προκειμένου να μην μπορούμε να βρεθούμε εκεί και να διεκδικήσουμε τα αιτήματα μας για τις σπουδές μας. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος την μέρα αυτή οι σχολές μας θα παραμείνουν κλειστές και θα βρεθούμε εκεί για να κάνουμε ξεκάθαρη την εναντίωση μας στα σχέδια της κυβέρνησης και να διασφαλίσουμε ότι κανείς φοιτητής και καμία φοιτήτρια δεν θα διαγραφεί» δηλώνει πεισματικά ο Γιάννης Παπάζης, φοιτητής της σχολής Ναυπηγών Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ).
«Διεξάγεται η Σύνοδος των Πρυτάνεων, όπου θα συζητήσουν σε μία αίθουσα πίσω από κλειστές πόρτες για πράγματα που μας αφορούν και μας πλήττουν άμεσα, θα συζητήσουν δηλαδή για το μέλλον μας χωρίς εμάς» περιγράφει ο Γιάννης, μεταφέροντας ένα αίσθημα αδικίας.
«Το μέτρο των διαγραφών έρχεται να βάλει μια ημερομηνία λήξης στις σπουδές μας, την στιγμή που για παράδειγμα στη Σχολή μας ο μέσος όρος φοίτησης είναι 8 χρόνια όσο ακριβώς και το όριο διαγραφής, ενώ βιώνουμε κάθε μέρα ένα πολύ εντατικοποιημένο και απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών». «Χτίζεται μία πειθαρχημένη και ασφυκτική καθημερινότητα μέσα στο πανεπιστήμιο, προκειμένου να ασχολούμαστε μόνο με την στείρα μάθηση και να εμπεδώνουμε την λογική του ατομικού δρόμου όλο και περισσότερο. Μία λογική και μια καθημερινότητα που θα μας απασχολήσει και μετέπειτα στην επαγγελματική μας ζωή» ερμηνεύει ο Γιάννης τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Ο Δημήτρης Δασκαλάκης, φοιτητής στη σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ, περιγράφει, επίσης, το σκεπτικό της εντατικοποίησης, μέσω των διαγραφών: «Ένα μέτρο που έρχεται κομβικά να μας πει στα ν+2 χρόνια “όλος ο κόπος που κάναμε μέσα στη σχολή θα πάει κατευθείαν στον κάδο”, έρχεται να μας πει πως οτιδήποτε στην καθημερινότητα μας δεν είναι ακαδημαϊκό όπως η κοινωνικοποίηση, η πολιτικοποίηση, θα είναι πλέον περιττά επειδή θα φοβόμαστε ότι θα διαγραφούμε, έρχεται να μας πει ότι ο ελεύθερος χρόνος θα αποτελεί μάλλον κάποια μακρινή φαντασία».
Έκανε λόγο για συνολική επίθεση στα κοινωνικά κεκτημένα, τονίζοντας «βλέπουμε να εφαρμόζονται συγκεκριμένες πολιτικές οι οποίες έρχονται να σπείρουν την ακρίβεια, να επιτρέψουν τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, να ιδιωτικοποίησουν, να χτυπήσουν τα δημοκρατικά μας δικαιώματα, όπως είδαμε και την πρόσφατη σύλληψη και προφυλάκιση του Νίκου Ρωμανού, έρχονται να αναιρέσουν τα κεκτημένα των εργαζομένων. Η συνολική αυτή επίθεση δεν θα μπορούσε και να λείπει από τα πανεπιστήμια».
«Η καθημερινότητα και το μέλλον μας αυτή τη στιγμή μπαίνουν στο στόχαστρο» κρίνει και σημειώνει ότι «θα είμαστε κι εμείς έξω από τη Σύνοδο των Πρυτάνεων για να κάνουμε ξεκάθαρο σε όποιον θέλει να μας επιβάλλει μια άλλη πραγματικότητα ότι δεν θα περάσει, ότι θα σταθούμε εμπόδιο, ότι δεν θα μείνουμε αμέτοχοι την ώρα που η καθημερινότητα και η προοπτική μας απειλούνται».
«Ποιος θα πάρει μια τέτοια ευθύνη;» – «Το θέμα των διαγραφών θα παραπέμπεται στην ηθική και το συναίσθημα των καθηγητών»
«Το μέτρο των διαγραφών παίζει στην κυριολεξία με τις ζωές χιλιάδων νέων, που αποδεικνύει την κοινωνική αναλγησία της κυβέρνησης, είναι ένα μέτρο που οξύνει το φαινόμενο της κοινωνικής αδικίας» εξηγεί η Χριστίνα Πλύτση, με αγωνία και ένταση στη φωνή της. Έκανε ακόμα λόγο για την κατεύθυνση της συζήτησης προς τις διαγραφές των φοιτητών που οι κυβερνώντες χαρακτηρίζουν «λιμνάζοντες» και «τεμπέληδες» την στιγμή που δεν πραγματοποιείται στο ελάχιστο η κουβέντα «για εξορθολογισμό, ας πούμε, των προγραμμάτων σπουδών και τον καλύτερο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας».
«Υπάρχει και το θέμα το ηθικό ως προς το “ποιος θα πάρει μια τέτοια ευθύνη; να πετάξει 300.000 φοιτητές στον δρόμο, ποιος μπορεί να στερήσει από κάποιον το πτυχίο του που αποτελεί και το εισιτήριο στην αγορά εργασίας στην εργασιακή ζούγκλα που υπάρχει στα πλαίσια του να έχει και μία καλύτερη εργασιακή προοπτική, ποιο θεσμικό όργανο θα είναι ικανό να αποφασίζει ότι οι κόποι και οι θυσίες χρόνων που δαπανούν οι φοιτητές, οι οικογένειές τους να πηγαίνουν χαμένες;” Το ζύγι που κρίνει αν κάποιος φοιτητής θα πάρει πτυχίο είναι κάτι επικίνδυνο και σαν συζήτηση, κανείς δεν είναι αυτός που θα πρέπει να πάρει αυτή τη θέση στα χέρια του» καταφεύγει η Χριστίνα στα απανωτά, αγωνιώδη ερωτήματα που προκύπτουν.
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής της Νομικής Παναγιώτης Νικολόπουλος, πιάνεται από την ερώτηση της φοιτήτριας και απαντάει με κάποια πικρία: «Το ηθικό θέμα δεν είναι για τους θεσμούς και τα θεσμικά όργανα, το ηθικό θέμα θα προκύψει για μας τους δασκάλους σας, διότι θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την παράκληση στα 2 3 τελευταία μαθήματα του Ιουνίου η του Σεπτεμβρίου που έρχεται να αγνοήσουμε τι λέει το γραπτό, να βάλουμε το 5αρι για να μη διαγραφεί κάποιος. Άρα, όπως μέχρι πρόσφατα το θέμα του ασύλου παραπεμπόταν στις διοικήσεις του πανεπιστημίου, ενώ ο νόμος επέτρεπε αν θέλει η αστυνομία να μπει από μόνη της, έτσι τώρα το θέμα των διαγραφών θα παραπέμπεται στην ηθική και το συναίσθημα των καθηγητών, αν θα σώσουν φοιτητές να μην κόψουν όλον τον κόπο που έκαναν η αν θα αδιαφορήσουν».
Εντύπωση προκαλεί ακόμα στον κύριο Νικολόπουλο πως «Δεν προβλέπεται ούτε μία κατοχύρωση του μέρους των σπουδών που έχει κάνει κάποιος, έστω αν διαγραφεί, παραιτηθεί η διακόψει, το οποίο θα μπορούσε να είναι μια πιστοποίηση χρήσιμη στον εργασιακό χώρο η να δίνει την δυνατότητα για συνέχεια κάπου αλλού. Δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο».
Ο Π. Νικολόπουλος υπογράμμισε ακόμα ότι «για τους εργαζόμενους φοιτητές δεν φτάνει το χρονικό όριο του ν+2».
«Ύψωση περαιτέρω ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση» – «Οι φοιτητές αυτοί δεν επιβαρύνουν με κανέναν τρόπο το ελληνικό Δημόσιο»
«Τα ποσοστά της νεολαίας που εργάζεται, σύμφωνα με της ΕΛΣΤΑΤ, ανέρχονται στο 40%, εκ των οποίων μάλιστα το 70% καλείται να εργάζεται αδήλωτα και μαύρα, άρα πρακτικά και κάποια ελαφρυντικά τα οποία θα μπορούσαν να υπάρχουν για αυτούς τους φοιτητές, πέφτουν στο κενό, καθώς οι ώρες αυτές δεν δηλώνονται, δεν φαίνονται, δεν υπάρχουν» τονίζει η Χριστίνα. Πράγματι η κυβέρνηση κάνει λόγο για διάταξη που προβλέπει λιγότερη άσκηση πίεσης σε εργαζόμενους/ες φοιτητές/τριες. Τι γίνεται, όμως, με όσους/ες η εργασία τους είναι μαύρη και άρα μη καταγεγραμμένη;
«Η πραγματική στόχευση των διαγραφών, της ΕΒΕ και των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι και το πως η νεολαία θα στραφεί στον τουρισμό, στην εστίαση, σε υπηρεσίες και δομές άλλες που απαιτούν ένα ελάχιστο μορφωτικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι που θα έχουν την οικονομική δυνατότητα θα παίρνουν πτυχίο αμφιβόλου ποιότητας από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια» εκτίμησε από την δική της σκοπιά η Χριστίνα στο ζήτημα της ταξικότητας του μέτρου.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Δημήτρης Καλτσώνης, καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου του Παντείου πανεπιστημίου περιγράφει το άνοιγμα της ταξικής ψαλίδας στην εκπαίδευση, μέσω του μέτρου τον διαγραφών, δηλώνοντας ότι «η διαγραφή των φοιτητών που αναγκάζονται να εργάζονται θα σημαίνει πρωτίστως την δυσμενή μεταχείριση εκείνων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, δηλαδή, ύψωση περαιτέρω ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση».
Επεσήμανε ότι: «Εμείς οι ακαδημαϊκοί λειτουργοί είμαστε υπεύθυνοι, για την ποιότητα των γνώσεων που παρέχουμε στους φοιτητές μας, για την αξιολόγηση τους σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα. Δεν είναι η θέση μας και ο ρόλος μας να πάρουμε μια διοικητική απόφαση που δεν αφορά τις σπουδές, δηλαδή την προσωπική ζωή του καθενός και τον ρυθμό που μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές. Πολύ περισσότερο δεν είναι δουλειά μας να στείλουμε έμμεσα τους φοιτητές αυτούς υπο διαγραφή στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια». Αρνήθηκε να τα αποκαλέσει «πανεπιστήμια» διότι «δεν είναι πανεπιστήμια και είναι ντροπή να τα λέμε έτσι».
Ακόμα, σχετικά με το αφήγημα τις κυβέρνησης, απαντάει ξεκάθαρα πως «οι φοιτητές αυτοί δεν επιβαρύνουν με κανέναν τρόπο το ελληνικό Δημόσιο, αντιθέτως γνωρίζω πολλούς συναδέλφους που τελείωσαν τις σπουδές τους μετά από πολλά έτη, για διάφορους λόγους και τίποτα δεν τους εμπόδισε να γίνουν λαμπροί επιστήμονες και με διεθνή αναγνώριση».
Πάνω στο θέμα αυτό, ενδιαφέρον παρουσιάζει η απουσία οποιασδήποτε μελέτης σχετικά με το θέμα της διαγραφής φοιτητών και το δημοσιονομικό κόστος που υποτίθεται ότι έχει, ζήτημα που θέτει εμφατικά ο Θέμης Λαζαρίδης, οικονομολόγος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
«Εκτιμούμε ότι δεν έχει δημοσιονομικό κόστος το να υπάρχει ένας μεγαλύτερος αριθμός φοιτητριών η φοιτητών, ειδικά στις μέρες μας θα πρόσθετα, με την ηλεκτρονική τεχνολογία ούτε χαρτί δεν χρειάζεται να τυπώνεις» εξηγεί με τη σειρά του ο Τελης Τυμπας, από το Διοικητικό Επιστημονικό Προσωπικό της σχολής θετικών επιστημών.
«Οι διαγραφές έχουμε την βεβαιότητα ότι αποτελούν ένα μοχλό για την περαιτέρω μελλοντική υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων» τονίζει ακόμα ο κ. Καλτσώνης, ενώ ο κ. Λαζαρίδης αρνείται να γίνει «συνένοχος σε αυτό έγκλημα που διαπράττει διαπράττει η κυβέρνηση».
«Ερημοποίηση των περιφερειακών τμημάτων»
Από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου η κα. Τίνα Ζορμπαλά, Επίκουρη Καθηγήτρια συνομιλεί με το Πάντειο, την Φιλοσοφική, τη Νομική, το ΕΜΠ και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και περιγράφει τον κίνδυνο ερημοποίησης των περιφερειακών ιδρυμάτων, λέγοντας ότι «στο πανεπιστήμιο Αιγαίου από 3.800 που εισήχθησαν το 2020, το επόμενο χρόνο που εφαρμόστηκε η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) το 2021 οι εισακτέοι μειώθηκαν στους 2.300, δηλαδή μιλάμε για μια μείωση της τάξης του 40%. Στα 6 νησιά που βρίσκεται το πανεπιστήμιο, ενώ το κόστος ζωής είναι μικρότερο, τα πανάκριβα αεροπορικά και ακτοπλοϊκά εισιτήρια, τα υποβαθμισμένα νοσοκομεία, η ανύπαρκτη πρωτοβάθμια υγεία, η υποβαθμισμένη φοιτητική μέριμνα είναι παράγοντες ώστε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στις πόλεις θα είναι πιο ελκυστικά από τα πανεπιστήμια του Αιγαίου».
«Στρατηγική επιλογή της Δεξιάς οι διαγραφές και η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ήδη από τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ένα ερώτημα είναι, γιατί ενδιαφέρονται οι νεοφιλελεύθερες και γενικά οι αστικές κυβερνήσεις για τα ιδιωτικα πανεπιστήμια;» διερωτάται ρητορικά η ίδια και απαντάει:
«Αρχικά, είναι στρατηγική επιλογή η ενίσχυση του ιδιωτικού κεφαλαίου, κάτι που βλέπουμε και στον τομέα της Υγείας και των Συγκοινωνιών, στην Ενέργεια, με καταστροφικές συνέπειες στο σώμα των εργαζομένων με χαμηλά εισοδήματα», αλλά και ο «ιδεολογικός λόγος, οι φοιτητές ως πελάτες, σκεπτικό που θέλει να περάσει και στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Ενοχλεί που το δημόσιο πανεπιστήμιο παραμένει ένας ελεύθερος χώρος διακίνησης ιδεών».
Οι διαγραφές είναι «παλιά ιστορία» – «Όταν ένας νόμος είναι άδικος και η κοινωνία αντιτάσσεται σε αυτόν ναι, μπορεί και πρέπει να μην εφαρμοστεί»
«Το θέμα των διαγραφών έχει παλιά ιστορία, ήταν μία από τις βασικές διατάξεις του νόμου 815 του 1978 εναντίον του οποίου έγινε το κύμα των φοιτητικών καταλήψεων του 1989 και αυτός ο νόμος τελικά δεν εφαρμόστηκε» υπενθυμίζει ο κ. Νικολόπουλος, επιμένοντας ακριβώς ότι υπάρχει ελπίδα ξανά να μην εφαρμοστεί το μέτρο.
Αναφερόμενος, σε μια προσωπική του εμπειρία αλλά καταλήγοντας σε κάτι απόλυτα, κοινωνικό, ο κ. Καλτσώνης λέει ότι τον νόμο αυτόν κάποτε τον έκανε διπλωματική, διατυπώνοντας το συμπέρασμα πως «όταν ένας νόμος είναι άδικος και η κοινωνία αντιτάσσεται σε αυτόν ναι πρέπει και μπορεί να μην εφαρμοστεί».
Τελικά, κρατάμε τα λόγια κ. Τέλη Τύμπα: «Νομίζω ότι ζούμε μπροστά σε πρωτοφανής προκλήσεις, χρειαζόμαστε όσο ποτέ κοινωνίες με νέους ανθρώπους που θα έχουν την μέγιστη δυνατή μόρφωση, δεν είναι οι στιγμές για να λες “θα διαγράψω 300.000-35.000 νέους ανθρώπους, το αντίθετο, χρειαζόμαστε πόρους για να σπουδάσουν αυτοί οι άνθρωποι και να συζητήσουμε μαζί σας πώς θα γίνουν πιο ελκυστικές οι σπουδές σας» και συγκινεί με το «κι εμείς από κοντά σας, να δούμε πως θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλίσεις. Είναι εξαιρετικά λάθος αυτό που γίνεται από κάθε άποψη, εγώ θα έλεγα κι εντελώς επικίνδυνο για το μέλλον τον κοινωνιών μας».