Μικτή τεχνική
Γιώργου Μικάλεφ

Επιμέλεια: Δημήτρης Λαμπρόπουλος

Η Ουλρίκε Μάινχοφ ήταν Γερμανίδα δημοσιογράφος και από το 1970 ιδρυτικό και ηγετικό μέλος της ακροαριστερής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), που έδρασε στη Δυτική Γερμανία. Το 1970 συνέβαλλε στην απελευθέρωση του Αντρέας Μπάαντερ (Andreas Baader) από την φυλακή και το 1972 σε πέντε βομβιστικές επιθέσεις που άφησαν τέσσερις νεκρούς. Συνελήφθη το 1972 και στις 9 Μαΐου του 1976 η Ούλρικε Μάινχοφ θα βρεθεί κρεμασμένη στο κελί 719 των φυλακών υψίστης ασφαλείας στο Στάμχαϊμ της Στουτγάρδης.

Η Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1934 στο Όλντεμπουργκ. Όταν γνωρίστηκαν οι γονείς της, ήταν σαν να συγκρούστηκαν δύο κόσμοι. Στη μία πλευρά βρίσκονταν οι Γκούτχαρντ, ένθερμοι σοσιαλιστές, και στην άλλη οι Μάινχοφ, εθνικόφρονες και φανατικοί προτεστάντες, που σύντομα θα εξελίσσονταν σε παθιασμένους ναζί. Ως μαθήτρια ήταν εξαιρετικά επιμελής, διάβαζε πολλά βιβλία, αγαπούσε την όπερα, έπαιζε βιολί.

Το 1949, όταν πέθανε η μητέρα της -ήδη είχε πεθάνει ο πατέρας της–, την κηδεμονία της Ουλρίκε και της μεγαλύτερης αδελφής της Βήνκε, οι οποίες μεγάλωσαν με χριστιανικές αρχές, ανέλαβε η Ρενάτε Ρήμεκ, καθηγήτρια σε παιδαγωγική ακαδημία. Στη διάρκεια των σπουδών της στα Παιδαγωγικά, στη Γερμανική Φιλολογία, στην Ψυχολογία και στην Ιστορία της Τέχνης άρχισε να θαυμάζει τις ιδέες του Καρλ Μαρξ και να αισθάνεται συμπάθεια για τη Σοβιετική Ένωση, που φρόντιζε να αποκρύπτει.

Το 1956 τη βρίσκουμε ειρηνίστρια, αντίθετη με τον επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μέλος μιας κίνησης κατά των πυρηνικών όπλων, αρθρογράφο σε ένα φοιτητικό περιοδικό και μια ευαγγελική επιθεώρηση. Ενθουσιασμένη από τη συλλογική δουλειά, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή της στον αγώνα για τη βελτίωση της κοινωνίας. Το 1958, σε μια εκδήλωση κατά των πυρηνικών όπλων, γνώρισε τον Ράινερ Ρελ, αρχισυντάκτη του δημοφιλούς φοιτητικού περιοδικού του Αμβούργου Konkret. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή της, μίλησε σε συλλαλητήριο, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως η νέα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Για να έχει πολιτική κάλυψη, προσχώρησε στο SDS, τη φοιτητική παράταξη του SPD (Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας). Σύντομα όμως τη διέγραψαν, οπότε έγινε μέλος του ΚPD, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, που είχε δεσμούς με το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, και συντάκτρια του konkret. Ο γάμος της με τον Ράινερ Ρελ το 1961 είχε συνέπεια να γίνει αρχισυντάκτρια του περιοδικού, ενώ απέκτησε και δύο κόρες, τη Ρεγκίνε και την Μπετίνα.

Η δεκαετία του ’60 ήταν γεμάτη γεγονότα που καθόρισαν τη μελλοντική πορεία της Μάινχοφ. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι διαδηλώσεις των Αμερικανών φοιτητών έκαναν τους Γερμανούς νέους να δραστηριοποιούνται συνεχώς. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και η εγκαθίδρυση ενός ακόμα δικτατορικού καθεστώτος, μετά την Πορτογαλία και την Ισπανία, προβλημάτισε τη Μάινχοφ, που φοβήθηκε πως το ίδιο μπορούσε να συμβεί και στην πατρίδα της.

Το Φεβρουάριο του 1970, ενώ είχε αρχίσει την παραγωγή μιας τηλεοπτικής ταινίας σε δικό της σενάριο, με θέμα τις σκληρές συνθήκες ζωής σε ένα άσυλο κοριτσιών (με τίτλο «Bambule»), φιλοξένησε στο σπίτι της ένα ζευγάρι νεαρών, τους Αντρέας Μπάαντερ και Γκούντρουν Ένσλιν, που κρύβονταν έπειτα από την καταδίκη τους σε 3 χρόνια φυλάκιση για τον «συμβολικό» εμπρησμό ενός πολυκαταστήματος στην Φρανκφούρτη. Η Μάϊνχοφ τους είχε γνωρίσει προ μηνών, στα πλαίσια της από πλευράς της δημοσιογραφικής κάλυψης της δίκης τους, μαζί με τους συγκατηγορουμένους τους Θόρβαλντ Προλ και Χορστ Σένλαϊν.

Στις 4 Απριλίου, ο Μπάαντερ συνελήφθη σε ένα αστυνομικό μπλόκο και οι σύντροφοί του ανέλαβαν την ένοπλη απελευθέρωσή του. Η επιχείρηση έγινε στις 14 Μαϊου, ο κρατούμενος απελευθερώθηκε, όμως από έναν μασκοφόρο άνδρα, που ποτέ δεν έγινε γνωστή η ταυτότητά του, τραυματίστηκε σοβαρά ο 64χρονος υπάλληλος του «Γερμανικού Κεντρικού Ινστιτούτου για Κοινωνικά Ζητήματα» («Deutsches Zentralinstitut für Soziale Fragen») Γκέοργκ Λίνκε (Georg Linke). Η Μάϊνχοφ, που για άγνωστους λόγους είχε συμμετάσχει στο 4μελές «κομάντο» της απελευθέρωσης, βρέθηκε ξαφνικά στην παρανομία, με πιστοποιημένη την ταυτότητά της από την αφημένη στον τόπο του κτυπήματος τσάντα της. Η προβολή της ταινίας της, που ήταν προγραμματισμένη από το κανάλι ARD στις 24 Μαΐου, ακυρώθηκε.

Μετά την απελευθέρωση του Μπάαντερ, τον Αύγουστο του 1970, ανακοίνωσε την ίδρυσή της η ένοπλη οργάνωση RAF «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (Rote Armee Fraktion), μεταξύ των ιδρυτών της οποίας (Μπάαντερ, Ένσλιν, Χορστ Μάλερ, Χόλγκερ Μάϊνς, Ίνγκριντ Σούμπερτ, Μπριγκίτε Άσντονκ, Πέτρα Σελμ, Γιαν – Καρλ Ράσπε, κ.ά.) ήταν και η Μάϊνχοφ. Το πρώτο μανιφέστο της ομάδας γράφτηκε κυρίως από την Μάϊνχοφ. Παρουσίασε την έννοια του «αντάρτικο πόλης» και αποτελούσε μια άκριτη υιοθέτηση των θεωριών της Νότιας Αμερικής για τον πολεμικό αγώνα των αστικών ανταρτών. Το στρατηγικό του μήνυμα ήταν να προκαλέσει το κράτος να ενεργοποιήσει το κρυμμένο κατασταλτικό δυναμικό του, τον «λανθάνοντα φασισμό» του, προκειμένου να εξαλείψει τη δημοκρατική του νομιμότητα και να φέρει επανάσταση στις «εργατικές μάζες». Η RAF ισχυρίστηκε ότι ασκεί “αντι-βία” στην παράδοση της αντιφασιστικής αντίστασης. Η πρακτική του κυριαρχείται από την υπεροχή της στρατιωτικής δράσης και από την απολυτότητα του “όλα ή τίποτα” που ο Baader διατύπωνε ως «νίκη ή θάνατος».

Καθ' όλη τη διάρκεια του 1970 και του 1971 η ομάδα έκανε πρωτοσέλιδα μέσω πολυάριθμων τραπεζικών επιδρομών και μάχες στο δρόμο με την αστυνομία. Τον Μάιο του 1972 η RAF κλιμάκωσε τον αγώνα της, ξεκινώντας ένα μαζικό κύμα επιθέσεων με ωρολογιακές βόμβες ενάντια σε στόχους, όπως η έδρα του Πέμπτου Σώματος Στρατού των ΗΠΑ στη Φρανκφούρτη και η Αμερικανική Κεντρική Μονάδα Στρατού (USAREUR) στη Χαϊδελβέργη. Περισσότεροι από 20 άνθρωποι τραυματίστηκαν και τέσσερις αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν. Η RAF είδε τον βομβαρδισμό ως άμεση στρατιωτική υποστήριξη για τον «απελευθερωτικό αγώνα του βιετναμέζικού λαού», ορίζοντας τον εαυτό του ως σύμμαχο των απελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο.

Σύλληψη και δίκη

Η μεγαλύτερη αστυνομική έρευνα στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη των Μπάαντερ, Μάϊνχοφ, Ένσλιν και άλλων σκληροπυρηνικών μελών της ομάδας τον Ιούνιο του 1972. Ο Μπάαντερ, η Μάϊνχοφ και οι άλλοι κατηγορήθηκαν για δολοφονία, ληστεία, και ίδρυση  «εγκληματικής οργάνωσης». Η δίκη Μπάαντερ – Μάϊνχοφ στο δικαστήριο υψηλού επιπέδου στην Στουτγγάρδη ξεκίνησε στις 21 Μαΐου 1975 και διήρκεσε μέχρι τις 28 Απριλίου 1977, όταν όλοι καταδικάστηκαν σε δια βίου φυλάκιση. Ήταν το μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό που είχε δει η χώρα από το 1945 (κανένας από τα μέλη των Ες Ες, κανένας εγκληματίας πολέμου δεν είχε καταδιωχθεί με τόση λύσσα, έγραψε μάλιστα η βιογράφος της Μάϊνχοφ και βουλευτής των «Πρασίνων» Γιούτα Ντίτφουρτ).

«Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος!»

Όταν έγινε η δίκη της Μάινχοφ, τα ψυχικά και σωματικά αποθέματά της είχαν εξαντληθεί. Εντούτοις, όταν τον Μάιο του 1976 την επισκέφτηκε στις φυλακές Σταμχάιμ στη Στουτγάρδη, η αδελφή της τής είπε: «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος!».

Στις 7 Μαΐου την επισκέφθηκε ένας Ιταλός, συνήγορος των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών, μεταφέροντάς της την επιθυμία για επικοινωνία μεταξύ των δύο οργανώσεων.

Ήταν ο τελευταίος επισκέπτης της, διότι στις 9 Μαΐου βρέθηκε στο κελί της απαγχονισμένη, με μια θηλιά στα κάγκελα του κιγκλιδώματος. Η επίσημη θέση για τον θάνατό της ήταν η αυτοκτονία, ωστόσο οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συνήγοροι μίλησαν για δολοφονία.

ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Όπως αποκαλύφθηκε το φθινόπωρο του 2002, μετά από έρευνες της θυγατέρας της Μπετίνα, ο εγκέφαλος της Μάϊνχοφ είχε αφαιρεθεί και διατηρηθεί σε φορμαλδεϋδη, ως αντικείμενο νευρολογικής έρευνας γύρω από το ζήτημα της υιοθεσίας της βίας («αναζητώντας εναγωνίως την “λυδία λίθο” της τρομοκρατίας» – να σημειωθεί ότι ο πρώτος που «ερεύνησε» τον κλεμμένο εγκέφαλο, ένας νευρολόγος του Πανεπιστημίου του Τύμπιγκεν, ονόματι Γίργκεν Πφάϊφερ είχε αποφανθεί πως η Μάϊνχοφ είχε το ακαταλόγιστο!). Το σκάνδαλο είχε ως αποτέλεσμα να διαταχθεί τελικά από την εισαγγελία της Στουτγγάρδης η αποτέφρωση του εγκεφάλου και η παράδοση της στάχτης στους συγγενείς της, η οποία τάφηκε μαζί της στο Μαρίεντορφ στις 19 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Θεατρικός μονόλογος που έγραψαν μαζί ο Ντάριο Φο και η Φράνκα Ράμε

ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε

ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάϊνχοφ

ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού

ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών

…Ναι! Είμαι παντρεμένη.

Έκανα δύο παιδιά με καισαρική.

Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος

ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα

Είμαι τέσσερα χρόνια στη φυλακή, σ’ ένα μοντέρνο κάτεργο, ενός σύγχρονου κράτους. Το έγκλημα;

Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.

Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια. Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρετε τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης.

Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεων μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να’ λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ ένα τάφο.

Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον –λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.

ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή.

Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω.

Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου.

Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου.

Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.

Έντονη επιθυμία για εμετό.

Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου.

Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορυπαντινό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω.

Προσπαθώ να το συναρμολογήσω.

ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ.

Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ!

Να λοιπόν που σκέφτομαι!

Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι!

Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι συντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε.

Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα.

Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο!

Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί.

Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο.

Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια.

Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες.

Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι. Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε.

Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα.

Και με κλείσατε σ’ αυτό το ενυδρείο γιατί:

Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά από τις γυναίκες σας –θλιβερό καρναβάλι. Όχι!

Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι!

Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε.

Α! Να λοιπόν!

Ένας ελαφρός θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή.

Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονό μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους.

Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: Τούρκοι, Ισπανοί, Έλληνες, Άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.

Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων.

Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύεται την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι την Ουρλίκε Μαϊνχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι! Ναι! Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μαϊνχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα.

Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται!

Ναι απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο.

Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους.

Με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο.

Η Ουλρίκε Μάινχοφ πέρασε στην αιωνιότητα και στον μύθο, καθώς αρνήθηκε να ενσωματωθεί πλήρως στο κυρίαρχο σύστημα, ως μια γυναίκα που, παρά τις προσπάθειές της, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις συχνά απάνθρωπες απαιτήσεις και συνθήκες δράσης μιας παράνομης οργάνωσης.