«Ωστόσο, το προτεινόμενο από το νομοσχέδιο πλαίσιο, περιλαμβάνει πολλά προβληματικά σημεία» αναφέρει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών στην ανακοίνωσή του για το εργασιακό νομοσχέδιο του Κωστή Χατζηδάκη, αφού προηγουμένως έσπευσε να αποδώσει τα εύσημα στο υπουργείο Εργασίας για σειρά ρυθμίσεων που αυτό προβλέπει, όπως η κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 190, της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 187, η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας της ΕΕ 2019/1158, και άλλες.

Εκτός αυτών, ο ΣΕΒ αναφέρεται σε «πολλές από τις διατάξεις του χαρακτηρίζονται από ασάφειες», για τις οποίες τονίζει πως «έχουν νομικά και ερμηνευτικά προβλήματα και προκαλούν πρόσθετο διοικητικό βάρος που είναι ασύμβατο με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, το οποίο θα λειτουργήσει τόσο εις βάρος των επιχειρήσεων, όσο και των εργαζομένων». Μερικές εξ αυτών, αφορούν την ψηφιακή κάρτα, για την οποία παρότι παραδέχονται πως έχει νομοθετηθεί από το 2011, διεκδικούν να μην ισχύσει ούτε σήμερα.

Ακόμα, διαμαρτύρονται για την «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», όχι φυσικά για το γεγονός πως οδηγεί τους εργαζόμενους -επί της ουσίας- σε απλήρωτες υπερωρίες τις οποίες θα «πληρώνονται» με ρεπό, αλλά επειδή απαιτούν η «διευθέτηση» να γίνεται κατ’ εντολήν των εργοδοτών, μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων.

«Καλά κάνουμε» και «ρεπό αντί για χρήματα» οι απαντήσεις Χατζηδάκη για το νομοσχέδιο

Πιο συγκεκριμένα, στην ανακοίνωσή του ο ΣΕΒ εντοπίζει την κριτική του στα εξής σημεία:

  • Η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, που είναι ένα μέτρο που νομοθετήθηκε για πρώτη φορά το 2011, ενώ μπορεί να συμβάλλει στην προσπάθεια ελέγχου της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας, απαιτεί πολλές επιμέρους διευκρινήσεις και προσδιορισμό λεπτομερειών σχετικά με την ορθολογική εφαρμογή της, καθώς και την απαλλαγή των επιχειρήσεων από το γραφειοκρατικό και διοικητικό βάρος που προκαλεί το υφιστάμενο πλαίσιο του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, με τρόπο πάντα που διασφαλίζει τον εργαζόμενο.
  • Η πρόταση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν λαμβάνει υπόψη τις ευρωπαϊκές πρακτικές, τις πραγματικές λειτουργικές ανάγκες των επιχειρήσεων και τα σύγχρονα οργανωτικά μοντέλα, αλλά και τις ανάγκες των ίδιων των εργαζομένων, αφού οι επιχειρήσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να προτείνουν στους εργαζόμενους τους διευθέτηση του χρόνου εργασίας τους, κατά τρόπο που και οι δύο πλευρές να μπορούν να επωφεληθούν από τα ευεργετικά αποτελέσματα μίας τέτοιας ρύθμισης.
  • Το προτεινόμενο πλαίσιο για την τηλεργασία απέχει από τις ευρωπαϊκές πρακτικές, την πρόσφατη συμφωνία των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων για την ψηφιοποίηση της εργασίας και δυσχεραίνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επιχειρήσεις στερούνται το δικαίωμα της εφαρμογής συστήματος τηλεργασίας βάσει των επιχειρησιακών και οργανωτικών αλλαγών τους, με όρους προφανώς ευελιξίας και συμφιλίωσης του επαγγελματικού και ιδιωτικού χρόνου των εργαζομένων τους.
  • Εισάγονται ριζικές αλλαγές στο δίκαιο της καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, οι οποίες θα δημιουργήσουν σοβαρά δικονομικά προβλήματα.

Καταλήγοντας, ο ΣΕΒ σημειώνει πως «η εργασιακή μεταρρύθμιση οφείλει να συμβάλλει στη βελτίωση του εργασιακού και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, χωρίς, όμως, να επιφέρει πρόσθετα άμεσα και έμμεσα οικονομικά και λειτουργικά βάρη στις επιχειρήσεις και ειδικά στις μικρομεσαίες, που επηρεάζουν σημαντικά τη δυνατότητά τους να παραμένουν παραγωγικές, αποτελεσματικές και ανταγωνιστικές», ζητώντας να εισακουστούν οι παραπάνω απαιτήσεις του. Μάλιστα, σε πλήθος δημοσιευμάτων του συστημικού Τύπου, η ανακοίνωσή τους μεταφέρεται αυτούσια, με την σημείωση πως το νομοσχέδιο Χατζηδάκη θα προωθηθεί στη Βουλή «με διορθώσεις», προδικάζοντας μάλλον πως θα εισακουστούν τα αιτήματά τους.

«Επίκεντρο κάθε εργασιακής μεταρρύθμισης πρέπει να είναι η ενδυνάμωση των σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στους εργαζόμενους και στις επιχειρήσεις, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της οικονομίας μας να προοδεύει, προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας» καταλήγει ο ΣΕΒ.