Σε εξέλιξη βρίσκονται οι καταθέσεις για την πυρκαγιά στο Μάτι, με τις μνήμες όσων βίωσαν την απόλυτη καταστροφή το καλοκαίρι του 2018 να ζωντανεύουν μέσα στη δικαστική αίθουσα. Αφού ολοκληρωθούν οι καταθέσεις τους, σειρά έχουν οι πραγματογνώμονες για να φωτίσουν όλες τις σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης.

Η πρώην πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, καταθέτοντας στη σημερινή δικάσιμο, έστρεψε τα βέλη της τόσο προς το Περιφερειακό Συμβούλιο που συνεδρίασε για μέρες μετά την τραγωδία αλλά και ειδικά προς τη Ρένα Δούρου. «Μέχρι τις 4 Αυγούστου κρυβόταν. Στην πρώτη της δήλωση που ήταν συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών, που  δημοσιεύτηκε 11 μέρες μετά το έγκλημα, η κα. Δούρου επικαλείται την Ξένη Δημητρίου Βασιλακοπούλου, τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία μάλλον ήταν αποκούμπι των κατηγορουμένων που την είχαν διορίσει. Είπε λοιπόν η κα. Δούρου ότι απέστειλε σ’ εκείνη έγγραφο σημείωμα για την υπόθεση, το οποίο όμως δεν έχει δημοσιευτεί πουθενά. Η εισαγγελέας συμμετείχε στην αυτοψία στις 3 Αυγούστου 2018 και μέχρι να αρχίσουν να δημοσιοποιούνται παράπονα και ερωτήματα θυμάτων και δημοσιογράφων, δεν ενεργούσε για την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης. Mάλιστα, η συγκεκριμένη εισαγγελέας, αργότερα, έφτασε και στο σημείο να εκδώσει ανακοίνωση στην οποία έλεγε στους πληγέντες να την καλέσουν στο τηλέφωνο και να κλείσουν ραντεβού για συνάντηση ώστε να τους αποδείξει την ακλόνητη προσπάθεια της να αποδοθούν ευθύνες» είπε.

Μάλιστα, στην κατάθεσή της κατήγγειλε πως ο σύντροφος της Ρ. Δούρου προσπάθησε, στα διαλείμματα δίκης, να πλησιάσει τα θύματα, δίνοντας τους δήθεν έγγραφα ότι δεν ευθύνεται η περιφέρεια και η κα. Δούρου, χωρίς να τους λέει ποιος είναι –είπε ότι είναι ο σύντροφος της Ρ. Δούρου μόνο όταν ρωτήθηκε από τα θύματα.

Για τις τότε κινήσεις της πυροσβεστικής, υπογράμμισε την παραδοξότητα του ότι «οι ενεχόμενοι της πυροσβεστικής επέλεγαν τα κινητά τους για να επικοινωνούν εκείνη την ώρα κι όχι το εσωτερικό σύστημα επικοινωνίας που καταγράφει τα πάντα». Στο στόχαστρο και οι κινήσεις της αστυνομίας. «Καταθέσαμε υπόμνημα, μετά τη μηνυτήρια αναφορά, για κακούργημα έκθεσης κατά συρροή αθώων θυμάτων και επιζώντων που υπέστησαν ζημιές, έχασαν οικεία πρόσωπα. Ζητήσαμε συνάντηση με τον κ. Ντογιάκο, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ανάμεσά μας και θύματα. Η πρώτη αντίδραση του κ. Ντογιάκου για την υπόθεση ήταν “ποιος ευθύνεται που έστελναν αυτοκίνητα μέσα την ώρα της φωτιάς;”. “Οι αστυνομικοί” απάντησαν οι κάτοικοι. “Ε, αυτοί πρέπει να κατηγορηθούν” είπε αυθόρμητα. Είναι περίεργο που ο ίδιος μετά εξέδωσε απορριπτική κρίση αντίθετο απ’ αυτό που είπε και τελικά πρότεινε απαλλαγή των αστυνομικών».

Eιδική αναφορά έκανε στους κατηγορούμενους που …αναβαθμίστηκαν και πλέον κάνουμε λόγο για υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. «Ο κ. Κολοκούρης (τότε διοικητής της 1ης ΕΜΑΚ) μέχρι και το 2021 ήταν αρχηγός της πυροσβεστικής. Ο κ. Λάμπρης που πετούσε με το συντονιστικό στην περιοχή και αποχώρησε την ώρα που έπρεπε να παραμείνει και πήγε στην Ελευσίνα ΄να βάλει καύσιμα΄, σήμερα είναι επιτελάρχης, τρίτος στην τάξη στην πυροσβεστική. Επιβραβεύονται από το πολιτικό σύστημα , κάποιος τους προστατεύει». Υπογραμμίζει μάλιστα πως «η σημερινή κυβέρνηση δια του νομικού συμβουλίου του κράτους ισχυρίζεται δημοσίως πως τα θύματα έχουν συνυπαιτιότητα σε ποσοστό μέχρι και 99%».

Οι «ανεπαρκείς» κι «αντιφατικές» απολογίες της πυροσβεστικής

Σχετικά με τη μετέπειτα πολιτική διαχείριση του θέματος και σε επικοινωνιακό επίπεδο, ανέφερε: «Στην πρώτη συνέντευξη τύπου που δίνουν οι κ.κ. Τζανακόπουλος, Τόσκας, Τερζούδης, Τσουβάλας, η επίσημη αρχική θέση της πυροσβεστικής, δια στόματος κ. Τερζούδη, ήταν ότι υπήρξε εισήγηση για εκκένωση. Μετά, είπε ότι τελικά δεν ήταν εισήγηση αλλά συμβουλή. Και μετά ανέλυσε γιατί ΔΕΝ μπορούσε να γίνει εκκένωση. Η επίσημη θέση της κυβέρνησης, δια στόματος Τζανακόπουλου, στις 26 Ιουλίου, ήταν ότι η εκκένωση ήταν αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης και όχι της πυροσβεστικής. Υπάρχουν πολύ σοβαρά συμφέροντα για τη συγκάλυψη του εγκλήματος».

Συνέχισε, δε: «Σ’ εκείνη τη συνέντευξη Τύπου ακούσαμε ότι”οργανώσαμε εκκένωση και στείλαμε λεωφορεία τα οποία ανακαλέσαμε 1.40 το βράδυ, γιατί κανείς δεν ήθελε να πάει”. Το διανοείστε ότι αυτό ειπώθηκε; Ότι δηλαδή εκείνη την ώρα οι καμμένα, εγκαυματίες, τραυματίες δεν ήθελαν να εκκενώσουν και να εγκαταλείψουν;».

«Μας λένε ότι δεν προλάβαιναν να κάνουν κάτι γιατί η φωτιά, λέει, κινούταν γρήγορα, ενώ εκείνοι -οι αρμόδιοι- δεν είχαν λάβει καμία από τις πρόνοιες, ούτε ετοιμότητα μέσων υπήρχε, ούτε εναέρια επιτήρηση, ούτε την κρίσιμη ώρα κάποιο πυροσβεστικό προσήλθε στο Μάτι» προσέθεσε και παρέθεσε τα λεγόμενα του κ. Τερζούδη σ’ εκείνη τη συνέντευξη. «Δεν μπορούσαν να εκκενώσουν γιατί δεν μπορούσαν να έρθουν τόσα λεωφορεία να χωρέσουν 20.000 κάτοικοι. Έτσι είπε ο κ. Τερζούδης. Αυτή ήταν η επίσημη θέση της πυροσβεστικής και το άλλο επιχείρημα ήταν ότι για να φύγουν από την περιοχή οι άνθρωποι θα έπρεπε να διανύσουν πάνω από 4 χμλ και ανάλογα με τον χρονικό μ.ο. που ένας άνθρωπος διανύει ένα χιλιόμετρο, υπολόγισαν πως θα χρειάζονταν 44 λεπτά για να φύγει ένα κάτοικος, ενώ η φωτιά εξελίχθηκε σε μισή ώρα. Αυτά είπαν… » σημείωσε σε έντονο τόνο η Ζ. Κωνσταντοπούλου και ζήτησε να γίνει άμεσα άρση απορρήτου των τηλεπικοινωνιών των αρμοδίων.

Όπως καταγράφει το Δίκτυο Πολιτών και Φορέων από το Βαρνάβα έως το Βουτζά, δεν είχε γίνει καθαρισμός ξερών, δεν είχε γίνει συντήρηση του πυροφυλακείου, οι κρουνοί δε λειτουργούσαν (κόπηκε το ρεύμα και σε πολλές περιπτώσεις και το νερό). «Και τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η πρόεδρος της έδρας αφήνοντας έκπληκτους και τη μάρτυρα Ζ. Κωνσταντοπούλου και το ακροατήριο. Το Δίκτυο καταγράφει, επίσης, πως δεν είχε γίνει υλοτόμηση, δρόμοι σε άθλια κατάσταση που αποτελούν αιτίες θανάτου, ενώ τονίζει πως ούτε μετέπειτα έγινε κάτι για όλα αυτά.

«Αν παραμείνουν ανέλεγκτοι και αθώοι αυτοί, όσοι συμβάλλουν σ’ αυτή την απόφαση θα είναι ένοχοι/συνένοχοι της επόμενης τραγωδίας» κατέληξε η κα. Κωνσταντοπούλου.

Σημείο άξιο αναφοράς στη σημερινή δικάσιμο ήταν πως η πρόεδρος διέκοπτε -δικονομικά- πολλές φορές τη μάρτυρα. Μάλιστα όπως παρατήρησε η κα. Κωνσταντοπούλου και της σχολίασε, «κάθε φορά που πάω να πω κάτι για κάποιον υψηλά ιστάμενο που εμπλέκεται με διακόπτετε». Το ακροατήριο αντιδρούσε λέγοντας συνεχώς στην πρόεδρο να αφήσει την μάρτυρα να καταθέσει και πως είναι σημαντικά όσα λέει.