Ενώ χθες πραγματοποιήθηκε η πορεία των εποίκων με σημαίες στην Ιερουσαλήμ, γεμάτη ρατσισμό και εβραϊκή υπεροψία που αντανακλά το όραμα της κυβέρνησης κατοχής, και ενώ συνεχίζονται οι σφαγές στη Γάζα, διεξάγονται αυτές τις ημέρες παρασκηνιακές, μη ανακοινωμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Χαμάς, υπό αιγυπτιακή και καταρινή μεσολάβηση. Οι διαπραγματεύσεις βασίζονται σε ένα έγγραφο που φέρεται να συνέταξε ο Παλαιστίνιος ερευνητής Μπασάρα Μπαχμπάχ σε συντονισμό με τον Αμερικανό απεσταλμένο Γουάιτκοφ, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές.

του Μαρουάν Τουμπασι*

Αυτές οι εξελίξεις —για τις οποίες οι πληροφορίες είναι αντικρουόμενες— έρχονται εν μέσω της συνεχιζόμενης ισραηλινής γενοκτονίας στη Γάζα, του εθνοκαθαρισμού και της καταστροφής των προσφυγικών καταυλισμών στη Δυτική Όχθη, της αδράνειας της παλαιστινιακής πολιτικής πορείας, καθώς και της στασιμότητας του μετα-7ης Οκτωβρίου πλαισίου. Παρά τη νομιμότητα της αντίστασης, λανθασμένοι υπολογισμοί και η αποτυχία κατανόησης της ουσίας του σιωνιστικού κινήματος —που δεν αποδέχεται καμία πολιτική πορεία που να οδηγεί στην αυτοδιάθεση και την ελευθερία του λαού μας— έχουν οδηγήσει σε αποδυνάμωση της λαϊκής εμπιστοσύνης στις πολιτικές αναμονής, στη σιωπή, και στην αραβική και διεθνή επίσημη στάση.

Η ανάλυση αυτών των εξελίξεων απαιτεί πολιτική επίγνωση πέρα από τους δημοσιογραφικούς τίτλους. Δεν πρόκειται απλώς για προσπάθεια τερματισμού του πολέμου ή αναζήτησης ανθρωπιστικών διευθετήσεων· το ζήτημα αφορά την ίδια τη φύση του παλαιστινιακού εθνικού απελευθερωτικού προγράμματος και το μέλλον της υπόθεσής μας στο σύνολό της.

Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις δεν αποτελούν αναγνώριση της Χαμάς ή αλλαγή στην παραδοσιακή αμερικανική στάση. Αντιθέτως, πρόκειται για προσπάθεια εργαλειοποίησης της Χαμάς μέσω του διεθνούς κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων στο πλαίσιο λειτουργικών διευθετήσεων για τον έλεγχο της Γάζας μετά τον πόλεμο — μια εμπειρία που θυμίζει την «Αραβική Άνοιξη» και την αποδόμηση των εθνικών κρατών, ως βήμα για την υλοποίηση του νέου σχεδίου για τη Μέση Ανατολή, το οποίο εξελίσσεται σήμερα μέσα από νέα δεδομένα.

Στο παλαιστινιακό επίπεδο, αυτό μοιάζει με το σενάριο της «διοικητικής αυτονομίας» —μια μακροχρόνια εκεχειρία, με τοπική διοίκηση και εξωτερική χρηματοδότηση, χωρίς καμία δέσμευση για συνολική πολιτική λύση ή τερματισμό της κατοχής.

Αυτές οι διευθετήσεις στοχεύουν στη μετατροπή της Γάζας σε ξεχωριστή οντότητα με αστυνομική και οικονομική διαχείριση, ενώ η κατοχή συνεχίζει το εποικιστικό και εβραϊκό της πρόγραμμα στη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ, εμπεδώνοντας ένα σύστημα γεωγραφικών θυλάκων («μπαντουστάν»), που ενδέχεται να λάβουν μορφή διευρυμένης αυτοδιοίκησης — υπό τον απόλυτο έλεγχο της κατοχής σε γη, σύνορα, πηγές και αέρα, διατηρώντας ταυτόχρονα και τη διχόνοια ως εργαλείο ενάντια στην παλαιστινιακή ενότητα.

Το έγγραφο που αποδίδεται στον Μπασάρα Μπαχμπάχ και φέρεται να συζητείται στις διαπραγματεύσεις προτείνει όρους που συνάδουν με αυτό το όραμα: μακροπρόθεσμη εκεχειρία, έμμεσος αστυνομικός ρόλος και πιθανές τοπικές εκλογές. Όμως, κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικά εξαιρεί τη Γάζα από το παλαιστινιακό εθνικό πλαίσιο και αναπαράγει τη διάσπαση υπό διεθνή και αραβική ομπρέλα.

Δεν πρόκειται για εθνική πρωτοβουλία, αλλά για ανακύκλωση της ιδέας του «ουδετερότητας έναντι χρηματοδότησης», ενσωματώνοντας τη Χαμάς σε ένα περιφερειακό και διεθνές σύστημα που εγγυάται την ασφάλεια του Ισραήλ. Παρόμοιο με τις προσπάθειες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Δυτική Όχθη μέσω της «πολιτικής εξημέρωσης» μέσω χρημάτων, εξομάλυνσης σχέσεων και πιέσεων στην Παλαιστινιακή Αρχή — ώστε να κατευναστεί η οργή των Αράβων χωρίς να προωθείται κανένα πραγματικό εθνικό δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού.

Η Ουάσιγκτον, το Ισραήλ και ορισμένες περιφερειακές δυνάμεις επιδιώκουν την επιβολή νέων τετελεσμένων στο έδαφος υπό τον τίτλο της «ανοικοδόμησης». Στην πραγματικότητα, στόχος τους είναι να απογυμνώσουν την παλαιστινιακή υπόθεση από τον απελευθερωτικό της χαρακτήρα και να τη μετατρέψουν σε ζήτημα ανθρωπιστικής και αστυνομικής διαχείρισης — εύκολα ελέγξιμο, μακριά από οποιαδήποτε πολιτική διαδρομή που θα οδηγούσε στο τέλος της κατοχής ή στην επίτευξη των εθνικών πολιτικών μας δικαιωμάτων.

Όλα αυτά συμβαίνουν υπό τη σκιά της απουσίας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, της οποίας ο ρόλος και η κληρονομιά έχουν πληγεί από την αρχή, της αποδυνάμωσης της Παλαιστινιακής Αρχής, της αποσύνθεσης του παλαιστινιακού εσωτερικού μετώπου λόγω της διχόνοιας, της κρίσης του πολιτικού μας συστήματος και της απουσίας ενιαίας εθνικής στρατηγικής.

Απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους, απαιτείται ένα συνολικό εθνικό σχέδιο που να βασίζεται στους εξής άξονες:

1. Πραγματική ανασυγκρότηση της ΟΑΠ σε δημοκρατική, αντιπροσωπευτική και διαφανή βάση, ώστε να επανέλθει ο ρόλος της ως εθνική αναφορά και μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος — ως όργανο δημοκρατικής εθνικής απελευθέρωσης.

2. Απόρριψη οποιασδήποτε λύσης που εδραιώνει τη διαίρεση ή μετατρέπει τη Γάζα σε ξεχωριστή οντότητα ή τη Δυτική Όχθη σε θυλάκους με παρόντες τους εποίκους.

3. Ανάπτυξη μιας συνολικής στρατηγικής αντίστασης — πολιτικής, νομικής και λαϊκής — για την αποκατάσταση των εθνικών μας δικαιωμάτων και της απελευθερωτικής φύσης της υπόθεσής μας, αξιοποιώντας το αυξανόμενο διεθνές λαϊκό κίνημα αλληλεγγύης που απομονώνει το Ισραήλ διεθνώς.

4. Αναμόρφωση της ΟΑΠ ως εθνικό μέτωπο βασισμένο στην ενότητα του λαού, της γης και του αγώνα, ώστε να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες μετατροπής του παλαιστινιακού ζητήματος σε αντικείμενο περιφερειακών διαπραγματεύσεων μεταξύ πρωτευουσών.

Αυτό που προωθείται σήμερα, μέσω αυτών των διαπραγματεύσεων —απουσία συνολικών πολιτικών διαπραγματεύσεων για τη συνολική ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση— δεν αποτελεί λύση, αλλά πολιτική παγίδα, παρόμοια με τις συνέπειες της Συμφωνίας του Όσλο, που το Ισραήλ ακύρωσε και μας οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο. Και αυτό προβλέπεται να συμβεί υπό το πρόσχημα της «εκεχειρίας» και των «ανθρωπιστικών» βοήθειών, των οποίων οι μηχανισμοί αρχίζουν ήδη να αποκαλύπτονται.

Εάν οι εθνικές και δημοκρατικές δυνάμεις δεν αναλάβουν τις ευθύνες τους —όχι μόνο σε παλαιστινιακό επίπεδο—, σύντομα μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε μια νέα παλαιστινιακή πραγματικότητα: μια Γάζα διαχωρισμένη από τη Δυτική Όχθη, και ένα παλαιστινιακό ζήτημα που θα περιορίζεται σε θέματα διαχείρισης της καθημερινότητας —χωρίς σύνδεση με την εθνική και δημοκρατική απελευθέρωση, την αξιοπρέπεια ή την πραγμάτωση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και στην ήττα του αποικιοκρατικού επεκτατικού σχεδίου του Ισραήλ στην Παλαιστίνη και την περιοχή, παρά τις διαφορές μεταξύ Νετανιάχου και Τραμπ— ο οποίος επιδιώκει την «μεγάλη συμφωνία» του, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη περιοδεία του και την κατανομή ρόλων και τιμών που ακολούθησε.

*πρώην πρέσβης της Παλαιστίνης στην Ελλάδα και συνιδρυτής του Προοδευτικού Φόρουμ για την Ελληνοπαλαιστινιακή Αλληλεγγύη