Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε δύο μεγάλα θαύματα, το γερμανικό στην Ευρώπη και το ιαπωνικό στην Ασία κάτι που θα ήταν ασύλληπτο το 1945, όταν στην Ιαπωνία έπεφταν οι πυρηνικές βόμβες και στην Ευρώπη πολλές δυνάμεις επιθυμούσαν την ολοκληρωτική καταστροφή της γερμανικής βιομηχανίας και μια επιστροφή της σε αγροτική οικονομία.

Καθώς η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε μία νέα ψυχροπολεμική φάση είναι πολύ ενδιαφέρουσα η μελέτη του καθαυτό Ψυχρού Πολέμου και η άντληση διδαγμάτων από αυτόν. Σε αυτό βοηθά πολύ το εξαιρετικά διαφωτιστικό βιβλίο του Odd Arne Westad, Νορβηγού καθηγητή Ιστορίας στα Πανεπιστήμια του Yale και του Harvard, Ο Ψυχρός Πόλεμος. Μια Παγκόσμια Ιστορία, Πατάκης, Αθήνα 2021 (μετάφραση: Δέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου, τίτλος του πρωτοτύπου: The Cold War: A World History, Allen Lane, Λονδίνο 2017). Θα σταχυολογήσω ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα από τις 611 πολύ πλούσιες σελίδες του βιβλίου που αποτελούν μία αναλυτική ιστοριογράφηση της περιόδου 1945-1991.

Τόσο ο αμερικανικός όσο και ο ρωσικός εθνικισμός είναι δύο ιδιότυποι εθνικισμοί μεσσιανικού χαρακτήρα με θρησκευτικές καταβολές αντίστοιχα στον ευαγγελικό Προτεσταντισμό και στη ρωσική Ορθοδοξία. Με αυτήν την έννοια και μπορούν να χωρέσουν εντός τους μία πανσπερμία εθνοτήτων, ενώ και οι δύο χώρες ήταν «αποικιακές» εντελώς ιδιαίτερου τύπου, καθώς αποίκισαν τις ενδοχώρες τους, ήτοι την άγρια Δύση οι Αμερικανοί και τον άγριο Βορά(Σιβηρία)-Ανατολή οι Ρώσοι αντί για υπερπόντιες κτήσεις. Για αυτόν τον λόγο και μπόρεσαν να διατηρήσουν τις αποικιακές τους αυτοκρατορίες κατά τη φάση της αποαποικιοποίησης σε αντίθεση με τις αποικιακές αυτοκρατορίες της Γηραιάς Ηπείρου (σημειωτέον ότι και οι ΗΠΑ έχουν χάσει υπερπόντιες κτήσεις τους, όπως η Κούβα, το Πόρτο Ρίκο, το Γκουάμ και τις Φιλιππίνες που κάποτε αποτελούσαν τις δικές τους αποικίες). Οι ΗΠΑ και η Ρωσία κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μεγάλες χερσαίες αυτοκρατορίες εγκεντρίζοντας τις εθνότητες σε ένα μεσσιανικό αφήγημα.

Κομβική ήταν η νίκη των κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ στην Κίνα, η οποία έδειξε ότι βασικά ο κομμουνισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι ως ένα στάδιο μετά τον καπιταλισμό στις ανεπτυγμένες χώρες, όπως ήθελε ο Karl Marx, αλλά ως ένα μέσο για τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής να εισέλθουν ταχέως στη νεωτερικότητα και τη μαζική εκβιομηχάνιση. Η επικράτηση του κομμουνισμού στην Κίνα ήρθε ως έκπληξη σε μία περίοδο όπου οι ΗΠΑ ήταν απασχολημένες με τη μεταστροφή της Ιαπωνίας. Επόμενος κομβικός ηγέτης στην Ασία είναι ο Σουκάρνο στην Ινδονησία που ακολουθεί ένα ιδιότυπο μείγμα ανεξαρτησίας, διεθνισμού, δημοκρατίας και σοσιαλισμού. Μία από τις ίσως θετικές παράπλευρες συνέπειες του Ψυχρού Πολέμου ήταν ότι ο φόβος του κομμουνισμού οδήγησε τους Αμερικανούς να ενθαρρύνουν εντόνως την αποαποικιοποίηση και την κατάρρευση των ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών από φόβο μήπως οι χώρες του Τρίτου Κόσμου ακολουθήσουν όλες την κομμουνιστική επαναστατική εναλλακτική. Η αποαποικιοποίηση, επομένως, ενθαρρύνθηκε και υπό αμερικανική ενθάρρυνση.

Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του Βιετνάμ. Το Βιετνάμ ήταν η μοναδική χώρα της Ασίας, η οποία ακολούθησε έναν συγκριτικά αμιγή κομμουνισμό ως χειραφετησιακό επαναστατικό πρόταγμα. Ήταν μία χώρα η οποία υπήρξε σε πόλεμο σχεδόν όλα τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα με τη Γαλλία 1947-1954, μετά με τις ΗΠΑ 1957-1975 και στη συνέχεια με μέρος της Καμπότζης και όμως επέδειξε, όπως και η Κίνα, μια εξαιρετική ευελιξία στη μετάβαση προς την οικονομία των αγορών, παρά το γεγονός ότι ήταν η χώρα που είχε πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη κατά τον Ψυχρό Πόλεμο από το καπιταλιστικό μπλοκ. Πρόκειται για ένα από τα αξιοπερίεργα της Ιστορίας. Ο Westad επισημαίνει το επιπλέον παράδοξο ότι η επιλογή του κομμουνισμού από την επαναστατική νεολαία του Βιετνάμ στη δεκαετία του 1940 οφείλεται και στην υψηλή γαλλική κουλτούρα της με τη συνακόλουθη στενή παρακολούθηση των ιδεών της νεωτερικότητας και δη των ριζοσπαστικών.

Οι μεγάλοι θερμοί πόλεμοι του Ψυχρού Πολέμου ήταν αυτοί της Κορέας (1950-1953), του Βιετνάμ (1957-1975) και του Αφγανιστάν (1979-1989). Συνέπειες του πολέμου της Κορέας ήταν ότι οι Κινέζοι απέκτησαν μεγάλη εμπειρία πολέμου και αυτοπεποίθηση φέρνοντας ισοπαλία με τις ΗΠΑ. Η Ιαπωνία μετετράπη από κατεχόμενη χώρα στον βασικότερο πυλώνα του αμερικανοκίνητου καπιταλισμού στην Ασία και αντιστοίχως η Δυτική Γερμανία το ίδιο στην Ευρώπη μετά την επαναστρατιωτικοποίησή της. Το παράδοξο στο οποίο οδηγήθηκε, λοιπόν, ο Ψυχρός Πόλεμος είναι ότι οι δύο μεγάλοι ηττημένοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταμορφώθηκαν τάχιστα σε οιονεί νικητές καθώς στην ανάπτυξη της βιομηχανίας τους βασίστηκαν οι ΗΠΑ για να σώσουν τον καπιταλισμό.

Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε δύο μεγάλα θαύματα, το γερμανικό στην Ευρώπη και το ιαπωνικό στην Ασία κάτι που θα ήταν ασύλληπτο το 1945, όταν στην Ιαπωνία έπεφταν οι πυρηνικές βόμβες και στην Ευρώπη πολλές δυνάμεις επιθυμούσαν την ολοκληρωτική καταστροφή της γερμανικής βιομηχανίας και μια επιστροφή της σε αγροτική οικονομία. Αυτό βεβαίως δείχνει την τεράστια ευελιξία του αμερικανικού πνεύματος που έκανε δύο ιλιγγιώδεις αντιστροφές κατά τη διάρκεια του 1945-1991, μία επί Truman με την «επιβράβευση» των ηττημένων του Β΄ Παγκοσμίου και μία επί Nixon με την απόρριψη του συστήματος του Bretton Woods και την εκκίνηση μιας πορείας που οδήγησε στη συγκριτική αποβιομηχάνιση της μακράν μεγαλύτερης βιομηχανικής χώρας του πλανήτη και στη χρηματιστικοποίηση με το βιομηχανικό κέντρο να μεταφέρεται πλέον στην Ασία.

Μία από τις παράπλευρες θετικές συνέπειες του Ψυχρού Πολέμου ήταν το κράτος πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη λόγω του φόβου του κομμουνισμού, το οποίο μετέτρεψε τους εργαζόμενους σε καταναλωτές. Μετά την επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία το 1956, το σοβιετικό μοντέλο παύει να είναι ένα ελκυστικό μοντέλο για τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και εγκαινιάζεται ο ευρωκομμουνισμός. Ωστόσο, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον κρατικού ελέγχου που διαφέρει από τον προπολεμικό ανεξέλεγκτο καπιταλισμό που είχε γνωρίσει αλλεπάλληλες κρίσεις με πιο σημαντικές αυτές της δεκαετίας του 1890 και του 1930. Η ευρωπαϊκή συναίνεση βασίστηκε στον συμβιβασμό χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών και η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκινάει ως ένα οικονομικό πρόγραμμα που εξελίσσεται σε πολιτικό. Αυτή η προτεραιότητα της οικονομικής ενοποίησης έναντι της πολιτικής και της εθνικής είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό που στοιχειώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρχής εξ ου και θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι μια πολιτική ένωση της Ευρώπης θα πρόδιδε τον χαρακτήρα της ΕΕ παρά το αντίστροφο.

Ο Ψυχρός Πόλεμος γνωρίζει μία φάση στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όπου η Σοβιετική Ένωση προηγείται στην εξερεύνηση του διαστήματος και είναι πολύ προηγμένη στις μελέτες για τον ηλεκτρομαγνητισμό, την υδροδυναμική και την κβαντική μηχανική. Το 1957 στέλνει τον πρώτο δορυφόρο σε τροχιά γύρω από τη Γη, καθώς και τον πρώτο άνθρωπο, τον Yuri Gagarin, το 1961. Κατά τον Westad το γιατί κέρδισε εντέλει το δυτικό μπλοκ πρέπει να αναζητηθεί και στο ότι η δυτική τεχνολογία (του διαστήματος, πολεμική κ.ά.) στηριζόταν οικονομικώς και από τον καταναλωτισμό, καθώς συνδεόταν με συγκεκριμένα προϊόντα που επιζητούνταν στις διεθνείς αγορές.

H σχέση της Σοβιετικής Ένωσης με την Κίνα υπήρξε ένα από τα μεγάλα ζητήματα του Ψυχρού Πολέμου από την αρχική ψυχρότητα επί Στάλιν σε μία μεγάλη θέρμη στην αρχή της διακυβέρνησης Χρουστσόφ και μια νέα ψύχρανση κατά το τέλος της. Ένα από τα σημαντικά δεδομένα που άλλαξαν τον Ψυχρό Πόλεμο, όμως, ήταν η υψηλή καπιταλιστική ανάπτυξη που πέτυχαν οι χώρες της Ανατολικής Ασίας, όπως η Ιαπωνία, αλλά και η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Σιγκαπούρη (συν το Χονγκ Κονγκ) που είχαν ολοκληρωμένες βιομηχανίες, κυβερνητική καθοδήγηση, εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και πρόσβαση στις αμερικανικές και άλλες δυτικές αγορές με προνομιακούς όρους. Ανάμεσα στο 1946 και το 1978 η Νότια Κορέα είχε λάβει εξίσου μεγάλη αμερικανική βοήθεια με ολόκληρη την Αφρική, της είχε επιβληθεί μια σκληρή στρατιωτική δικτατορία, ενώ στη δεκαετία του 1970 τα τρία τέταρτα των εξαγωγών της κατευθύνονταν στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Η κατάργηση του συστήματος Bretton Woods επί της προεδρίας του Richard Nixon έφερε ένα μεγάλο χάος στους διεθνείς συσχετισμούς, προωθώντας μακροπρόθεσμα τη χρηματιστικοποίηση και την παγκοσμιοποίηση. Το μεγάλο στοίχημα της προεδρίας του Richard Nixon ήταν να ανοίξει και η Κίνα στον καπιταλισμό, απομονώνοντας τη Σοβιετική Ένωση. Οι εμπορικές σχέσεις της Κίνας με τις ΗΠΑ εντάθηκαν κατά την προεδρία του Jimmy Carter, όταν ο Κινέζος ηγέτης Deng Xiaoping άνοιξε τη χώρα του στις αγορές. Ένα παράπλευρο δείγμα της συμμαχίας ήταν ότι η Κίνα επιτέθηκε στο Βιετνάμ, υπερασπιζόμενη το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ και το Βιετνάμ ύστερα από τη νίκη του εναντίον των ΗΠΑ το 1975 είχε την ευκαιρία να νικήσει και την Κίνα το 1979. Το Βιετνάμ υπήρξε μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση έθνους που είχε περάσει σχεδόν όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου σε πόλεμο, νικώντας μεγάλες δυνάμεις, όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Κίνα, είχε ασπαστεί έναν αμιγή τύπο κομμουνισμού, και στη συνέχεια προς το τέλος της περιόδου αυτής, ως το 1986, άνοιξε την οικονομία του στις αγορές με επίσης αξιοσημείωτη επιτυχία, βασιζόμενο στους πειραματισμούς του Deng Xiaoping στην Κίνα. O Ψυχρός Πόλεμος τέλειωσε σε μία εποχή όπου αναπτύσσονταν νέες τεχνολογίες ταχύτατα, αλλάζοντας τις οικονομικές πρακτικές και μεταφέροντας το επίκεντρο της καπιταλιστικής βιομηχανίας από τον Βόρειο Ατλαντικό στην Ανατολική Ασία όπου ήταν πιο ευχερής η εκμετάλλευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού από αυταρχικά καθεστώτα φιλικά προς τις αγορές.

Κατά ένα περίεργο παιχνίδι της τύχης, η Πολωνία ήταν η χώρα από την οποία άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν οι δυτικές δυνάμεις δεν επανέλαβαν την παθητική στάση τους έναντι όσων είχε κάνει ο Hitler στην Τσεχοσλοβακία, και παρομοίως είναι η χώρα από την οποία άρχισε το ξήλωμα του κομμουνισμού, όταν η Σοβιετική Ένωση επί Gorbachev δεν επανέλαβε την επιθετική στάση της προς την Τσεχοσλοβακία. Η Κίνα συνέχισε να έχει Κομμουνιστικό Κόμμα με τίμημα τους εκατοντάδες νεκρούς της Πλατείας Τιενανμέν, ενώ με τις επιθέσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ συνεχίστηκε ένας Ψυχρός Πόλεμος χωρίς αντίπαλο. Κατά την ανάγνωση του Westad μια «ψυχο-οικονομική» επίδραση, αυτή του καταναλωτισμού έπαιξε ρόλο και στο ξήλωμα του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Η υπερχρέωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και η εργαλειοποίηση των μηχανισμών δανεισμού από τις ΗΠΑ οδήγησε στην κρίση της Ανατολικής Ευρώπης στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και κατά τη δεκαετία του 1980. Σημειωτέον ταυτοχρόνως ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν ως αιχμές τους τις δύο χώρες που είναι οι παραδοσιακά μεταιχμιακές χώρες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, ήτοι την Πολωνία στην Ευρώπη (μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας) και την Κορέα στην Ασία (μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας).

Η Ουκρανική κρίση

Προχωρώντας από τα διδάγματα του Ψυχρού Πολέμου σε ορισμένα σημαντικά κληροδοτήματα στην εποχή μετά τον καθαυτό Ψυχρό Πόλεμο, τα οποία θα μας βοηθούσαν ενδεχομένως να κατανοήσουμε και την πρόσφατη Ουκρανική κρίση, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: Η Ρωσία αντέδρασε στην τραυματική διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης με ένα νέο δόγμα περί «ρωσικού κόσμου». Σύμφωνα με αυτό η Ρωσία αφενός έχει την υποχρέωση να υπερασπίζεται τα εκατομμύρια των Ρώσων που διαβιούν σε άλλες Πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες και αφετέρου να ηγείται ενός ευρύτερου συγγενούς σλαβόφωνου κόσμου. Το δόγμα αυτό πραγματώνεται με την παρουσία της Ρωσίας στην Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία και την Υπερδνειστερία. Επιθέσεις όπως αυτή της Γεωργίας στις ρωσικές μειονότητες το 2008 μπορούν να πυροδοτήσουν ισχυρές ρωσικές αντεπιθέσεις.

Έχοντας, ωστόσο, αποκτήσει μεγαλύτερα επίπεδα ετοιμότητας, οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονται στα σύνορα Ρωσίας και Ουκρανίας όχι για μια επίθεση στην Ουκρανία, η οποία θα ήταν αδιέξοδη για το ρωσικό κράτος, αλλά για μία προστασία των ρωσικών/ ρωσόφιλων πληθυσμών στο Ντονμπάς, στο Λουγκάνσκ και αλλού, σύμφωνα με το δόγμα περί «ρωσικού κόσμου» και προστασίας του. Αυτή η προστασία μπορεί να συμβεί και χωρίς να υπάρξει τυπική διάβαση των συνόρων (λ.χ. με πυροβολικό ή με ηλεκτρονικό πόλεμο) αν κλιμακωθεί μία ανάφλεξη στην περιοχή.

Από την άλλη, το αμερικανικό αίτημα είναι η διακοπή της ρωσογερμανικής ενεργειακής συνεργασίας, η οποία σημαίνει μία ντε φάκτο ευρασιατική ολοκλήρωση και η κρίση στην Ουκρανία εργαλειοποιείται κυρίως προκειμένου να διακοπούν αυστηρά οι οικονομικές/ ενεργειακές σχέσεις Γερμανίας και Ρωσίας. Και εδώ είναι εσωτερικώς διχασμένη και η Γερμανία μεταξύ των συγκριτικά πιο ρωσόφιλων Σοσιαλδημοκρατών και τον πιο ατλαντιστών Πρασίνων και Οικολόγων του τριπλού κυβερνητικού συνασπισμού.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η διακοπή στις σχέσεις Γερμανίας και Ρωσίας αξίζει για τις ΗΠΑ έναν πλήρη εναγκαλισμό Ρωσίας και Κίνας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η συμμαχία των ΗΠΑ με την Κίνα και η δραστηριοποίησή τους στην ανατολική Ασία ήταν κομβική για τη νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Τώρα, όμως, βλέπουμε ότι η προτεραιότητα της εκδίωξης των Ρώσων από τον ευρωπαϊκό χώρο και η «στεγανοποίηση» του γερμανικού χώρου οδηγεί αντιθέτως στην παράπλευρη απώλεια μιας προσέγγισης Ρωσίας και Κίνας. Οι ΗΠΑ αυτήν τη στιγμή δείχνουν να υποτιμούν την προσέγγιση του Henry Kissinger που ήταν η συμμαχία με την Κίνα για ανάσχεση της Ρωσίας, αλλά και την αντίστροφη προσέγγιση του Donald Trump που προσωρινά ήταν ο προσεταιρισμός της Ρωσίας για περικύκλωση της Κίνας. Φαίνεται ότι η απόλυτη προτεραιότητα να ανακοπεί μια ευρασιατική ολοκλήρωση που θα περιελάμβανε ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία πρυτάνευσε. Σημειωτέον ότι την πολιτική του Kissinger μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ακολούθησαν περισσότερο οι Δημοκρατικοί παρά οι Ρεπουμπλικάνοι, καθώς οι πρώτοι είχαν επί Clinton και Obama μια πιο δυναμική πολιτική ανάσχεσης της Ρωσίας μέσω επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ανατολή και διάνοιξης του Ουκρανικού ζητήματος, την ίδια ώρα που η φύση της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας και της παγκοσμιοποίησης καθιστούσε τις ΗΠΑ πιο αλληλεξαρτώμενες με την Κίνα. Τώρα ωστόσο φαίνονται και οι δύο εναλλακτικές γεωπολιτικές να διέρχονται κρίση.

Στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνο οι Σι Τζινπινγκ και Βλαντίμιρ Πούτιν υπέγραψαν κοινή πολιτική διακήρυξη που θίγει μια πληθώρα θεμάτων (έτερος εκλεκτός Ευρωπαίος ηγέτης που εκλήθη στην Κίνα είναι ο Πρόεδρος Andrzej Duda της παραδοσιακά ρωσοφοβικής Πολωνίας, γεγονός που δείχνει τον πλουραλισμό της σινικής διπλωματίας). Ρωσία και Κίνα είναι αυτή τη στιγμή συμπληρωματικές, καθώς η Ρωσία μπορεί να προσφέρει τη στρατιωτική ισχύ, ενώ η Κίνα την οικονομική, καθώς και μία δυνατότητα στη Ρωσία να εξέλθει από τη «μονοκαλλιέργεια» των υδρογονανθράκων σε μια εποχή που θα καθίσταται όλο και λιγότερο εξαρτώμενη από αυτούς. Βεβαίως το ζήτημα της ανισορροπίας ανάμεσα στην αραιοκατοικημένη ρωσική Σιβηρία και την πυκνοκατοικημένη Κίνα είναι μία δομική ανισορροπία που πυροδοτεί φόβους, ιδίως αν κανείς αναλογιστεί ότι η επέκταση της τσαρικής Ρωσίας στην Άπω Ανατολή είχε λάβει χώρα εις βάρος της κινεζικής αυτοκρατορίας.

Τα κύρια διακυβεύματα αυτής της ανανεωμένης σινορωσικής συνεργασίας είναι ο αγωγός Power of Siberia 2, ο οποίος θα τροφοδοτεί την Κίνα, υποσκελίζοντας για τους Ρώσους την τυχόν απώλεια της προόδου του Nord Stream 2 στη Βαλτική, καθώς και η ανάπτυξη συστημάτων πληρωμών που θα παρακάμπτουν το Swift, ώστε να χάσουν οι ΗΠΑ το δικό τους «πυρηνικό» οικονομικό όπλο, ήτοι έναν ενδεχόμενο αποκλεισμό της Ρωσίας από αυτό που θα αποτελούσε την έσχατη λύση σε περίπτωση επιθετικής κλιμάκωσης. Παράλληλα, δηλαδή, προς την κούρσα εξοπλισμών, στην εποχή μας υπάρχει και μία άλλη, ίσως σημαντικότερη, «κούρσα» οικονομικών εργαλείων όπου η μεν Ρωσία θα προσπαθήσει να υπερβεί την εμβέλεια του συστήματος Swift, στηριζόμενη στην ανανεωμένη φιλία της με την Κίνα, οι δε ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να βρουν νέους τρόπους κυρώσεων για να πλήξουν τους ανταγωνιστές τους, βασιζόμενοι στο ειδικό βάρος που έχουν ως χώρα στην οικονομική παγκοσμιοποίηση.

Στο πλαίσιο αυτό μία πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι αυτό που οπωσδήποτε δεν θέλουν καθόλου οι δύο αμέσως εμπλεκόμενοι, δηλαδή η Ρωσία και η Ουκρανία, καθώς θα ήταν και για τις δύο καταστροφικός. Αντιθέτως, ο υποτιθέμενος πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι ένα νεοψυχροπολεμικό επικοινωνιακό τέχνασμα, προκειμένου να διακοπεί η ευρασιατική ολοκλήρωση Γερμανίας και Ρωσίας, με παράπλευρη απώλεια, όμως, να προωθείται μια άλλη ευρασιατική ολοκλήρωση, αυτή μεταξύ Ρωσίας και Κίνας.