του Βάιου Τριανταφύλλου
Εικονογράφηση: Κώστας Κοχαϊμιδης
Η λύση που προτείνει το συγκεκριμένο κίνημα είναι μεταρρυθμιστική στη φύση της: σύγχρονες οικονομικές πολιτικές παρόμοιες με εκείνες της «Νέας Συμφωνίας» που εφαρμόστηκε από τον Πρόεδρο Φ.Ν. Ρούσβελτ μεταξύ του 1933 και του 1936 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι πολιτικές θα βοηθήσουν στην εξισορρόπηση της κατάστασης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα διευρύνουν την κοινωνική ασφάλιση και το κοινωνικό κράτος «με ένα πρόγραμμα για την καταπολέμηση της φτώχειας, ένα πρόγραμμα κοινωνικής στέγασης και εγγύησης των θέσεων εργασίας». Θα σχεδιάσουν «μια μετα-καπιταλιστική οικονομία που [θα] είναι αυθεντικά φιλελεύθερη και ανοικτή [με τον] εκδημοκρατισμό της οικονομικής σφαίρας και [την] εισαγωγή ενός παγκόσμιου βασικού μερίσματος», θα ρυθμίσουν τον τραπεζικό τομέα και θα «τερματίσουν το μονοπώλιο των τραπεζών στις πληρωμές εντός της Ευρώπης». Τέλος, θα «τερματίσουν την αυτοκαταστροφική λιτότητα», θα αυξήσουν τον συντονισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και θα προωθήσουν τις «πράσινες επενδύσεις». Ταυτόχρονα, η αυξημένη διαφάνεια θα ενισχύσει τις δημοκρατικές διαδικασίες, καθώς και την συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Οι παραπάνω θέσεις εμφανίζουν μια ιδεαλιστική αντίληψη για την πραγματικότητα και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφύλαξη. Χωρίς καμία πρόθεση να αλλάξει ριζικά την κατανομή της εξουσίας μέσα στην Ευρώπη, διατηρώντας παράλληλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στην τωρινή τους μορφή και την εξουσία στα χέρια των μεγάλων εταιριών το DiEM25 θέλει με κάποιο τρόπο να τα εκδημοκρατίσει. Η βασική αρχή πίσω από αυτές τις θέσεις είναι ότι ο αυξημένος λαϊκός, δημοκρατικός έλεγχος και οι οικονομικές ρυθμίσεις μπορούν στην πραγματικότητα να ελέγξουν τον συγκεντρωμένο πλούτο και την εξουσία, και να θέσουν πραγματικά όρια στην λειτουργία τους. Το κίνημα υποστηρίζει πως εάν προωθηθεί ένα σύστημα μεταρρυθμίσεων τύπου «Νέας Συμφωνίας» με αυξημένη κοινωνική ασφάλιση, ενισχυμένες εργασιακές σχέσεις και προοδευτική φορολογική πολιτική, μεταξύ άλλων, «η συνήθης κυριαρχία της εταιρικής δύναμης πάνω στη βούληση των πολιτών» θα πάψει να υπάρχει. Εν ολίγοις, υπάρχει ένα τεράστιο αναλυτικό χάσμα στο επιχείρημα που αναπτύσσει το κίνημα, το οποίο αγνοεί όλους τους υλικούς και ιστορικούς λόγους που διαμόρφωσαν την κυριαρχία των ελίτ και την έλλειψη αποτελεσματικής δημοκρατίας.
Οι μεγάλοι κολοσσοί στους τομείς των τραπεζικών συναλλαγών, των μεταφορών, της ενέργειας, του λιανεμπορίου, των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας κατέχουν στα χέρια τους τεράστιο υλικό πλούτο ο οποίος χρησιμοποιείται για τον χρηματισμό αξιωματούχων, εκλεγμένων ή μη, την πρόσληψη μιας ολόκληρης στρατιάς αντιπροσώπων που διεξάγουν το λεγόμενο «λόμπινγκ» για την προώθηση των εταιρικών τους συμφερόντων, κάτι που δεν αντιμετωπίζεται απλώς με την δημοσίευση των στοιχείων τους, την χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την προώθηση των ίδιων συμφερόντων και τη διαφήμιση για την αυτοπροβολή τους ως ευεργετών. Διαθέτουν, επίσης, τον απόλυτο έλεγχο της παραγωγής και της διανομής της πλειοψηφίας των προϊόντων και των υπηρεσιών από τα οποία εξαρτάται το καταναλωτικό κοινό, και ως εκ τούτου βρίσκονται στην πλεονεκτική θέση να μπορούν να εκβιάσουν την επιβολή τους πάνω στην λαϊκή βούληση και τον δημοκρατικό έλεγχο.
Το DiEM25, λοιπόν, αγνοεί το γεγονός ότι η συγκεντρωμένη δύναμη και ο πλούτος δημιουργούν τέτοια δυναμική που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί σε σημαντικό βαθμό από οποιαδήποτε ρύθμιση ή δημόσιο έλεγχο.
Ταυτόχρονα, αυτή η διάτρητη επιχειρηματολογία υποστηρίζεται από μια κάπως απατηλή ρητορική. Ενώ χρησιμοποιούνται εκφράσεις οι οποίες παραπέμπουν σε μια αριστερή, ριζοσπαστική κατεύθυνση, τα ψευδο-επαναστατικά ιδεώδη και η ασαφής γλώσσα και ορολογία που χρησιμοποιούνται φαίνεται να συγκαλύπτουν την σκληρή πραγματικότητα πίσω από την γραμμή δράσης που προτείνεται παραπάνω. Το κίνημα χρησιμοποιεί όρους όπως «δημιουργική ανυπακοή», οι οποίοι θολώνουν τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην υπακοή και την ανυπακοή, χωρίς να διευκρινίζεται τι ακριβώς σημαίνει μια «δημιουργική» στάση με «καθολικές αντιπροτάσεις» όταν κανείς υψώνει ανάστημα απέναντι στις υπάρχουσες δυνάμεις εξουσίας, ενώ συγχρόνως αφήνει σιωπηλά ένα παράθυρο για πιθανή συνεργασία μαζί τους στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Αυτό δεν σημαίνει πως οι ιδρυτές, οι ηγέτες, ή τα μέλη του κινήματος έχουν άλλους σκοπούς. Μπορεί, κάλλιστα, να αποσκοπούν στην βελτίωση της κατάστασης για τους λαούς της Ευρώπης, τουλάχιστον κατά την άποψή τους. Ωστόσο, μια ασαφής ρητορική, σε συνδυασμό με ένα, τουλάχιστον, αδύναμο σχέδιο δράσης για μια Ευρωπαϊκή «Νέα Συμφωνία» και για ένα κίνημα Ευρωπαϊκών Πολιτικών Δικαιωμάτων (αυτή τη φορά υπέρ της αυξημένης διαφάνειας και του εκδημοκρατισμού) παρουσιάζουν μια παραπλανητική προοπτική χειραφέτησης.
Εγείρεται ωστόσο το εξής ερώτημα: Υπάρχει κάποιο είδος κινήματος το οποίο να μπορεί να δημιουργήσει μια ρεαλιστική προοπτική χειραφέτησης;
Καθώς προσπαθούμε να δημιουργήσουμε συνασπισμούς ή κινήματα για τον εκδημοκρατισμό των ευρωπαϊκών θεσμών, ή οποιουδήποτε είδους κυβερνητικών θεσμών, καθώς και να διεκδικήσουμε οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα, είναι σημαντικό αυτά τα κινήματα να έχουν τέσσερις βασικούς πυλώνες:
– Αρχικά, την κατανόηση της άμεσης αλληλεξάρτησης που έχει η αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής διαδικασίας με την κατανομή της εξουσίας. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η συγκεντρωμένη οικονομική δύναμη θα εντοπίζει πάντα τους τρόπους να ελίσσεται ανάμεσα στις υπάρχουσες ρυθμίσεις και να χρηματίζει ώστε να διαφεύγει από τον δημόσιο έλεγχο.
– Δεύτερον, μια σαφή πρόταξη της σοσιαλιστικής εναλλακτικής με σκοπό την πραγματικά καθολική αλλαγή της κατανομής της εξουσίας.
– Τρίτον, την ανάγκη να επισημαίνει τις πραγματικές δυσκολίες, καθώς και τους περιορισμούς που συνεπάγεται μια τέτοια εναλλακτική, και
– Τέταρτον, τον συνεχή αγώνα για οικονομικά δικαιώματα στο «σήμερα», όπως οι συλλογικές συμβάσεις, οι κατώτατοι μισθοί, η κοινωνική ασφάλιση, τα πολιτικά δικαιώματα κ.ο.κ.
Τί συμβαίνει, όμως, εάν ένα πολιτικό κόμμα, ή ένα κίνημα όπως το DiEM25, παραμελεί εντελώς τα τρία πρώτα στοιχεία και επιλέγει να επικεντρωθεί στο τελευταίο; Αξίζει να ασχοληθεί κανείς με αυτό, πόσο μάλλον να το παρουσιάσει ως τη μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση και να το υποστηρίξει με πάθος;
Ας κοιτάξουμε το Αμερικανικό κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων και την Πορεία προς την Ουάσινγκτον για Δουλειά και Ελευθερία το 1963. Μια από τις μεγαλύτερες και πιο αξιομνημόνευτες διαδηλώσεις οργανώθηκε από έναν πυρήνα σοσιαλιστών, οι οποίοι αποφάσισαν να απευθυνθούν σε πιο μετριοπαθείς οργανώσεις όπως η Εθνική Ένωση για την Προώθηση των Έγχρωμων Ανθρώπων και o Εθνικός Αστικός Συνασπισμός, προκειμένου να αντλήσουν τους αριθμούς που απαιτούνταν ώστε να στεφθεί με επιτυχία μια τέτοια διαμαρτυρία. Όπως τόνισε αργότερα ο Μάλκολμ Χ, η πορεία έγινε τελικά «σε συμφωνία με την αμερικανική κυβέρνηση […] κάτι για το οποίο επέμεναν οι μετριοπαθείς της πορείας […] και το οποίο, όπως υποστήριξαν πολλοί, σήμαινε και υψηλό βαθμό κυβερνητικού ελέγχου».
Αυτή η εμπειρία μας δείχνει ότι ήταν εφικτό ο λαός να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση να περάσει τον νόμο Περί Πολιτικών Δικαιωμάτων το 1964 προσελκύοντας μεγάλο αριθμό διαμαρτυρόμενων. Από την άλλη, η διείσδυση μετριοπαθών κινημάτων και οργανώσεων στην πορεία κόστισε στο, αρχικά, σοσιαλιστικό κίνημα που οργάνωσε την πορεία, τις ριζοσπαστικές του απαιτήσεις και την αντικυβερνητική του στάση. Μαθαίνοντας από αυτή την εμπειρία θα πρέπει οι σοσιαλιστικοί πυρήνες στην Ευρώπη να συντάσσονται με το DiEM25 και με κάθε άλλο μετριοπαθές κίνημα στις διεκδικήσεις συλλογικών συμβάσεων, αυξημένης κοινωνικής ασφάλισης ή πολιτικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη, διότι μόνο η συγκέντρωση μεγάλων αριθμών ανθρώπων μπορεί να κερδίσει τις μάχες στο «σήμερα».
Την ίδια στιγμή, όμως, μαθαίνουμε απ’ αυτή την εμπειρία ότι οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές πρέπει να χαράξουμε μια ξεκάθαρη γραμμή που να διακρίνει το DiEM25 από κάθε ριζοσπαστικό κίνημα, αναδεικνύοντας επιδεικτικά τις αυταπάτες που είναι βαθιά ριζωμένες στην ιδρυτική διακήρυξή του. Πρέπει να αγωνιστούμε εξίσου για να αποδείξουμε ότι αν οποιοδήποτε τέτοιο κίνημα έρθει σε επαφή με την εξουσία, οι προσπάθειές του θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο: είτε θα υποκύψει και θα συμβιβαστεί σε μια συνεργασία με τις υπάρχουσες δυνάμεις εξουσίας, είτε θα οδηγηθεί σε μια καταστροφική ήττα (όχι μόνο για το ίδιο, αλλά και για την αριστερά συνολικά), προκαλώντας βαθιά απογοήτευση στους ανθρώπους. Δεν πρέπει με κανένα τρόπο να επιτρέψουμε σε αυτές τις αυταπάτες να εισάγουν μετριοπάθεια ή να υπονομεύσουν το, ήδη αποδυναμωμένο, σοσιαλιστικό κίνημα στο σύνολό του.
Είναι πράγματι ανησυχητικό το γεγονός ότι μερικοί από τους μεγαλύτερους διανοούμενους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ υποστηρίζουν ένα τέτοιο κίνημα, ειδικά μετά την εμπειρία της θλιβερής έκβασης των πρώτων μηνών της «διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα το 2015, όπου πλέον απογοητευμένοι, πρώην μαρξιστές ασκούν πολιτική σύμφωνα με τη βούληση των ευρωπαϊκών ελίτ (αν και με, κάπως, ανορθόδοξο τρόπο).
Το να είμαστε «εμπειρικά λανθασμένοι» με τόσο προφανή τρόπο για τη δυναμική, τα ιδεολογικά θεμέλια και τις δυνατότητες τέτοιων κινημάτων, ξανά και ξανά, υποδηλώνει μια αυτοκαταστροφική τάση. Αυτό οφείλεται στην εσφαλμένη ερμηνεία που δόθηκε από τους περισσότερους διανοούμενους για το αποτέλεσμα της «διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ στο πρόσφατο παρελθόν: η «ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ αποδίδεται στην έλλειψη εξωτερικής υποστήριξης ή στη σκληρότητα της γραφειοκρατίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, ενώ στην πραγματικότητα οφείλεται εξ ολοκλήρου στα σαθρά ιδεολογικά και στρατηγικά θεμέλιά του, τα οποία ήταν εμφανή από την πρώτη διακήρυξη του κόμματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα αποτελέσματα τέτοιων κινημάτων, αν έρθουν στην εξουσία, καθώς δεν διαθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά που μπορούν να συμβάλουν σε μακροπρόθεσμες αλλαγές και επιδίδονται σε αυτό που ο καθηγητής Έρικ Όλιν Ράιτ ονομάζει «Εξημέρωση και Διάβρωση» του συστήματος που με μια λέξη ονομάζουμε «καπιταλισμό», είναι προβλέψιμα. Αυτή τη διαπίστωση οφείλουμε πλέον να την κάνουμε τουλάχιστον εμπειρικά, αν όχι και διαισθητικά.
Πρέπει να γίνει κατανοητό πως το DiEM25, ακριβώς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ή το PODEMOS στην Ισπανία, είναι ένα μεταρρυθμιστικό, μετριοπαθές κίνημα χωρίς σαφή ιδεολογική βάση και σίγουρα δεν αποτελεί κομμάτι της ριζοσπαστικής ευρωπαϊκής αριστεράς. Τότε, και μόνο τότε, η συνεργασία με τέτοιου είδους κινήματα για συγκεκριμένα ζητήματα στο «σήμερα» και για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους μπορεί να είναι ευεργετική. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναδεικνύεται επίμονα το γεγονός ότι, άθελά τους ή μη, εάν έρθουν σε επαφή με την εξουσία καταλήγουν να λειτουργούν ως ναυαγοσώστες των ελίτ και της γραφειοκρατίας που τα ίδια αντιμάχονται, και να παραπλανούν τελικά μεγάλες μερίδες ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης.