Σύμφωνα με την ανακοίνωση, που υπογράφηκε από το ARTICLE 19, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των ΜΜΕ (ECPMF), την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (EFJ), Απεριόριστη Ελευθερία του Τύπου (FPU), Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI) και το Παρατηρητήριο Βαλκανίων και Καυκάσου Transeuropa (OBCT), «ο ασαφής ορισμός του άρθρου και οι ποινικές κυρώσεις θα υπονομεύσουν την ελευθερία του Τύπου και θα έχουν ανατριχιαστικό αποτέλεσμα σε μια εποχή όπου η ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι ήδη υπό πίεση στην Ελλάδα».

Συγκεκριμένα «οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, που προτάθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, θα περιλαμβάνουν κυρώσεις για όσους κρίνονται ένοχοι για διάδοση ‘ψευδών ειδήσεων που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία», ενώ αν το παραπάνω «γίνεται επανειλημμένα μέσω του τύπου ή διαδικτυακά, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και πρόστιμο», με τον εκδότη ή τον ιδιοκτήτη ενός κρινόμενου ως ενόχου ΜΜΕ να αντιμετωπίζει επίσης ποινή φυλάκισης και οικονομικές κυρώσεις.

«Οι οργανώσεις μας κατανοούν τη σοβαρή απειλή που συνιστά η παραπληροφόρηση στην ελληνική κοινωνία και σε άλλα κράτη σε όλο τον κόσμο», διευκρινίζει η ανακοίνωση, τονίζοντας πως «σε παγκόσμιο επίπεδο, τα διαδικτυακά ψευδη και οι θεωρίες συνωμοσίας διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, υπονομεύοντας τη δημοκρατία και θέτοντας σε κίνδυνο την καταπολέμηση της πανδημίας Covid-19».

«Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι μεμονωμένοι πολίτες και οι ίδιες οι κυβερνήσεις έχουν όλοι έναν ρόλο να παίξουν στην αντιμετώπιση της διάδοσης της επιβλαβούς παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο» προσθέτει, διευκρινίζοντας ωστόσο πως «η ψήφιση αδέξιας νομοθεσίας από τις κυβερνήσεις που παρέχει στις ρυθμιστικές αρχές ή τους εισαγγελείς την εξουσία να αποφασίζουν την αλήθεια από το ψευδος και την επιβολή ποινικών προστίμων στον Τύπο δεν είναι η σωστή απάντηση και θα οδηγήσει σε περισσότερο κακό παρά καλό».

«Όπως έχουμε δει σε όλο τον κόσμο, η υποκειμενική ερμηνεία τέτοιων ασαφώς διατυπωμένων νόμων μπορεί να ανοίξει την πόρτα στη λογοκρισία της νόμιμης δημοσιογραφίας» αναφέρει, προσθέτοντας πως «τα ΜΜΕ στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν ήδη απειλές από καταχρηστικές αντιδικίες και ποινές φυλάκισης για ποινική δυσφήμηση». «Η ενίσχυση του Άρθρου 191 το μόνο που θα καταφέρει είναι να δημιουργήσει πρόσθετη οδό ώστε οι δημοσιογράφοι να αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις και φυλάκιση», προσθέτει. καταλήγοντας πως «ακόμη και όταν δεν εφαρμόζεται άμεσα, η δυνατότητα αυτολογοκρισίας βάσει τέτοιας νομοθεσίας είναι τεράστια».

«Όπως και άλλες παρόμοιες νομοθετικές προτάσεις σε όλο τον κόσμο, η τροποποίηση δεν περιέχει σαφή ορισμό των ‘ψευδών ειδήσεων’, με τον όρο να καθίσταται «ασαφώς καθορισμένος, ευρέως εφαρμόσιμος και επιρρεπής σε κατάχρηση», ενώ «ιδιαίτερα προβληματική είναι η επιβολή κυρώσεων σε ρεπορτάζ ‘που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία’ ή που ‘υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού’ στις κρατικές αρχές». Η ανακοίνωση κάνει σαφές πως η δημοσιογραφία «έχει φυσικά την εξουσία να κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην κυβέρνηση, ακριβώς όπως η ερευνητική δημοσιογραφία προκαλεί εύλογη ανησυχία ή οργή», ενώ υπό αυτό το πρίσμα μια «θα μπορούσε να στοχοποιηθεί από πολιτικούς ηγέτες με σκοπό τον περιορισμό της κριτικής των πολιτικών τους».

Υπενθυμίζεται ακόμα πως «οι δημοσιογραφικές ενώσεις στην Ελλάδα δικαίως επέκριναν την τροποποίηση, προειδοποιώντας ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε φυλάκιση ή επιβολή προστίμων σε δημοσιογράφους για την αναφορά θεμάτων όπως η πανδημία», καθως «αντί να βελτιώσει το υπάρχον άρθρο 191 του Αστικού Κώδικα, το οποίο είναι ήδη προβληματικό, η κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη θα έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω αν αυτός ο νόμος τελικά περνούσε και θα έστελνε ένα ανησυχητικό μήνυμα για τη δέσμευση της κυβέρνησης στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης».

Η ανακοίνωση συγκρίνει τη κυβερνητική επιλογή με «παρόμοιες σπασμωδικές αντιδράσεις που επιχειρήθηκαν για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία: και οι δύο είτε παρακωλύθηκαν είτε αποσύρθηκαν μετά από δριμύτατη κριτική των θεσμικών οργάνων της ΕΕ», ενώ διευκρινίζει πως «η μόνη χώρα που άσκησε πίεση ήταν η Ουγγαρία, η οποία ποινικοποίησε την εξάπλωση της παραπληροφόρησης που θεωρείται ότι υπονομεύει τον αγώνα των αρχών κατά της Covid-19 με πρόστιμα και ποινές φυλάκισης».

Οι διεθνείς οργανώσεις προτρέπουν «να αποσύρει αμέσως την τροποποίηση και, σε περίπτωση που η κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει, καλούμε τους βουλευτές  να απορρίψουν την πρόταση», καθώς σε «μια εποχή όπου οι πολιτικοί όλο και περισσότερο κατηγορούν την κριτική δημοσιογραφία ότι είναι “ψεύτικες ειδήσεις”, σε λάθος χέρια ένας τέτοιος νόμος θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος», ενώ καλεί το υπουργείο Δικαιοσύνης να συναντηθεί με τα σωματεία δημοσιογράφων της Ελλάδας και διεθνείς οργανισμούς για την ελευθερία των ΜΜΕ για να ακούσει τους προβληματισμούς τους.

Οι διεθνείς οργανισμοί καταλήγουν πως «ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης δεν είναι μέσω κυβερνητικών ρυθμίσεων, αντίθετα αυτό που χρειάζεται είναι ένας ισχυρός, επαγγελματικός, πλουραλιστικός και ανεξάρτητος Τύπος που μπορεί να παράσχει στο κοινό αξιόπιστες πηγές πληροφοριών», προσθέτοντας πως «αν η ελληνική κυβέρνηση είναι σοβαρή για την αντιμετώπιση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών, οι πρωτοβουλίες για την προστασία της ασφάλειας των (ερευνητών) δημοσιογράφων, την ανάπτυξη του γραμματισμού στα μέσα ενημέρωσης και τη διασφάλιση μιας ισχυρής και ζωντανής αγοράς των μέσων ενημέρωσης με υψηλό βαθμό πολυφωνίας είναι πολύ καλύτερα σημεία για να ξεκινήσει».