Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και η γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας καθοδηγούν κυρίως τη ζήτηση για όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό, αλλά και οι αυξανόμενες εντάσεις στην Ανατολική Ασία παίζουν ρόλο, σύμφωνα με το Ινστιτούτο.
Το 2023, τα συνολικά έσοδα των 100 μεγαλύτερων παραγωγών όπλων στον κόσμο αυξήθηκαν σε 632 δισ. δολάρια (598 δισ. ευρώ), σημειώνοντας αύξηση 4,2% από το 2022. Αυτό προκύπτει από τη νέα έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης SIPRI, η οποία αναλύει τα επιχειρηματικά μεγέθη των 100 μεγαλύτερων κατασκευαστών όπλων.
«Η μεγαλύτερη εξέλιξη το 2023 ήταν το πώς ειδικά οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες, είναι τελικά σε θέση να μεταφράσουν την αυξανόμενη ζήτηση από τον πόλεμο στην Ουκρανία σε πραγματικά αυξανόμενα έσοδα», εξήγησε στην DW ο Xiao Liang, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.
«Το 2022 είδαμε ότι πολλές εταιρείες εξακολουθούσαν να παλεύουν με τις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας από την πανδημία COVID και δυσκολεύονταν να αυξήσουν την παραγωγή τους», πρόσθεσε αναφερόμενος στην παραγωγή όπλων που έχουν κοστίσει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους το τελευταίο έτος.
Οι 41 εταιρείες από τις 100 κορυφαίες που εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες κατέγραψαν έσοδα από όπλα ύψους 317 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα μισά από τα συνολικά έσοδα από όπλα του Top 100 και 2,5% περισσότερα από ό,τι το 2022. Από το 2018, οι πέντε κορυφαίες εταιρείες του Top 100 έχουν όλες την έδρα τους στις ΗΠΑ. Από τις 41 αμερικανικές εταιρείες, οι 30 αύξησαν τα έσοδά τους από όπλα το 2023.
Τα έσοδα από όπλα των 27 κορυφαίων 100 εταιρειών που εδρεύουν στην Ευρώπη (εξαιρουμένης της Ρωσίας) ανέρχονται σε 133 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023. Αυτό ήταν 0,2% περισσότερο από ό,τι το 2022, η μικρότερη αύξηση σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου.
Την ίδια στιγμή, ορισμένοι άλλοι ευρωπαίοι παραγωγοί είδαν τα έσοδά τους από όπλα να αυξάνονται σημαντικά, λόγω της ζήτησης που συνδέεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ιδίως για πυρομαχικά, πυροβολικό και συστήματα αεράμυνας και εδάφους. Ειδικότερα, οι εταιρείες στη Γερμανία, τη Σουηδία, την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Νορβηγία και την Τσεχία μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη ζήτηση. Για παράδειγμα, η γερμανική Rheinmetall αύξησε την παραγωγή πυρομαχικών των 155 mm και τα έσοδά της ενισχύθηκαν από τις παραδόσεις των αρμάτων μάχης Leopard και νέες παραγγελίες, μεταξύ άλλων μέσω προγραμμάτων «ανταλλαγής δακτυλίων» που σχετίζονται με τον πόλεμο (βάσει των οποίων οι χώρες προμηθεύουν στρατιωτικά αγαθά στην Ουκρανία και λαμβάνουν αντικαταστάσεις από τους συμμάχους).