της Γεωργίας Κριεμπάρδη

22 Απριλίου 2018. Oμάδα περίπου 150 ατόμων επιτίθεται σε 200 και πλέον πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία Σαπφούς διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες στον καταυλισμό της Μόριας. Οι επιτιθέμενοι έριξαν πέτρες και κροτίδες προς τους συγκεντρωμένους και εξαπέλυσαν απειλές και ύβρεις, με προσβλητικές αναφορές στα εθνικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά των προσφύγων. Οκτώ μήνες μετά την επίθεση, τον Νοέμβριο του 2018, η Αστυνομική Διεύθυνση Λέσβου ταυτοποίησε 26 πιθανούς δράστες. Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2019, η Εισαγγελία Μυτιλήνης άσκησε ποινική δίωξη κατά των δραστών, μεταξύ άλλων και με το άρθρο 81Α του παλαιού Ποινικού Κώδικα (82Α του νέου ΠΚ) που τιμωρεί εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και παρήγγειλε κύρια ανάκριση, διαβιβάζοντας τη δικογραφία σε τακτικό ανακριτή 36 μήνες μετά την επίθεση, 26 μήνες μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Τέσσερα χρόνια μετά την επίθεση, Δικαιοσύνη δεν έχει υπάρξει. Οι δικαστικές αρχές προχωρούν τη διαδικασία με μικρά βήματα, με τη δίκη να ξεκινά τελικά στις 6 Οκτωβρίου.

Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει αντίσταση κατά της αρχής κατά συναυτουργία, τελεσθείσα από πρόσωπα που φέρουν αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη και σε βάρος προσώπων που διέτρεξαν σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά συναυτουργία, παράνομη κατοχή και χρήση κροτίδων και φωτοβολίδων, κατά συναυτουργία, διατάραξη της κοινής ειρήνης κατά συναυτουργία, εξύβριση με ρατσιστικά χαρακτηριστικά κατά συρροή και κατά συναυτουργία, απειλή με ρατσιστικά χαρακτηριστικά κατά συρροή και κατά συναυτουργία. Κατηγορούμενα είναι 26 άτομα. Μάρτυρες, 15.

Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ Wall of Shame

Κάποιοι από τους πρόσφυγες που διέμεναν τότε στο ΚΥΤ, δε βρίσκονται πλέον στην Ελλάδα. Ένας εξ’ αυτών και ο Ιμπραήμ, ο οποίος μιλά στο ΤΡΡ για όσα έζησε εκείνη τη νύχτα.

Ο Ιμπραήμ εξηγεί πως όλοι οι άνθρωποι κουβαλούν το παρελθόν τους, αλλά το δικό του ήταν δύσκολο απ’ όταν γεννήθηκε. «Γεννήθηκα στο Πακιστάν, σε μια μικρή πόλη, ονόματι Kawate. Η ανταρσία έγινε και πριν από τους Ταλιμπάν, (όταν) ήταν οι Μουτζαχεντίν, κι ο πατέρας μου έφυγε από το Αφγανιστάν, και πήγε στο Πακιστάν. Εκεί γεννήθηκα εγώ. Ήμασταν στο Πακιστάν μέχρι τα 7 ή 8 μου χρόνια, γιατί το να είσαι πρόσφυγας στο Πακιστάν, ήταν σκληρό και δύσκολο, οπότε πήγαμε στο Ιράν. Λόγω της γλώσσας και της κουλτούρας τους, είναι πιο κοντά στη νοοτροπία μας και ζήσαμε στο Ιράν για μερικά χρόνια».

«Κανείς δε θέλει να αφήσει την οικογένεια του. Κανείς δεν το κάνει έτσι απλώς για πλάκα. Θα πρέπει να συντρέχει σοβαρός και επικίνδυνος λόγος για να αναγκαστεί να πάει κάποιος σε μια ξένη χώρα, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα και τον πολιτισμό εκεί» εξηγεί ο Ιμπραήμ και σε κάθε του πρόταση θυμάται ξανά πόσο δύσκολα έχει περάσει από παιδί ακόμη και από μικρός αναρωτιόταν «γιατί αυτό να μας συμβαίνει;». «Θα έπρεπε να ζούμε στην πατρίδα μας, να πηγαίνουμε σχολείο, να δουλεύουμε εκεί, να ζούμε και να υπάρχει αλληλοσεβασμός στον κόσμο» σκεφτόταν. Αργότερα, όταν μεγάλωσε, είδε ακόμα περισσότερο το σκληρό πρόσωπο του κόσμου. «Δεν αξίζει σε κανέναν να του φέρονται εχθρικά» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του, αλλά τουλάχιστον στο Ιράν είχε φτιάξει τη ζωή του, όπως λέει.

Η ζωή του άλλαξε τελείως όταν αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Αφγανιστάν, κάπου στα 17 του χρόνια. «Ήταν το μέρος που γεννήθηκε ο πατέρας μου, είχα ρίζες από εκεί, το ένιωθα πατρίδα μου το Αφγανιστάν. Όμως, τους 2-3 μήνες που έμεινα εκεί, πέρασα δύσκολα. Τραυματίστηκα. Είδα τι σημαίνει πόλεμος. Πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα να σκοτώνουν και να δολοφονούν μπροστά στα μάτια μου. Αναγκάστηκα ν’ αφήσω την οικογένεια μου. Τραυματίστηκα πολύ και μέσα μου. Ήταν σα να έπαιζα σε θρίλερ για 3 μήνες, αυτό βίωνα. Όταν έφυγα από το Αφγανιστάν, δεν ήμουν πια ο ίδιος άνθρωπος. Πήγα στο Ιράν και φίλοι, συγγενείς, όλοι μου έλεγαν όταν δεν ήμουν πια ο ίδιος. Δεν ήμουν πια ο χαρούμενος άνθρωπος που γελούσα κι έκανα και τους φίλους μου στις παρέες να γελούν».

Η εμπειρία στο Αφγανιστάν υπήρξε τραυματική για τον ίδιο. Έζησε στο Ιράν, όμως για κάποιον λόγο που ποτέ δεν μπόρεσε ούτε στον εαυτό του να εξηγήσει, έπρεπε να φύγει από εκεί. Κι έτσι έφτασε στην Ελλάδα. Όπως εξηγεί, πριν έρθει στην Ευρώπη, φανταζόταν πως εδώ υπάρχει ελευθερία και θα έχει καλύτερη ζωή και μέλλον.

«Δεν περίμενα να συναντήσω τέτοιον ρατσισμό σε Ευρωπαϊκή χώρα»

«Έφτασα στη Λέσβο. Την πρώτη νύχτα, σκέφτηκα πως ήταν όμορφα εκεί και υπήρχε ανθρωπιά. Μέχρι να μπω στη δομή της Μόριας… Πιέστηκα πολύ εκεί, ψυχικά. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που στα δύσκολα κάθονται και κοιτούν όσα συμβαίνουν με απάθεια και απλά περνάει έτσι η ζωή τους. Όταν πήγα στη Μόρια, περπάτησα πολύ στο νησί και βρήκα δουλειά για να απασχολώ τον εαυτό μου και να μην κάθομαι. Απασχολούμουν ως εθελοντής» λέει και περιγράφει όσα έγιναν εκείνο το βράδυ στην πλατεία Σαπφούς.

«Εκείνο το βράδυ, πήγαμε εκεί ως εθελοντές να μοιράσουμε φαγητό σε ανθρώπους. Και ξαφνικά, ξεκίνησα όλα. Έχω περάσει πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, κατάλαβα αμέσως ότι όλο αυτό που πάει να γίνει έχει ρατσιστικό κίνητρο. Είχα αντιμετωπίσει και στο Ιράν 2-3 φορές ρατσιστική συμπεριφορά. Και το ίδιο είδα να συμβαίνει κι εκείνη τη νύχτα. Ήταν τρομακτικό αυτό που γινόταν. Φοβήθηκα για τη ζωή μου. Δεν έφυγα, ενώ είχαμε εκεί ως εθελοντές αυτοκίνητο και μπορούσαμε να φύγουμε. Έμεινα. Φοβήθηκα. Υπήρχαν και γυναίκες και παιδιά και οικογένειες εκεί. Σοκαρίστηκα. Απογοητεύτηκα. Δεν περίμενα ότι αυτή τη συμπεριφορά τη ρατσιστική που έβλεπα στη Μέση Ανατολή θα τη συναντούσα σε Ευρωπαϊκή χώρα. Έγινα καχύποπτος μετά από αυτό, δεν εμπιστευόμουν εύκολα ανθρώπους και η ψυχική μου υγεία διαταράχθηκε. Επισκέφτηκα ψυχολόγο».

Μετά από τη Λέσβο, ήρθε στην Αθήνα. Απέφευγε διαδηλώσεις, γιατί φοβόταν πια. Έζησε στην Αθήνα 3-4 χρόνια και προσπάθησε να ξεχάσει το συμβάν της Λέσβου. Δεν μπορούσε. Δεν ήταν ο ίδιος με πριν. Προσπάθησε, αλλά δεν ξανάγινε ο ίδιος χαρούμενος άνθρωπος, θα πει. Συναντούσε παντού ρατσισμό. «Και στη δουλειά συνάντησα ρατσισμό. Είμαι ένας ευγενικός άνθρωπος, κάνω πάντα το καλύτερο που μπορώ. Δούλεψα σε πολλές εταιρείες στην Αθήνα κι όχι μόνο δεν άκουσα ποτέ ένα μπράβο, αλλά συναντούσα ρατσισμό απέναντί μου.Προσπάθησα να μείνω στην Ελλάδα, αλλά δεν μπόρεσα» λέει ο Ιμπραήμ, ο οποίος πια ζει στη Γερμανία.

Έχουν περάσει 2 μήνες απ’ όταν πήγε στη Γερμανία και οι συνθήκες, όπως τονίζει, δεν είναι όπως στην Ελλάδα -είναι καλύτερες. «Μέχρι τώρα δεν έχω δει κάποια ρατσιστική συμπεριφορά στον δρόμο, όπως συνέβαινε στην Ελλάδα. Αν θα δω αργότερα, δεν ξέρω…» λέει, ενώ εκείνη η επίθεση στην πλατεία της Σαπφούς τον έχει στιγματίσει. «Για παράδειγμα, μια φορά παραιτήθηκα από τη δουλειά μου γιατί το αφεντικό με προσέβαλλε και μου φερόταν ρατσιστικά και με πήρε τηλέφωνο μετά την παραίτηση και με απειλούσε και μου είπε, κάτι θα κάνω και θα σε στείλω έξω από την Ελλάδα…».