Τη Δευτέρα το πρωί παρακολούθησα μια δικάσιμο της δίκης των τριών αστυνομικών που κατηγορούνται για τον άγριο ξυλοδαρμό του Βασίλειου Μάγγου τον Ιούνιο του 2020. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από αστυνομικούς και τους φίλους τους, που είχαν φτάσει εκεί από νωρίς προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι δεν θα μπορούν να μπουν οι φίλοι και σύντροφοι του θύματος. Παρακολούθησα μια μακρά παρέλαση αστυνομικών προϊσταμένων τους, οι οποίοι ήθελαν να ενισχύσουν τη θέση των κατηγορουμένων εξαίροντας τις αρετές τους. Το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο: ήταν μια ανατριχιαστική επιβεβαίωση όλων των συστημικών προβλημάτων της ατιμωρησίας που μαστίζει το αστυνομικό σώμα. Και όλα αυτά στη σουρεαλιστική συνθήκη μιας δίκης χωρίς παρούσα την υποστήριξη κατηγορίας.
του Κωνσταντίνου Πουλή
Σε ό,τι αναφέρω χρειάζεται να θυμόμαστε ότι παρακολουθούμε έναν σουρεαλιστικό αγώνα ποδοσφαίρου όπου η μία ομάδα σκοράρει χωρίς αντίπαλο, σε κενό τέρμα. Με απόφαση του δικαστηρίου η οικογένεια Μάγγου δεν εκπροσωπείται, δεν έχει δικαίωμα λόγου, συνεπώς σε ό,τι περιγράφουμε ισχύει πάντα ότι έχουμε τέσσερις συνηγόρους υπεράσπισης να χαϊδεύουν τους μάρτυρες υπεράσπισης, χωρίς αντίλογο. Αντιφάσεις, ανακρίβειες, αναντιστοιχία προς το βιντεοληπτικό υλικό και προς τις εκθέσεις της αστυνομίας, προς το βιβλίο συμβάντων, όλα αυτά που σε κανονικές συνθήκες θα ήταν δουλειά της υποστήριξης κατηγορίας να εισφέρει δυναμικά στη διαδικασία, τώρα απουσιάζουν ή εκπροσωπούνται μόνο από την εισαγγελέα και την πρόεδρο.
Όπως έχει δηλώσει η Άννυ Παπαρρούσου, το νομικό επιχείρημα εδώ είναι ότι δεν κατέθεσε τη μήνυση ο ίδιος ο Βασίλειος Μάγγος πριν τον θάνατό του, αλλά ο παραλογισμός είναι συντριπτικός: έχουμε μία ακόμη δίκη για αστυνομική βαναυσότητα, με αυτό το εντελώς προκλητικό σκηνικό, το οποίο είναι δύσκολο να χωνέψει κανείς αν δεν το δει με τα μάτια του.
Ομολογώ ότι κι εγώ είχα συζητήσει και είχα μεταφέρει την είδηση χωρίς να συνειδητοποιώ πλήρως τι περιγράφω, αλλά να βλέπεις να διεξάγεται μια διαδικασία χωρίς αντίπαλο, στην οποία ανακρίβειες και αντιφάσεις των μαρτύρων υπεράσπισης περνάνε αναπάντητες, με την οικογένεια να βράζει και να περιορίζεται σε στιγμιαίες αντιδράσεις που οδηγούν σε παρατηρήσεις από την έδρα, είναι εικόνα ντροπής για τη δικαιοσύνη. Αυτά σε ένα περιβάλλον όπου η χώρα μας έχει διαπιστωμένα συστημικό πρόβλημα αστυνομικής ατιμωρησίας και αδιαφορίας για το πρόβλημα.
Ξεκινώ από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης. Πρώτος είναι ο οδηγός: όταν τον ρωτούν αν υπήρχε δυνατότητα άλλης αντίδρασης, απαντά ότι δεν υπήρχε απολύτως καμία. Είχε λέει σηκωμένα τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές το θύμα, συνεπώς ήταν επικίνδυνος.
Θα αναφερθεί δύο φορές στη συνέχεια ότι ο Μάγγος σταματά να κινείται προς την αστυνομία, αλλά χρησιμοποιείται επανειλημμένα το επιχείρημα ότι «θα μπορούσε να μεταφέρει κάποιο όπλο», καθώς φορούσε μπουφάν, παρότι ήταν καλοκαίρι. Ο πατέρας του θύματος, ο Γιάννης Μάγγος, είχε μαζί του αυτό το μπουφάν, που φορούσε ο Βασίλειος την ημέρα που δέχτηκε την επίθεση. Το βγάζει από την τσάντα του και είναι ένα λεπτό βαμβακερό, αλλά αυτό γίνεται σιωπηρά και εκτός διαδικασίας. Η επιχειρηματολογία των αστυνομικών συνεχίζεται ακάθεκτη: ο Βασίλειος «θα μπορούσε να» κρατάει κάποιο όπλο, το οποίο όμως δεν κρατούσε, αλλά δικαιολογεί τη βαναυσότητα της αστυνομίας η οποία μπορεί να τσακίζει κάποιον με βάση έναν δυνητικό κίνδυνο.
Ο επικεφαλής της ΟΠΚΕ και εκπαιδευτής που καταθέτει μετά από λίγο, θα πει ότι στις γροθιές του «θα μπορούσε να» κρατάει και πέτρες, όπως συμβαίνει συνήθως, που κρατάς πέτρες και κινείσαι προς τον στόχο, ίσως για να χτυπήσεις εξ επαφής.
Ρωτά ο συνήγορος αν έχουν εμμονές οι αστυνομικοί, δηλαδή αν θα μπορούσαν ποτέ να στοχοποιούν έναν πολίτη και ο μάρτυρας απαντά ότι είναι καλοί στη δουλειά τους, έντιμοι και οικογενειάρχες. (Αυτό αναφέρεται πάντοτε, γιατί όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι οι οικογενειάρχες δεν εγκληματούν, μόνο οι άκληροι).
Ως προς τη στοχοποίηση, από το 23 σέλιδο πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη ξέρουμε ότι ο Διευθυντής της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Βόλου «επιβεβαιώνει ότι την επέμβαση της ομάδας Ο.Π.Κ.Ε. πυροδότησαν μαζί με τις υπόνοιες περί διάπραξης εγκλήματος, που τους προκάλεσε η συμπεριφορά του φερόμενου θύματος, η γνώση τους για τη συνεχή συμμετοχή του σε διάφορες συλλογικότητες, όπως και η γενικότερη εγκληματική συμπεριφορά του».
Από το γεγονός ότι γνώριζαν και αναφέρουν ως επιβαρυντική την ένταξή του σε συλλογικότητες «προκαλούνται εύλογα ερωτηματικά περί προηγούμενης στοχοποίησης του».
Ρώτησα τον Γιάννη Μαγγο γι’ αυτό μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και επικαλείται την αναφορά στο βιβλίο συμβάντων της αστυνομίας, αλλά ακόμη περισσότερο μας θυμίζει πόσο αδιανόητα παράλογη είναι μια κατάσταση που δεν υπάρχει στο δικαστήριο κανείς για να τα πει αυτά.
Εδώ οι δηλώσεις του Γιάννη Μάγγου στο TPP:
Ο αστυνομικός που καταθέτει στη συνέχεια εξηγεί ότι γνωρίζει τους κατηγορούμενους εδώ και 10, 13 και 14 χρόνια, αντίστοιχα, και μιλά για τους επαίνους που περιλαμβάνουν οι φάκελοί τους.
Συνεπώς, όχι μόνο δεν είναι αξιόμεμπτη η συμπεριφορά τους, αλλά θα έπρεπε να τους θαυμάζουμε.
Ο επόμενος αυτόπτης μάρτυρας αστυνομικός αναφέρει κάτι που θα ξαναειπωθεί, ότι ο Βασίλειος Μάγγος σταμάτησε και γύρισε πίσω. Πώς μπορεί να ήταν επιτιθέμενος αν είχε σταματήσει; Δεν θα το μάθουμε, γιατί δεν υπήρχε στην αίθουσα υποστήριξη κατηγορίας. Αναλαμβάνει η εισαγγελέας: Άρα, εκείνη τη στιγμή σταμάτησε η επίθεση; Και μετά, πώς επιτίθεται αυτός που είναι πεσμένος; Πολύ λογικές ερωτήσεις.
Οι απαντήσεις κινούνται από το «το συμβάν δεν έχει τελειώσει για μας» μέχρι το «ναι αλλά έχει διακοπεί η μεταγωγή», που σημαίνει ότι δεν έχουμε επίθεση και η υπεράσπιση έχει τιναχτεί στον αέρα, αλλά δεν πειράζει.
Καταθέτει μετά ο υποδιοικητής τους, που έχει έρθει για να εξάρει τον χαρακτήρα και τον επαγγελματισμό τους, όπως λέει, μιλά πάλι για τους φακέλους τους που είναι γεμάτοι από επαίνους, λέει ότι πρόκειται για εξαίρετους αστυνομικούς.
Περιγράφονται διαρκώς σαν διαμάντια, που κοσμούν το αστυνομικό σώμα, όπως είχε πει και η Βαρελά για τους κατηγορούμενους αστυνομικούς στη δίκη για τον Ζακ. Συνεχίζονται οι καταθέσεις αστυνομικών, που δεν υπάρχει κανείς να τις αναιρέσει: αναφέρουν ότι οι αστυνομικοί τον έχουν χτυπήσει μόνο στα άκρα και όχι στο σώμα, όπως προβλέπει η εκπαίδευσή τους, παρότι υπάρχει βίντεο και βεβαίως τραύματα. Καταθέτουν ότι αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο, ότι ο Μάγγος παραπάτησε και έπεσε.
Καταθέτει ο επικεφαλής της ΟΠΚΕ και εκπαιδευτής τους. Επαίρεται ότι κάνουν 270 συλλήψεις σε μία χρονιά και δεν έχουν καμία καταγγελία. Ερωτάται: κάναν τίποτε περισσότερο από αυτά που έπρεπε; Προστάτευσαν τη σωματική τους ακεραιότητα, απαντά.
Βεβαίως, η αναφορά του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών της 12 Μαρτίου 2021 αναφέρει κατά λέξη: «η ενέργεια των αστυνομικών της Μ.Α.Τ. Να τον πλήξουν κατά τον τρόπο που εμφανίζεται στο βίντεο εκφεύγει, έστω και οριακά, των πλαισίων που υπαγορεύει το καθήκον τους να αποκαθιστούν την τάξη ενεργώντας σε “εκρηκτικό” περιβάλλον».
Ακόμη και όταν η εισαγγελέας αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν αυτοί οι αστυνομικοί που έχουν εκπαιδευτεί ώστε να αντιμετωπίζουν ληστείες, καταστάσεις ομηρίας, να θεωρούν ότι είναι μια κατάσταση ακραίου κινδύνου ότι βρίσκεται ένας άνθρωπος πεσμένος στο έδαφος. Όμως αυτός ο τόνος διαπερνά όλες τις καταθέσεις.
Ο πιο λυρικός είναι ένας αστυνόμος Α, ο οποίος πλέκει το εγκώμιό τους με πολύ μεγαλύτερο πάθος:
Δεν θέλω να πω τα τετριμμένα. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι που έχουν ακούσει από Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και από τον Tύπο χίλιες κατηγορίες, με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι προτίμησαν να σεβαστούν την οικογένεια, να ακολουθήσουν τον δρόμο της σιωπής παρ’ όλα αυτά που έχουν ακούσει.
Δεν συμμετέχουν και αυτοί δηλαδή στις προσβολές που δέχεται η οικογένεια για το νεκρό παιδί τους.
Εξεγείρεται στο άκουσμα της ερώτησης για το αν είχε στοχοποιηθεί ο Μάγγος, απαντά: «Μπήκαμε με πανελλήνιες εξετάσεις. Είναι δυνατόν να στοχοποιούμε ανθρώπους; Στο τζιχάντ κάναμε εκπαίδευση; Αν είναι δυνατόν να στοχοποιούμε ανθρώπους».
Η πρόεδρος επανέφερε τον αστυνόμο στην τάξη, ζητώντας του να περιοριστεί στα της δίκης (να αφήσει τον τζιχάντ και τις πανελλαδικές) αλλά φαίνεται ότι τη στοχοποίησή του την έχουν παραδεχτεί οι ίδιοι, όπως είδαμε παραπάνω.
Παρ’ όλ’ αυτά συνεχίζει: μπορεί να θέλει ο αστυνομικός να βλάψει κάποιον; Θα σήμαινε ότι έχει κάποιο πάθος.
Αυτό είναι σταθερό επιχείρημα των αστυνομικών, που εξακολουθεί παράλογα να επαναφέρεται στις δικαστικές αίθουσες με έναν αέρα ευλογοφάνειας, παρότι η διάψευση αυτής της πρότασης γεμίζει ολόκληρη βιβλιοθήκη. Μονίμως αναρωτιούνται πολύ αγαθά οι αστυνομικοί: «Για ποιον λόγο να το κάνουμε αυτό; Σαδιστές είμαστε; Προσωπικά έχουμε; Γιατί να επιτεθούμε σε κάποιον χωρίς λόγο;» Είναι απλώς επαγγελματίες που κάνουν τη δουλειά τους. Μόνο που έχουμε έναν υπολογίσιμο όγκο από πρόσφατες έρευνες τεκμηρίωσης της αστυνομικής βίας που δείχνουν ότι η αστυνομία κάνει ακριβώς αυτό: εγκληματεί, ψεύδεται και συγκαλύπτει, συστηματικά. Επικαλούμαι μόνο τις τελευταίες δύο καταγραφές, από τη φετινή χρονιά. Την έκθεση της ΕλΕΔΑ και το βιβλίο της Νατάσας Τσουκαλά Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, που τεκμηριώνει και το ακόμη τρομακτικότερο, ότι δεν προκύπτει καμία συνέπεια ποτέ για τους αστυνομικούς που ψεύδονται ενόρκως στα δικαστήρια σε υποθέσεις που καταρρέουν στη συνέχεια. Αυτό είναι το πραγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να διαβαστούν οι καταθέσεις των αστυνομικών που προσήλθαν για να εξάρουν τον χαρακτήρα των κατηγορουμένων και να εξηγήσουν ότι δεν τον χτύπησαν, ότι αμύνονταν πολύ προσεκτικά και μέσα στα όρια των οδηγιών που έχουν λάβει στην εκπαίδευσή τους.
Όλοι αυτοί οι αστυνομικοί βρίσκονται εκεί από μια αίσθηση καθήκοντος να προστατεύσουν τους δικούς τους. Ξέρουν ότι πράττουν στο πλαίσιο μιας κοινής ηθικής, προστατεύουν και τον εαυτό τους από αυριανές δίκες. Δεν ενδιαφέρονται, και δεν έχουν λόγο να ενδιαφερθούν για το ότι η παρουσία τους εκεί συνιστά δικαιικό σκάνδαλο, βροντοφωνάζει ότι η αστυνομία δεν θεωρεί μεμονωμένο περιστατικό την αστυνομική βαναυσότητα, τη θεωρεί παιδί της και το προστατεύει.
Ο Συνήγορος του πολίτη (Ετήσια έκθεση του 2021) διαπίστωνε ότι η σχετική έρευνα για το περιστατικό του Βασίλειου Μάγγου βασίστηκε ως επί το πλείστον στις καταθέσεις των εμπλεκομένων αστυνομικών, διακινδυνεύοντας ακόμη περισσότερο την ανεξαρτησία και, κατ’ επέκταση, την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας, μέσω μιας εκ του αποτελέσματος ουσιαστικής ατιμωρησίας. Μάλιστα οι καταθέσεις αυτές είναι πανομοιότυπες, και κανείς δεν ενοχλήθηκε από αυτό το γεγονός:
Επίσης, δεν υπήρξε μέριμνα για τη «λήψη και προσκόμιση πρόσθετου βιντεοληπτικού υλικού από το κλειστό σύστημα βιντεοσκόπησης της αστυνομικής διεύθυνσης, στην οποία προσήχθη το φερόμενο θύμα, παρά τους ισχυρισμούς για συνέχιση της εις βάρους του βίαιης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς από αστυνομικούς».
Αντιγράφω από το βιβλίο της Ν. Τσουκαλά Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα σ. 144, για την υπόθεση Μάγγου:
Ο ΕΜΗΔΙΠΑ διαπιστώνει στην υπόθεση του Βασιλείου Μάγγου ότι δεν αναζητήθηκαν αυτόπτες μάρτυρες, κλήθηκαν να καταθέσουν μόνο αστυνομικοί που στην πλειοψηφία τους ήταν εμπλεκόμενοι, δεν αναζητήθηκε βιντεοληπτικό υλικό από το κλειστό κύκλωμα βιντεοσκόπησης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Βόλου, διαπιστώθηκε παράνομη πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο του.
Ο Εθνικος Μηχανισμός για τη Διερεύνηση Περιστατικών Αυθαιρεσίας ζήτησε τη συμπλήρωση του φακέλου. Από την ίδια μελέτη της Τσουκαλά ξέρουμε ότι το να παρουσιάζονται ελλείψεις στην πειθαρχική διερεύνηση, να αδιαφορούν για τη γελοιοποίηση της διαδικασίας με άλλα λόγια, είναι σταθερό κομμάτι της αστυνομικής αυθαιρεσίας, δεν είναι καθόλου σπάνιο. Η ταύτιση ελεγκτή και ελεγχόμενου και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν συνέπειες για την αγνόηση των συστάσεων του ΕΜΗΔΙΠΑ, σημαίνουν ότι η διαδικασία αυτή είναι προσχηματική.
Επιστρέφοντας στη δίκη: Τα επιχειρήματα είναι κάπως σταθερά και επαναλαμβανόμενα για όποιον έχει παρακολουθήσει δίκες αστυνομικής βίας. Υποβάθμιση των τραυμάτων που προκάλεσαν, στιγματισμός του θύματος.
Ο παραλληλισμός είναι άμεσος και σαφής: Τι φταίει για την κατάρρευση της υγείας του Μάγγου; Ένα προηγούμενο χτύπημα, τα χτυπήματα των αστυνομικών ήταν χάδια. Επανειλημμένα οι αστυνομικοί θα καταθέσουν ότι η ελαστική ράβδος προκαλεί μόνο τσούξιμο (!), όπως αναφέρει ο υποδιοικητής τους, προσθέτοντας ότι ήταν πάντα στο πεζοδρόμιο, γνωρίζει λοιπόν καλά. Δηλώνουν επίσης ότι τον χτύπησαν μόνο στα άκρα, συνεπώς αυτά που αποτυπώνονται στις εξετάσεις οφείλονται σε προηγούμενα τραύματα. Το πρώτο επιχείρημα, λοιπόν, το ιατροδικαστικό, είναι ότι τα τραύματα έχουν προκληθεί σε προγενέστερο χρόνο. Αυτή είναι η θέση της ιατροδικαστού που κάλεσαν ως μάρτυρα οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, που υποστήριξε, όπως αναγράφεται στην έκθεσή της, ότι η έλλειψη αιμορραγικής διήθησης των ιστών και οστών που έχουν υποστεί κάκωση συνηγορούν ότι οι εν λόγω κακώσεις έγιναν προγενέστερα.
Την άποψη αυτή αναίρεσε μεθοδικά και με εξαιρετική παρουσία στο δικαστήριο ο ιατροδικαστής Γαλεντέρης, που εξήγησε ότι οι κακώσεις δεν ήταν παλαιότερες, διότι ήταν σε εξέλιξη, συνεπώς ήταν πρόσφατες. «Τα τραύματα που αναγνωρίστηκαν κατά την εισαγωγή του χρονολογούνται λίγες ώρες πριν τη μεταφορά του στο νοσοκομείο». «Δεν μπορεί να έχουν γίνει νωρίτερα διότι δεν είχαν κορυφωθεί, κορυφώθηκαν εντός της νοσηλείας του», όπως δήλωσε στο TPP ο ιατροδικαστής.
Δείτε το βίντεο όπου συνοψίζονται τα επιχειρήματα του ιατροδικαστή Γαλεντέρη εδώ:
Το απόσπασμα της έκθεσής του που αναφέρει τους τραυματισμούς του Μάγγου είναι αυτό:
Δεύτερο στοιχείο, η επιμονή στη χρήση ουσιών:
Ρωτά ένας εκ των τεσσάρων συνηγόρων: «Ένα άτομο που είναι χρήστης πονάει; Αν παίρνει ηρωίνη». «Το γεγονός ότι ήταν χρόνιος χρήστης μπορεί να επηρεάσει; Οι βλάβες στο ήπαρ;» Του εξηγεί ο ιατροδικαστής ότι οι αλλοιώσεις στο ήπαρ είναι άλλου τύπου, συνεπώς δεν οφείλονται στη χρήση ουσιών αλλά σε χτυπήματα, αλλά βεβαίως μικρή σημασία έχουν τα επιχειρήματα. Ο πατέρας του έχει δηλώσει ότι οι αστυνομικοί γνώριζαν ότι είναι χρήστης και αυτό απλώς επέτεινε τη βαναυσότητά τους.
Μετά είναι η χρήση του βίντεο. Έπρεπε και πάλι να ακούμε αστυνομικούς να λένε ότι ο Μάγγος χτυπήθηκε μόνο στα άκρα, αγνοώντας την πραγματικότητα, και να το κάνουν ανενόχλητοι. Είδα στο δικαστήριο την αλλόκοτη εικόνα του Γιάννη Μάγγου να στέκεται πίσω από τους τρεις κατηγορούμενους κοντά στην έδρα και να παρακολουθεί σε ένα μικρό λάπτοπ το βίντεο της κακοποίησης του παιδιού του. Και πάλι, κανείς δεν μπορεί να περιμένει ότι η ύπαρξη του βίντεο είναι αποφασιστική για την έκβαση της δίκης. Ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι η σταθερή, μακάρια αδιαφορία των αστυνομικών για τη δικαιοσύνη. Αδιαφορία εντελώς δικαιολογημένη, να προσθέσω, που αποτυπώνεται και στην άνεση με την οποία καταθέτουν πάντα σαν θιγμένοι ήρωες, που δεν έκανε αρκετά η κοινωνία για να τους ευχαριστήσει.
Την ώρα που εξελισσόταν η διαδικασία, ακούγονταν συνθήματα έξω από την αίθουσα:
«Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη, δεν θα ξεχαστεί τι κάναν στον Βασίλη, Ελλάς ελλήνων αστυνομικών, ρουφιάνων, δολοφόνων και βασανιστών, Βασίλης Μάγγος, Μιχάλης Καλτεζάς, Αλέξης Γρηγορόπουλος αυτή είναι η ΕΛΑΣ».
Κλείναν τα παράθυρα και συνεχιζόταν η δίκη.
Αυτός ο κόσμος δεν μπόρεσε να μπει στην αίθουσα, διότι είχαν φροντίσει να τη γεμίσουν με ομοιόμορφους κοντοκουρεμένους και αρκετά αγριεμένους ενδιαφερόμενους, αλλά από τις πάρα πολλές διαφορές που χωρίζουν αυτούς τους δύο κόσμους, εγώ θα αναφερθώ μόνο σε μία:
Όταν κινηθεί προς τους αστυνομικούς κάποιος, ακόμη και αν σταματήσει, ακόμη και αν είναι πεσμένος στο έδαφος, συνιστά τρομακτική απειλή, ίσως με χρήση κάποιου κρυφού όπλου που δεν βρέθηκε. Αντιθέτως, όταν αστυνομικοί εγκληματούν, από το να βασανίζουν κάποιον με αποτέλεσμα να του προκαλέσουν πολλαπλά κατάγματα στα πλευρά και βλάβες στα εσωτερικά του όργανα, μέχρι το να φυτέψουν τριάντα έξι σφαίρες σε έναν άοπλο ανήλικο, θα ακούμε στις αίθουσες των δικαστηρίων ότι είναι καλός οικογενειάρχης και έχει λάβει και έπαινο από το Σώμα. Όσο για καταδίκη, μετράμε τα περιστατικά αστυνομικής βαναυσότητας σε εκατοντάδες και τελικά έχει καταδικαστεί ο Κορκονέας.
Η πρόεδρος διέκοψε για την επόμενη εβδομάδα. Τη Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου, θα έχουμε την εισαγγελική πρόταση, τις αγορεύσεις της μίας μόνο πλευράς, αυτής των συνηγόρων των αστυνομικών, και μάλλον και την απόφαση.