του Κωνσταντίνου Πουλή

Ξεκινώ από την ψυχολογική πίεση που αναφέρει ότι έχει δεχθεί ο πατέρας του ως κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Προσωπικά δεν λοιδορώ την ψυχολογική πίεση που δέχεται οποιοσδήποτε, ακόμη και αν πρόκειται για κάποιον που έχει διαπράξει φρικτά εγκλήματα. Στην περίπτωση όμως του θύτη ενός βίαιου εγκλήματος, το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή ο γιος του κατηγορούμενου βρέθηκε στην ίδια αίθουσα με την οικογένειά του Ζακ για να μιλήσει για το πόσο υποφέρει ψυχολογικά ο πατέρας του μετά τα όσα διέπραξε δεν είναι, για να το πω όσο πιο ευγενικά μπορώ, καθόλου συγκινητικό. Είναι μάλλον δείγμα αδιαφορίας προς τον ασύγκριτα μεγαλύτερο πόνο των συγγενών του θύματος, που πενθούν για μια απώλεια και όχι μια ταλαιπωρία, και που βρέθηκαν σε αυτή τη θέση από υπαιτιότητα άλλων.

Η επιμονή με την οποίαν ο γιος του κατηγορούμενου επανερχόταν στο ζήτημα των ζημιών που είχαν γίνει στο μαγαζί δείχνει, όπως επισημάνθηκε και από την πολιτική αγωγή, παγερή αδιαφορία για την απώλεια ζωής που προκλήθηκε (και) από τις πράξεις του κοσμηματοπώλη.

Πιάνοντας από την αρχή τα όσα είπαμε, ο Ζακ δεν παραβίασε την πόρτα. Επίσης, ο Ζακ δεν έκλεψε. Παρότι ακόμη και στη συνεδρίαση της Τρίτης η συνήγορος των αστυνομικών επέμενε στην αρχική μιντιακή περιγραφή του «ληστή με το μαχαίρι», ο συλλογισμός εδώ είναι απλούστατος: αν είχαν βρεθεί κλοπιμαία στον Ζακ, αν είχαν καταγράφει απώλειες στο μαγαζί, θα το ξέραμε. Ο Ζακ ήταν φοβισμένος και ζητούσε βοήθεια, εγκλωβίστηκε στο κοσμηματοπωλείο και τον σκότωσαν στο ξύλο.

Η επανάληψη των φράσεων γύρω από το μαγαζί που έπαθε ζημιές, που είχε υποστεί ξανά κλοπή, που ο ιδιοκτήτης του αγωνιζόταν τόσο σκληρά για να τα φέρει βόλτα, δείχνουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο αυτό που από την αρχή κατανοούσαμε ως σύνθημα, μιλώντας για “νοικοκυραίους”.

Ότι δηλαδή η ζωή που χάθηκε με αυτόν τον βάρβαρο τρόπο είναι μία υποσημείωση στην ιστορία των πληγμάτων που δέχτηκε η βιτρίνα. Ούτε μία προσποίηση ενδιαφέροντος, ούτε μία υποκριτική αναφορά στην τραγική κατάληξη δεν μπόρεσε να χωρέσει στην κατάθεση του γιου του κοσμηματοπώλη.

Είπε στο δικαστήριο ότι την ημέρα εκείνη δεν γνώριζαν για το θάνατο του Ζακ. Κι όμως ο πατέρας του ανέφερε το θάνατο στις δηλώσεις που έκανε στα κανάλια την ίδια μέρα.

Θα μπορούσε έστω να πει ότι ο πατέρας του είναι συντετριμμένος για το ότι πότε δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να χτυπήσει έναν άνθρωπο και μάλιστα ο άνθρωπος αυτός να πεθάνει από τα χτυπήματα. Περιέγραψέ τον πατέρα του ως έναν φιλήσυχο πολίτη, μάλιστα τον πιο φιλήσυχο που έχει γνωρίσει ποτέ. Ακόμη και αν προσπαθήσουμε να συμβιβάσουμε την εικόνα αυτού του τόσο φιλήσυχου ανθρώπου με την εικόνα που έχουμε δει από το βίντεο, που πατούσε τον Ζακ στο κεφάλι πάνω στο πεζοδρόμιο, θα αναρωτηθούμε: πέθανε ένα νέο παιδί από τα χτυπήματα από έναν ξυλοδαρμό στον οποίον συμμετείχε ο πατέρας του. Μπορεί ποτέ να λέει ότι αυτό που του στοίχισε είναι ο ρατσισμός που δέχτηκε μετά;

Όσες ακροβασίες, όσες πιρουέτες και αν δούμε την υπεράσπιση να κάνει σε σχέση με το μαχαίρι, δεν υπάρχει καμία στιγμή που να βλέπουμε τον κοσμηματοπώλη να δέχεται επίθεση.

Μπορεί ο δικηγόρος του κοσμηματοπώλη να εξέφρασε τη λύπη του για τη διαστρέβλωση των λεγομένων του μάρτυρα, αλλά δεν υπήρξε ούτε ένα ίχνος μεταμέλειας ή έστω συστολής. Όση κι αν ήταν η συγκίνηση του μάρτυρα για τον πατέρα του, οι αναφορές σε υλικές ζημιές συνιστούν ξεδιαντροπιά.

Πριν την κατάθεσή του, είχε προηγηθεί σχολιασμός των “αναγνωστέων”, οπότε είχαμε πάρει μια γερή δόση των επιχειρημάτων της υπεράσπισης σε σχέση με το φοβερό μαχαίρι που υποτίθεται ότι κρατούσε ο Ζακ.

Διαβάστηκαν ακόμη και ιστορικές αναφορές στην παλαιολιθική εποχή για τη χρήση μαχαιριού, έγιναν αναφορές στην 11 Σεπτεμβρίου, μέχρι να ξανατεθεί το ερώτημα από την Άννυ Παπαρρούσου: Δέχτηκε κανείς επίθεση με μαχαίρι; Τις ίδιες εικόνες έχουμε δει.

Η παρουσία του γιου του κοσμηματοπώλη ήταν μια εισαγωγή σε όσα φαίνεται ότι θα ακολουθήσουν τις επόμενες μέρες, καθώς οδεύουμε προς τις απολογίες των κατηγορουμένων.

Αυτό που είδαμε ήταν μια ψύχραιμα και ωμά εκφρασμένη αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή. Όπως το περιέγραψε η Κλειώ Παπαπαντολέων: «σκοτώσαμε έναν άνθρωπο για να προστατεύσουμε μια περιουσία που μετά δεν καταμετρήσαμε». «Προφανώς δεν έλειπε τίποτα, απλώς δεν έχουν τον στοιχειώδη σεβασμό προς την οικογένεια του δολοφονημένου να το παραδεχτούν».

Αυτό ακριβώς είχαμε καταλάβει από τις πράξεις που είδαμε να καταγράφονται στο βίντεο. Λέγαμε ότι τον Ζακ τον σκότωσαν μπάτσοι και νοικοκυραίοι, με όλες τις αρνητικές συνδηλώσεις του νοικοκυραίου, που δεν λογαριάζει τίποτα σαν τη βιτρίνα του μαγαζιού του.

Φαίνεται ότι τώρα, αυτό που είδαμε να εκφράζεται πρώτα σε πράξεις, θα εκφραστεί και με τα λόγια. Γιατί η σκληρότητα που δεν βρήκε χαλινό μπροστά σε έναν κατατσακισμένο άνθρωπο που τον ξυλοκοπούσαν χωρίς σταματημό, δεν είναι εύκολο να κρυφτεί και όσο θα εξηγούν τις πράξεις τους.